Ένα απόγευμα στο café Kaaba

Η περιπλάνηση ενός Έλληνα στην Πράγα

Ξύπνημα στην Πράγα, Τετάρτη πρωί. Έχω μία ολόκληρη μέρα μπροστά μου μέχρι το βράδυ που φεύγει η πτήση μου για την Αθήνα. Για την ακρίβεια, την Τετάρτη το πρωί θα ήμουν ήδη στην Ελλάδα αν δεν είχε μεσολαβήσει η 24ωρη απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Έχω λοιπόν μπροστά μου, δώδεκα ολόκληρες ώρες στην πρωτεύουσα της Τσεχίας μέχρι να μπω στο αεροπλάνο. Αποφασίζω να αφήσω πίσω μου το πλακόστρωτο ιστορικό κέντρο και να μην πιω άλλον έναν καφέ στο περιβόητο ρολόι ή στο κάστρο με την φοβερή θέα στην πόλη. Το προηγούμενο βράδυ είχα πάει σ’ ένα εστιατόριο, επίσης έξω από την τουριστική περιοχή και η διπλανή παρέα με πληροφόρησε για ένα κόζι καφέ, λίγο πιο ανατολικά, στην οδό Mánesova . Ξεκίνησα λοιπόν για εκεί με την υποψία ότι μπορεί να βρεθώ και σε κανένα καταγώγι. Ο ήλιος που υπήρχε όλες τις προηγούμενες ημέρες έχει εξαφανιστεί και η μουντάδα έδινε ένα πιο γκόθικ χρώμα στην πόλη. Καθώς απομακρυνόμουν από το κέντρο, ένιωθα ότι μπαίνω περισσότερο μέσα στην πόλη. Γύρω μου ο κόσμος πια δεν έκανε στάση να βγάλει φωτογραφίες ή να χαζέψει τις βιτρίνες με τα σουβενίρ. Πήγαιναν στη δουλειά τους, στο σούπερ-μάρκετ, στο πανεπιστήμιο, γινόμουν ένας διαβάτης της καθημερινότητας τους.

Σε είκοσι λεπτά είχα φτάσει. Το μέρος είναι έτσι ακριβώς όπως μου το περιέγραψαν, με ωραία χρώματα, ζωντανό, ένα μαγαζί που άνετα θα μπορούσε να είναι το στέκι σου, ενώ παίζει και καλή μουσική. Αυτό είναι διπλή τύχη, διότι στα περισσότερα καφέ που πρόλαβα να πάω στην Πράγα, δεν έπαιζε καν μουσική. Το να βρω ένα μέρος με μουσική και μάλιστα με καλή μουσική ήταν δώρο. Πήγα και κάθισα στο μοναδικό τραπέζι που ήταν άδειο, ήμουν πίσω από την τζαμαρία με πλάτη στο μισό μαγαζί και τη μπάρα στ’ αριστερά μου. Η σερβιτόρα ήρθε αμέσως και της ζήτησα έναν κατάλογο. Μου έφερε τον Τσέχικο κι εγώ υπέθεσα πως δεν υπάρχει στ’ αγγλικά. Προσπαθούσα να βγάλω άκρη, αλλά μάταια. Με τους καφέδες και τα ροφήματα τα κατάφερνα, αλλά ήθελα να τσιμπήσω και κάτι κι εκεί γινόταν ο πανικός. Κάνω μία απόπειρα να χρησιμοποιήσω το google translate αλλά με πρόλαβε η σερβιτόρα που μάλλον αντιλήφθηκε τον προβληματισμό μου και μου έφερε έναν κατάλογο στ’ αγγλικά. Τώρα μπορούσα να παραγγείλω σαν άνθρωπος.

