Θέατρο (σκηνοθετικής) Τέχνης

«Με τα δόντια» του Θ. Ουάιλντερ από τον Γιάννη Μόσχο και «Vanya. Δέκα χρόνια μετά» από τους Blitz

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Σκεφτόμουν ήδη από την ημέρα της παρουσίασης του φετινού ρεπερτορίου πως το Θέατρο Τέχνης είναι -μαζί με το Εθνικό- ο παλαιότερος θεατρικός οργανισμός της χώρας. Ένας οργανισμός που μέσα στην εβδομηντάχρονη πορεία του -λογικό- άκμασε και παράκμασε, αποθεώθηκε και αποδοκιμάστηκε, δημιούργησε τάσεις ή έμεινε στάσιμο να παρακολουθεί τις εξελίξεις, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του. Μια ταυτότητα που σφραγίστηκε από το όνομα του ιδρυτή του και την οποία φέρει ακόμη στην επωνυμία του: «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν», ως υπενθύμιση μιας ευθύνης βαρύνουσας, άλλοτε δημιουργικής άλλοτε λιγότερο, στους ώμους των κληρονόμων του. Είναι πάντως ένα θέατρο που ποτέ δεν ξεχάστηκε, τουλάχιστον όχι απόλυτα ή ταυτόχρονα από όλους, ώστε να καταστεί «ξοφλημένο». Κι αν ο Διαγόρας Χρονόπουλος δικαιωματικά αξίζει τα εγκώμια για την ανάτασή του, η Μαριάννα Κάλμπαρη είναι που έχει αναλάβει να το οδηγήσει μέσα από τους σκοπέλους της κρίσιμης εποχής μας.

Το Θέατρο Τέχνης λοιπόν ξεκίνησε αυτή τη νέα εποχή του με έναν πλουραλισμό επιλογών, που λειτουργεί σαν καλλιτεχνική αντεπίθεση στον μηδενισμό της «κρίσης», και δόμησε το φετινό ρεπερτόριο με βάση συγκεκριμένες θεματικές. Το δίπολο «κλασικό έργο/σύγχρονη διασκευή» που ονοματίζει την πρώτη περίοδο προϊδεάζει για παραστάσεις με ισχυρή σκηνοθετική σφραγίδα και, έως τώρα, οι δουλειές που υπογράφουν ο Γιάννης Μόσχος («Με τα δόντια») και οι Blitz («Vanya. Δέκα χρόνια μετά») δικαιώνουν την επιλογή.

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετώντας το «Με τα δόντια» έγραψε σχεδόν ένα νέο έργο. Πήρε την κωμική παραβολή του Θόρντον Ουάιλντερ που, με αφορμή τον τυπικό Αμερικανό μικροαστό, μιλάει στην πραγματικότητα για τον άνθρωπο και τη μετέτρεψε σε μια σπαρταριστή κωμωδία για τον «Ελληνάρα». Το έργο, γραμμένο σε μια εποχή ύστατης κρίσης μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1942, βραβείο Πούλιτζερ 1943), είναι ένα «κωμικό παζλ» εμπνευσμένο από την ιστορία του ανθρώπινου γένους. Οι ήρωές του, μέλη μιας οικογένειας με το χαρακτηριστικό όνομα Antrobus, διασχίζουν αιώνες και χιλιετηρίδες, από την εποχή των παγετώνων σε αυτή του βιβλικού Νώε και έπειτα στους ναπολεόντειους πολέμους, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να κρατήσουν «τη φωτιά αναμμένη», να επιβιώσουν. Με ακραίους αναχρονισμούς και εξωφρενικές σκηνικές καταστάσεις, μεταθεατρικά στοιχεία και συχνό σπάσιμο της σύμβασης και με τη γλαφυρή απεικόνιση μιας τυπικής, αλλά κωμικά διογκωμένης, οικογένειας, ο Ουάιλντερ εκφράζει ταυτόχρονα ανησυχία και αισιοδοξία για την τύχη του ανθρώπου. Το «Με τα δόντια» του Γιάννη Μόσχου είναι επίσης γέννημα μιας κρίσιμης εποχής· μπορεί όχι αντίστοιχης ενός παγκοσμίου πολέμου, αλλά σίγουρα της χειρότερης που έχει γνωρίσει η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Έτσι, ο σκηνοθέτης απολύτως θεμιτά έστρεψε το ενδιαφέρον του στον «Έλληνα κύριο Άνθρωπο», ακολουθώντας αντίστροφη πορεία από αυτή του συγγραφέα: όχι από τον Αμερικανό στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Έλληνα.


Το καστ της παράστασης «Με τα Δόντια» (από αριστερά): Φωτεινή Αθερίδου, Θανάσης Δήμου, Ιωάννα Παππά, Άγγελος Μπούρας, Ιωάννα Μαυρέα και Αντίνοος Αλμπάνης

