«Αουτσάιντερς» του Κρεγκ Γκιλέσπι: Το Μικρό Σορτάρισμα

Όταν ενώνονται οι πολλοί

Ο ελληνικός τίτλος «Αουτσάιντερς» (φέρνοντας στους αρκετά παλιότερους στο μυαλό την ταινία του Κόπολα και κυρίως τις σχετικές αφίσες της νέας τότε γενιάς του Χόλιγουντ που στόλιζαν πολλά εφηβικά δωμάτια προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80), ο πρωτότυπος τίτλος “Dumb Money”. Dumb money αποκαλούνται τα «χαζά» λεφτά των μικροεπενδυτών, οι οποίοι παίζουν μόνοι τους και χωρίς σοβαρή κατεύθυνση στο χρηματιστήριο, με την ελπίδα ότι θα βγάλουν κάτι, ενώ στο τέλος τα χρήματά τους καταλήγουν σχεδόν πάντα στα χέρια των μεγάλων ψαριών. 

Tέλη 2020 – αρχές 2021, δεύτερο κύμα κόβιντ στο φουλ του, μάσκες, εμβόλια, Ζοοm, οθόνες επί οθονών, εφαρμογές που επιτρέπουν να παίξεις στο χρηματιστήριο από το κινητό σου και φαινομενικά χωρίς προμήθεια, η Gamestop, εταιρία με καταστήματα βιντεοπαιχνιδιών που μοιάζει παρωχημένη, hedge funds που τη σορτάρουν, επενδύοντας δηλαδή λεφτά στο ότι η μετοχή της θα καταρρεύσει, μια επένδυση που δημιουργεί μόνη της περαιτέρω προϋποθέσεις για κατάρρευση, ένας μοναχικός λύκος με ψευδώνυμο Βρυχώμενο Γατάκι στο ΥouΤube και Deep Fucking Money στo reddit που από την υπόγα του σπιτιού του αρχίζει να λέει στο κοινό του διαδικτύου πόσο θεωρεί ότι διαβάζουν τις προοπτικές της Gamestop λάθος και πόσο ο ίδιος την πιστεύει, έχοντας επενδύσει όλες του τις οικονομίες σε αυτήν. Και αρχίζει να γίνεται viral, με αποτέλεσμα η μετοχή να αρχίζει να ανεβαίνει, καθώς ένα σωρό απλοί καθημερινοί άνθρωποι πείθονται και αρχίζουν και την αγοράζουν. Kι όλο αυτό δεν είναι φιξιόν, είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά. 

 

 

Και ανεξάρτητα από το πόσο σωστή ήταν η αρχική του εκτίμηση για τις προοπτικές της εταιρείας, το φαινόμενο αρχίζει να αυτονομείται: όσο πιο viral γίνεται και όσο περισσότεροι μπαίνουν στο παιχνίδι, τόσο περισσότερο αυξάνεται η αξία της μετοχής, τόσο περισσότερο και τόσο περισσότεροι βλέπουν τα λεφτά τους να αυγατίζουν. Αλλά -κι εδώ είναι η παγίδα- τα βλέπουν και δεν τα βλέπουν, με την έννοια ότι προς το παρόν είναι λογιστικά χρήματα, ότι προϋπόθεση για να βάλουν στον λογαριασμό τους το ποσό που αναγράφει η οθόνη τους, είναι να πουλήσουν τις μετοχές τους τώρα, την επόμενη στιγμή, έχοντας ήδη δει την αρχική τους επένδυση να υπεραποδίδει. Να πουλήσουν όμως ενώ τη βλέπουν να ανεβαίνει και να ανεβαίνει και να ανεβαίνει; Δεν θα χάσουν έτσι δυνητικά πολύ περισσότερα λεφτά;

Κι αν αυτό είναι ένα πάγιο δίλημμα σε τέτοιες καταστάσεις, εδώ υποτίθεται πως μπαίνει και ένα επιπρόσθετο, άλλης τάξης, καθώς η όλη φάση έχει προσλάβει ένα συμβολικό χαρακτήρα: αυτοί, οι πάρα πάρα πολύ μικροί, όταν ενώνονται και γίνονται πάρα πολλοί μικροί, αποκτούν με την ένωση των μικρών τους δυνάμεων μια συνολικά μεγάλη δύναμη, την οποία μπορούν να αντιπαρατάξουν στους εντελώς μεγάλους και για μια φορά στη ζωή τους ίσως καταφέρουν να τους γονατίσουν. Αλλά για να τους γονατίσουν θα πρέπει ακριβώς να μην αρχίσουν να πουλάνε όλοι τις μετοχές τους, γιατί ένα συσσωρευμένο κύμα πωλήσεων θα οδηγήσει στην κατάρρευση της μετοχής. Και κοιτούν όλοι τον άνθρωπο που το ξεκίνησε, τον κοιτούν να επιμένει και να μην πουλάει, παρότι αν πουλήσει τώρα θα έχει βγάλει εκατομμύρια, τον κοιτούν και εμπνέονται, τον κοιτούν και όσο κρατάει αυτός κρατούν κι εκείνοι. Αντίσταση στην ολιγαρχία; Απληστία για την επίτευξη μεγαλύτερου κέρδους; Δημοκρατία; Καπιταλισμός; Όλα μαζί; Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής; Γουολ Στριτ; Αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία; Όλα μαζί; 

 

Πριν μερικά χρόνια ο Άνταμ ΜακΚέι με το «Μεγάλο Σορτάρισμα» διηγήθηκε μεν μια εξαιρετικά καίριας σημασίας ιστορία για τις αιτίες του χρηματοοικονομικού κραχ του 2007 και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που επακολούθησε, αλλά καινοτόμησε τόσο στον τρόπο αφήγησης, έφερε τόσο φρέσκο σκηνοθετικό αέρα, που ό,τι άλλο κι αν ξεχνάς στην πορεία για την ταινία, δύσκολα ξεχνάς αυτή την αίσθηση ότι είδες κάτι νέο και διαφορετικό. Αν στο «Μεγάλο Σορτάρισμα» ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός ήταν ο μεγάλος ασθενής (και οι γιατροί που διέγνωσαν την ασθένειά του, διαχειριστές hedge funds που σορτάρουν), στους «Αουτσάιντερς» του Κρεγκ Γκιλέσπι οι διαχειριστές των hedge funds που σορτάρουν επιστρέφουν στη φυσική τους θέση και ξαναγίνονται οι κακοί, αλλά εδώ ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός μετατρέπεται σε ένα απροσδόκητο πεδίο πάλης των τάξεων.