Ένας χυμός και μια σαλάτα για την αρχή, ενώ παράλληλα χάζευα στο twitter αλλά και τους θαμώνες για να περάσει η ώρα. Μπροστά μου υπήρχαν τρία τραπεζάκια και στο πλάι μου άλλα δύο. Σχηματίζαμε μια ακανόνιστη εξάδα, διαφορετικά τραπέζια και καρέκλες, διαφορετικοί άνθρωποι. Στο ακριβώς μπροστά μου, ένα ζευγάρι πενηντάρηδων, καθισμένοι αντικριστά, μιλούσαν έντονα, δεν τσακωνόταν, κάτι άλλο φαινόταν να τους απασχολεί, υπήρχε μία ένταση, νομίζω προσπαθούσαν να βρουν λύση για ένα πρόβλημα. Έπιναν διαδοχικά καφέδες, λες και ήταν ο μαγικός ζωμός που θα τους έδινε τη φώτιση. Τα δύο επόμενα τραπεζάκια είχαν από μία κοπέλα με το λάπτοπ της. Αυτή στο μεσαίο τραπεζάκι, φορούσε ακουστικά κι έπινε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ήταν σαφέστατα πιο συγκεντρωμένη από την άλλη που πάλευε με έναν καπουτσίνο και τη διάθεση της. Στα διπλανά από εμένα τραπεζάκια καθόταν ένα ζευγαράκι κι ένας τύπος που έδειχνε πολύ κουρασμένος. Απεριποίητος, έδειχνε σαν χαμένος, παράταιρος με το χώρο.

Σύντομα το ζευγαράκι έφυγε, αλλά το τραπεζάκι τους δεν έμεινε για πολύ άδειο. Μία ξανθιά κοπέλα με γυαλιά ήρθε και κάθισε. Έβγαλα ένα βιβλίο κι έκανα πως διαβάζω, ενώ της έριχνα κλεφτές ματιές. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Έπαιζε με το iPhone της και κάπνιζε κάτι λεπτά τσιγάρα μαζί με τον καφέ της. Παρήγγειλα κι εγώ έναν καφέ και συνεχίσαμε το παιχνίδι με τις ματιές. Τη λύση σε αυτήν την μετέωρη κατάσταση έδωσε το ζευγάρι των πενηντάρηδων που πλήρωσε το λογαριασμό και σηκώθηκε για να φύγει. Το δικό τους τραπεζάκι ήταν χαμηλό κι είχε δύο μικρά καναπεδάκια για καθίσματα. Κάναμε λοιπόν και οι δύο την ίδια σκέψη και ταυτόχρονα πήραμε τα πράγματα μας για να μετακινηθούμε στο πιο άνετο τραπέζι που άδειασε. Γελάσαμε με το σκηνικό και της πρότεινα να της παραχωρήσω τον καναπέ αλλά εκείνη επέμεινε ότι δεν ήταν σωστό διότι ήμουν περισσότερη ώρα στο κατάστημα. Της είπα ότι το μόνο που θα μπορούσα να δεχτώ θα ήταν να μοιραστούμε το τραπέζι αυτό. Συμφώνησε κι έτσι πιάσαμε από έναν καναπέ κι αρχίσαμε την κουβέντα.

Η Andrea σπούδαζε διεθνείς σχέσεις και όνειρο της ήταν να ενταχθεί στο διπλωματικό σώμα. Η συζήτηση τράβηξε αρκετή ώρα κι η θεματολογία πήγε από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα μέχρι προσωπικές εκμυστηρεύσεις. Όταν ήρθε η ώρα για να φύγει, με ρώτησε τι θα έκανα και της απάντησα ότι θα πήγαινα σε κάποιο άλλο καφέ, μέχρι να περάσει η ώρα για να πάω στο αεροδρόμιο. Μου πρότεινε να πάω σπίτι της για να ξεκουραστώ λίγο και να φύγω μία και καλή από εκεί. Με τόση ταλαιπωρία που είχα τραβήξει λόγω της απεργίας, η πρόταση της μου φάνηκε σαν όαση. Μάζεψα λοιπόν τα πράγματα μου και περπατήσαμε ως το σπίτι της που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω.

