“Black Stone” του Σπύρου Ιακωβίδη: To ευφορικό μίξερ

Όχι άλλο βάρος

To “Black Stone” ξεκινάει σαν να θέλει να μιλήσει για το ελληνικό Δημόσιο και τους δημοσίους υπαλλήλους, με εικόνες που κάτι μας θυμίζουν, είτε επειδή τις έχουμε συναντήσει στην πράξη είτε επειδή ανταποκρίνονται σε ένα πολύ δυνατό στερεότυπο, και παραθέτοντας αριθμούς και δεδομένα που εφόσον υποτεθεί ότι ισχύουν (και το εφόσον εδώ έχει τη σημασία του) είναι τουλάχιστον εντυπωσιακά, με έναν τρόπο που νομίζεις ότι βρισκόμαστε στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, το Μνημόνιο έχει μόλις έρθει και όλοι προσπαθούν να βρουν τις «παθογένειες» που οδήγησαν ένα κράτος στη χρεοκοπία. 

Ευτυχώς όμως, αλλάζει αμέσως ρότα, όπως και οι κινηματογραφιστές του mockumentary που θα παρακολουθήσουμε. Για να μην παρεξηγούμαι, το «ευτυχώς» της αλλαγής της ρότας είναι υποκειμενικό και ιδεολογικό, αφού προφανώς και ένα “Τhe Οffice” με όρους ελληνικού Δημοσίου θα ήταν απολαυστικό. Εν πάση περιπτώσει, το διμελές συνεργείο που κάνει ντοκιμαντέρ για τους δημοσίους υπαλλήλους πέφτει πάνω στην περίπτωση του Πάνου, ενός υπαλλήλου του ΟΑΕΔ, ο οποίος μια μέρα εξαφανίζεται από τη δουλειά του αφήνοντας κυριολεκτικά πίσω του μια μαύρη πέτρα πάνω στο γραφείο του. Κι όπως όλα δείχνουν, ο λόγος της εξαφάνισής του δεν είναι τόσο μυστηριώδης: μάλλον το έσκασε, γιατί έχει παίξει κατάχρηση, λαμογιά και τσέπωμα χρημάτων μέσω μαϊμού επιδομάτων.

Το συνεργείο και εμείς μαζί του μπαίνουμε στο σπίτι του, στο πατρικό του στο οποίο ακόμα μένει, ή για την ακρίβεια έμενε μέχρι την εξαφάνισή του. Η κυρία Χαρούλα ανοίγει την πόρτα και το υποδέχεται. Νομίζει ότι είναι από την τηλεόραση και ότι, αναδεικνύοντας το θέμα τηλεοπτικά, θα τη βοηθήσουν να βρει τον γιο της. Η κυρία Χαρούλα ζούσε με τον Πάνο και τον μικρότερο γιο της (γύρω στα τριάντα) τον Λευτέρη. Που ζει σε καροτσάκι. Ο άντρας της έχει πεθάνει χρόνια, αλλά είναι παρών μέσα από φωτογραφίες σε κορνίζες και από διηγήσεις της. Έκτοτε προσωπική ζωή οποιουδήποτε τύπου δεν έχει, όλη της η ζωή είναι αφιερωμένη στη φροντίδα του μικρού της γιου. Τώρα έχει το βάρος και μαζί την ευκαιρία να διπλασιάσει το άγχος της, τους ρόλους της, τη φροντίδα της, τώρα αφιερώνεται και στην προσπάθεια ανεύρεσης του μεγάλου. Που είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου και που αποκλείεται να έχει κάνει όσα τον κατηγορούν. Και που πού θα πάει θα τηλεφωνήσει, θα ενημερώσει, δεν γίνεται να εξαφανίστηκε έτσι από την οικογένειά του χωρίς ειδοποίηση κι εξήγηση καμία.