Εκμεταλλευόμενος το χαρακτήρα του ίδιου του έργου, ο Γιάννης Μόσχος πήρε πολλές ελευθερίες διασκευάζοντάς το για την προσωπική του έμπνευση, τόσο όσον αφορά την επέμβαση στο κείμενο όσο και τη σκηνική ανάγνωση, διογκώνοντας ακόμη περισσότερο τους ήρωες, που φτάνουν να θυμίζουν καρικατούρες, και κάνοντας μεγάλη χρήση της μεταθεατρικότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια σπαρταριστή, απολύτως απενοχοποιημένη κωμωδία με υψηλή ενέργεια και φρενήρεις ρυθμούς· ένα σκηνικό δημιούργημα στο όριο της υπερβολής και του κιτς, που όμως δεν ξεπέφτει αισθητικά, χάρη τόσο στη σκηνοθετική ικανότητα όσο και στους ηθοποιούς, που υποστηρίζουν την όλη προσπάθεια με το απαραίτητο ταλέντο και τη δέουσα σοβαρότητα (γιατί η επί σκηνής γελοιότητα, μόνο αν υπηρετηθεί σοβαρά, δεν ξεφτιλίζεται). Και κάτι ακόμη: το αβίαστο χιούμορ της παράστασης δεν εμποδίζει την ανάδυση της ειρωνείας, της κριτικής ματιάς του σκηνοθέτη πάνω στα ελαττώματα των ηρώων του. Αν ο Ουάιλντερ διατήρησε τελικά την πίστη του στον άνθρωπο και στις κατακτήσεις της πνευματικής του διανόησης, η οικογένεια Ανθρώπου του Γιάννη Μόσχου έχει χάσει μάλλον προ πολλού την ευκαιρία της πνευματικής λύτρωσης.

Οι Blitz με τη σειρά τους, στηριζόμενοι στον Τσέχωφ και το ομώνυμο έργο του, δημιούργησαν το «Vanya. Δέκα χρόνια μετά», μια δουλειά που διακρίνεται ως ό,τι πιο κοντινό στην ενασχόληση με θεατρικό έργο μέσα στη δεκάχρονη πορεία τους ως devised theatre group. Και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί καθόλου τυχαία η επιλογή του Τσέχωφ ως δραματουργική αφορμή για την «επέτειο» αυτών των δέκα χρόνων· γιατί στα δικά του έργα ο χρόνος -και οι αλλαγές που φέρνει ή δεν φέρνει- δεν είναι απλώς ένα σταθερό θεματικό μοτίβο αλλά αποκτάει σχεδόν σκηνική υπόσταση.

Ο «Vanya» των Blitz παίρνει το λόγο από εκεί που σταματάει το πρωτότυπο και αναδιαπραγματεύεται τα βασικά θέματά του: έρωτα, χρόνο, δράση/αδράνεια. Μόνο που η δική τους εκδοχή προσφέρει μια πικρή αντιστροφή, ένα ειρωνικό κοίταγμα στη φωτεινή ελπίδα που φέρουν οι ήρωες του Τσέχωφ μέσα τους (έστω κι αν αυτή η ελπίδα είναι στείρα, καθώς περισσότερο δικαιολογεί την αδράνειά τους παρά τους υποκινεί σε δράση). Η πίστη στις επόμενες γενιές, το τι μέλλει να έρθει μετά από εμάς, η αφοσίωση στη δουλειά ως όχημα για ένα καλύτερο μέλλον φωτίζονται μέσα από τη διαπίστωση ότι δεν γίναμε σοφότεροι, ούτε καλύτεροι με το πέρας του χρόνου.

Η πρότασή τους, αναμενόμενα, δεν ακολουθεί την πλοκή του έργου – ούτε δημιουργεί μια νέα. Τρεις ηθοποιοί δανείζονται τα λόγια του Βάνια, της Σόνιας, της Έλενας και του Αστρώφ και, μαζί με άλλα κείμενα (που όχι από άποψη περιεχομένου αλλά αισθητικής πρόσληψης υστερούν, κατ’ εμέ, σε σύγκριση με την τσεχωφική πρώτη ύλη), δημιουργούν ένα σκηνικό σύμπαν γεμάτο «ασήμαντες» δράσεις και παράλληλους μονολόγους. Οι ήρωες των Blitz είναι κι αυτοί μοναχικοί, ελαφρώς «αστείοι» μες στην τραγικότητά τους, επιδίδονται ακατάπαυστα στη φλυαρία περισσότερο για να μιλήσουν παρά για να ακουστούν (μονάχα 2-3 σκηνές -όχι τυχαία μεταξύ της Έλενας και του Βάνια- είναι διαλογικές), γεμίζουν το χρόνο τους με συνεχή σκηνική δραστηριότητα, που διακόπτεται από αντίστοιχα διαστήματα αδράνειας: οι Blitz δεν φοβούνται να αφήσουν άδεια τη σκηνή για αξιοσημείωτο χρόνο. Άραγε, η δική τους εκδοχή για τις τσεχωφικές παύσεις;


Το καστ της παράστασης «Vanya. Δέκα χρόνια μετά» (από αριστερά): Χρήστος Πασσαλής, Γιώργος Βαλαής και Αγγελική Παπούλια

Το αποτέλεσμα -ίσως όχι χωρίς τα μικροπροβλήματα μιας devised παράστασης όσον αφορά τη συνοχή της σκηνικής δράσης- είναι μια παράσταση με γοητευτική επιδραστική δύναμη (χάρη και στην όψη και τη μουσική) που μεταφέρει ευδιάκριτα την αγωνία του ανθρώπου/καλλιτέχνη για την πορεία του κόσμου και τη θέση του μέσα σε αυτόν.

Αν και εντελώς διαφορετικού ύφους οι παραστάσεις, διαπνέονται ίσως από το ίδιο ερωτηματικό: υπάρχει άραγε κάτι που μπορεί να περισώσει την ανθρώπινη τιμή μας; Δεν νομίζω ότι καμία από τις δύο δίνει απαντήσεις, αλλά είναι καλό που θέτουν τα ερωτήματα.

Info: Η παράσταση «Με τα Δόντια» ανεβαίνει μέχρι τις 12 Ιανουαρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και το «Vanya. Δέκα χρόνια μετά» μέχρι τις 25 Ιανουαρίου στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.