Ήταν ένα τυπικό διαμέρισμα, τακτοποιημένο, ευρύχωρο, με πόστερ από ταινίες του κινηματογράφου στους τοίχους και ωραία θέα. Μου έφερε κάτι γλυκά, τα οποία όπως μου είπε, είχαν ξεμείνει από τη γιορτή της. Υπέθεσα ότι η Andrea δεν έχει κάποια σχέση με τον Αντρέα που γιορτάζει 30 Νοεμβρίου κι επειδή ντράπηκα να ρωτήσω τα έφαγα. Παραδόξως τα γλυκά τους μου άρεσαν περισσότερο από τα φαγητά τους. Έβαλε μουσική από έναν υπολογιστή, νομίζω ήταν Röyksopp ή κάτι που ακουγόταν σαν Röyksopp και πήγε να αλλάξει. Ήρθε φορώντας κάτι αθλητικές φόρμες κι εμένα με έπιασαν τύψεις που δεν είχα κάνει προπόνηση για πέντε ολόκληρες ημέρες. Κι έτρωγα και γλυκά κι από πάνω! Άφησα το πιάτο στο τραπέζι με μια απότομη κίνηση λες και είχα αηδιάσει. Με ρώτησε τρομαγμένη τι έπαθα και της εξήγησα την κατάσταση με το ποδήλατο. Γέλασε και μου είπε ότι φοβήθηκε πως είχαν χαλάσει τα γλυκά τα οποία ήταν ήδη 9 ημερών κι είχαν μείνει κι εκτός ψυγείου για λίγο. Δεν ήταν ανάγκη να το μάθω αυτό, σκέφτηκα αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να φάω άλλο, οπότε πήγαμε στην κουζίνα για να φτιάξουμε καφέ.

Παραδοσιακός νεσκαφέ λοιπόν και μία μεγάλη συζήτηση για ανθρώπους, τόπους κι εποχές με μια άνεση και οικειότητα λες και ήμασταν χρόνια φίλοι. Ο καφές έγινε κρασί ενώ εγώ είχα βγάλει τα παπούτσια μου και καθόμουν ξαπλωμένος σ’ έναν τριθέσιο καναπέ. Ήρθε δίπλα μου κι άρχισε να μου κάνει μασάζ στα πόδια. Ήταν η καλύτερη μου. Με έτριψε και στην πλάτη μετά και κόντεψε να με πάρει ο ύπνος. Είχα γλαρώσει όταν χτύπησε το τηλέφωνο της και σηκώθηκε να το σηκώσει. Κοίταξα κι εγώ το ρολόι μου, είχε πάει επτά η ώρα οπότε έπρεπε σιγά σιγά να πάω προς το αεροδρόμιο. Μάζεψα λοιπόν τα πράγματα μου, πήγα και στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου για να ξυπνήσω και στάθηκα στην πόρτα για να την χαιρετήσω.  Έκλεισε το τηλέφωνο και ήρθε δίπλα μου. Άπλωσα το χέρι μου στο χερούλι για να ανοίξω την πόρτα και μ’ έπιασε από τον καρπό. Έκανε μια πιρουέτα και βρέθηκε με την πλάτη στην πόρτα. Με τράβηξε πάνω της κι άρχισε να με φιλάει. Ανταποκρίθηκα και για τα επόμενα πέντε λεπτά φιλιόμασταν με το πάθος εραστών που συναντιούνται μετά από μια μεγάλη απουσία. Ύστερα μου άνοιξε, χαιρετηθήκαμε με αμηχανία κι έφυγα για το αεροδρόμιο.  Γύρισα στην Αθήνα με τη γλυκόπικρη γεύση στα χείλη που μου άφησε η Τσεχία. Να θυμηθώ την επόμενη φορά που θα δω έναν ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας να συμπαρασταθώ στον δίκαιο αγώνα του που στάθηκε αφορμή γι’ αυτήν την ημέρα!

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.