Κι ενώ έχουμε φύγει από το Δημόσιο κι ενώ μέσω της προσπάθειας ανεύρεσης του χαμένου γιου, έχουμε γίνει κοινωνοί της καθημερινότητας της ζωής ενός ανθρώπου σε αμαξίδιο και του ανθρώπου που ζει μαζί του και τον βοηθάει, η εικόνα θα ανοίξει περισσότερο, καθώς θα αρχίσει να συμμετέχει όλο και περισσότερο στις έρευνες αλλά και στην καθημερινότητα της οικογένειας ο Μιχάλης, ένας Αφροέλληνας ταξιτζής. Και ο Σπύρος Ιακωβίδης βάζοντας στο μίξερ, πρώτον τη φιγούρα της Ελληνίδας μάνας, δεύτερον το πόσο ακόμα μεγάλη μερίδα Ελληνοελλήνων δεν είναι εξοικειωμένη με τους Αφροέληνες, αντιμετωπίζοντάς τους είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι αμήχανα ως ρατσιστικά και τρίτον κατεξοχήν τη δυσκολία και το ζόρι του να μην μπορείς να κινηθείς παρά μόνο με αναπηρικό αμαξίδιο, φέρει σε πέρας με επιτυχία την πιο δύσκολη άσκηση ισορροπίας: και σκηνές που γελάς με την καρδιά σου υπάρχουν, αλλά και έρχεσαι -όσο αυτό είναι εφικτό βέβαια- στη θέση ενός Ατόμου με Αναπηρία και του συγγενή του που τον βοηθά να κάνει όσα δεν μπορεί μόνο του. 

Eίναι λοιπόν βασικό προσόν του “Black Stone” ότι φεύγοντας από την ταινία και έχεις γελάσει και έχεις γίνει λιγότερο ξένος με τις συνθήκες ζωής ενός ατόμου με αναπηρία, συνθήκες που προφανώς πρώτα και κύρια έχουν να κάνουν με αυτή καθαυτή την αναπηρία, αλλά που επίσης σε εντελώς καταλυτικό βαθμό εξαρτώνται και από το πόσο η κοινωνία κάνει την καθημερινότητά σου πιο εύκολη ή πιο δύσκολη. 

Ο Ιακωβίδης δεν θα φοβηθεί τις αναφορές και τις συγκρίσεις, ξέρει ότι με έναν τρόπο είναι στο μυαλό όλων, σε αρκετές σκηνές ο Μιχάλης (τον οποίο υποδύεται απολαυστικά o Kevin Zans Ansong, δηλαδή ο Νέγρος του Μοριά) εμφανίζεται φορώντας φανέλα Αντετοκούνμπο των Bucks. Aλλά, εκτός από τις κοινωνιολογικές, δεν θα φοβηθεί και τις κινηματογραφικές αναφορές, αφού κάποια στιγμή θα βρεθούμε σε ένα ξενοδοχείο στην Κινέττα (ο τίτλος της παρθενικής ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου). Είναι ωραίο οι ταινίες να κλείνουν το μάτι σε άλλες ταινίες, έστω και αν δεν έχουν άλλες αισθητικές συγγένειες, αν και εδώ που τα λέμε ελληνική ταινία που να μην μιλά για την ελληνική οικογένεια είναι δύσκολο να υπάρξει, κι ο Λάνθιμος πρόλαβε να το κάνει με τον πλέον εμβληματικό τρόπο στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά.

Κι αν είναι να μιλάμε για μείζονες Έλληνες σκηνοθέτες και ο Γιάννης Οικονομίδης στις δικές του οικογένειες, τόσο στο «Σπιρτόκουτο» (όπου έπαιζε πάλι η Ελένη Κοκκίδου) και στην «Ψυχή στο Στόμα», νιώθει την ανάγκη να χωρέσει (αν και βέβαια με πολύ πιο σκοτεινούς και σκληρούς όρους) τη συνθήκη προστασίας – φροντίδας συγγενούς με προβλήματα. Αν πάντως υπάρχει μια αυθεντική συγγένεια του “Blak Stone”, αυτή κατά τη γνώμη μου έχει να κάνει με το σινεμά του Πάνου Κούτρα και αναφέρομαι στον τρόπο που τελειώνουν οι δικές του ταινίες, στον τρόπο που ανοίγει τη δική του ματιά και δίνει το δικό του συμπεριληπτικό και μη τυπικό ορισμό στην έννοια της οικογένειας, στον τρόπο που τελικά γιορτάζει αυτές τις διευρυμένες οικογένειες του. 

Εκείνο που τελικά με κέρδισε περισσότερο στο “Βlack Stone” συνοψίζεται στον μη ελληνικό ιδιωματισμό της έκφρασης “no bullshit”. Δεν υπάρχει επιτήδευση, δεν υπάρχει πόζα, δεν υπάρχουν φύκια που προσπαθούν να πωληθούν ως μεταξωτές κορδέλες. Ό,τι βλέπεις, το παίρνεις. Ως λαός και σίγουρα ως μερίδα του λαού που θέλει να παράγει τέχνη, κουβαλάμε ιδιοσυγκρασιακά το βάρος. Θεωρούμε μάλλον ότι τέχνη παράγεται μόνο μέσω αυτού, ότι δίχως βάρος και σοβαροφάνεια δεν μπορεί να είναι σημαντικό το έργο μας. Ο Ιακωβίδης προς στιγμήν και μόνο δείχνει να μη βολεύεται με τη φόρμα της -μαύρης έστω- κωμωδίας και να έχει την ανάγκη να δείξει σοβαρός και βαρύς και πένθιμος, σαν να ήταν κακό που γελούσαμε τόση ώρα. Ευτυχώς (και αυτή τη φορά, δεν θα βάλω κανένα αστερίσκο στο «ευτυχώς») αποφεύγει κι αυτή τη σκόπελο και οδηγεί τελικά την ταινία του σε ατμόσφαιρες τρυφερές και φωτεινές. 

Από εκεί και πέρα, αν θέλει να το ψειρίσει κανείς, ή μάλλον και χωρίς καν ψείρισμα, θα βρει πράγματα που σεναριακά πάσχουν. Αλλά μάλλον ισχύει πολύ ευρύτερα αυτό. Στο -εντελώς δικαίως- χιλιοτραγουδισμένο “Succession” μπορούμε να βρούμε σεναριακούς ελέφαντες στο δωμάτιο. Στο “Master Gardener” που προβάλλεται επίσης αυτή την εβδομάδα, με μία από τις πιο βαριές σεναριακές υπογραφές που υπάρχουν, την υπογραφή του Πολ Σρέιντερ, μπορούμε να βρούμε επίσης τρύπες. Δεν θέλω να πω ότι πρέπει να προσπερνάμε τα κενά, δεν θέλω να πω ότι δεν έχουν σημασία. Θέλω όμως να πω ότι πολλές φορές είμαστε ακριβοί στο πίτουρο και φτηνοί στο αλεύρι. Και συνολικά μιλώντας είναι προφανές ότι για το κούμπωμα αντίθετων στοιχείων και την ισορροπία που πετυχαίνει το “Black Stone” το σενάριο παίζει σημαντικό ρόλο. 

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μη γίνει ειδική μνεία στην παρουσία της Ελένης Κοκκίδου στον ρόλο της κυρίας Χαρούλας. Είναι απολαυστική από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της, είναι κουρδισμένη στον πιο ακριβή τόνο από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της, ανεβάζει την ταινία επίπεδο. 

Η επιλογή της εξόδου της ταινίας Ιούνη είναι καταφανώς επιτυχημένη, το “Black Stone” προσφέρεται για θερινό. Ένα χρόνο μετά τον θόρυβο που δημιούργησαν τα «Μαγνητικά Πεδία», υπάρχουν άνθρωποι που ενθουσιάστηκαν αλλά και άνθρωποι που απογοητεύτηκαν βλέποντάς τα. Με το “Βlack Stone” νομίζω ότι και ο ενθουσιασμός μπορεί να είναι μικρότερος, αλλά ταυτόχρονα δύσκολα φαντάζομαι κάποιον που θα αποχωρήσει από την προβολή απογοητευμένος. Βάζοντας τη λέξη έντιμο εντός πολλών εισαγωγικών, δεν θα ήταν έντιμο να αποχωρούσε απογοητευμένος.

Το “Βlack Stone” παίρνει πολύ καλό βαθμό σε όλα τα κουτάκια που τικάρει και μας αφήνει παρακαταθήκη τουλάχιστον δύο κινηματογραφικές φιγούρες – σημεία αναφοράς για το ελληνικό σινεμά, την κυρία Χαρούλα και τον Μιχάλη. Που θα του συγχωρήσουμε ότι ενώ είναι γέννημα θρέμμα Κυψελιώτης είναι Αεκάρα. Και που στην ατάκα του «Για φαντάσου, μαύρος δημόσιος υπάλληλος!» συνυπάρχουν ευφορικά όλων των ειδών τα στερεότυπα.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.