Ψάχνω να δω τι είχα γράψει για μια προηγούμενη ταινία του Γκιλέσπι, το «Εγώ, η Τάνια», βασισμένη επίσης σε πραγματική ιστορία (της αθλήτριας Τάνια Χάρντινγκ που έδωσε εντολή να χτυπήσουν συναθλήτριά της, για να πάει αυτή στους Ολυμπιακούς). Ψάχνω να δω τι είχα γράψει και βρίσκω τι θέλω να πω και για τους «Αουτσάιντερς»:

«Σου μένει η αίσθηση ότι μολονότι προφανώς και ο Κρεγκ Γκιλέσπι έκανε πολύ καλή δουλειά, ένας άλλος σκηνοθέτης θα μπορούσε να είχε εμφυσήσει μια άλλου τύπου πνοή στην ταινία. Σκέφτομαι το “Foxcatcher” του Μπένετ Μίλερ, τον «Παλαιστή» του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, για να μην πάμε σε περιπτώσεις τύπου Σκορσέζε ή «Μαύρου Κύκνου». Για να μην παρεξηγηθώ: δεν μπορείς να προσάψεις κάποιο απτό, μεμονωμένο ελάττωμα στην ταινία κι αυτό σημαίνει ότι, ναι, έκανε όσα μπορούσε να κάνει καλά. Προσωπικά όμως μου έλειψε αυτό το κάτι παραπάνω, το εν πολλοίς μη δυνάμενο να περιγραφεί με λέξεις, αυτό το μυστηριώδες πράγμα που είναι η ματιά του μεγάλου σκηνοθέτη, την οποία όταν τη βλέπεις μπορείς να την αναγνωρίσεις, όταν δεν τη βλέπεις μπορεί να σου λείψει, αλλά και στην μία περίπτωση και την άλλη δυσκολεύεσαι να την αναλύσεις στα επιμέρους συστατικά της, αφού το σινεμά είναι μια τέχνη συνεχούς ροής εικόνων, είναι μια τέχνη ενός συνολικού αισθητικού αποτελέσματος».

 

 

Αντικαθιστώντας τις ταινίες με το «Μεγάλο Σορτάρισμα» και με το “Τhe Social Network” του Φίντσερ, ισχύουν τα ίδια και για τους «Αουτσάιντερς», με μια σημαντική όμως ακόμη επιπρόσθετη παράμετρο: αυτή του σεναρίου. Το σενάριο των “Αουτσάιντερς” βασίστηκε στο μη μυθοπλαστικό βιβλίο του Μπεν Μέζριτς, με τίτλο “Τhe Antisocial Network”. Σε αντίστοιχο μη μυθοπλαστικό βιβλίο του Μέζριτς, είχε στηριχτεί ο Άαρον Σόρκιν για το σενάριο του “Social Network”. Στους «Αουτσάιντερς» λοιπόν, εκτός από τη μεγάλη πνοή στη σκηνοθεσία λείπει και μια μεγάλη σεναριακή υπογραφή σαν του Σόρκιν στο σενάριο. Οι ήρωες παραείναι άσπροι και μαύροι, κανείς τους δεν έχει οποιαδήποτε άλλη λειτουργία πέραν του να ανήκει είτε στον απλό κόσμο (άρα στους καλούς) είτε στους μεγαλοκαρχαρίες (άρα στους κακούς), άλλες συγκρούσεις και διακυβεύματα στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, μόνο εκείνο της σύγκρουσης ανάμεσα στους πολλούς που προσπαθούν να «στριμώξουν» το σορτάρισμα των λίγων και στους λίγους που προσπαθούν να απομυζήσουν τα χαζά λεφτά των πολλών. 

Διαβάζω ότι στο «στρίμωγμα» του σορταρίσματος ενδεχομένως μπήκαν στη μέση και άλλα hedge funds, ότι δηλαδή ό,τι έγινε δεν ήταν έργο μόνο των πολλών που συνασπίστηκαν, ότι ίσως μόνοι τους δεν θα μπορούσαν, ότι ίσως τελικά το χρηματιστήριο λειτούργησε με τον τρόπο του αλληλοφαγώματος με τον οποίο πάντα λειτουργεί. Αλλά ας πούμε ότι αυτό δεν έχει τόσο σημασία και σίγουρα δεν αναιρεί το γενεσιουργό αίτιο της πριμοδότησης της μετοχής. Μεγαλύτερη σημασία έχει το ίδιο το πλαίσιο της ένωσης των δυνάμεων των πολλών: μία και μόνη επιθυμία – να σας νικήσουμε με τα δικά σας όπλα, να πιάσουμε την καλή σπεκουλάροντας, τζογάροντας, ρισκάροντας, να βγάλουμε λεφτά μέσω των λεφτών. 

 

Talia Ryder stars in Dumb Money.

 

Κακό να προσπαθείς μια φορά να τους τη φέρεις εσύ; Όχι καθόλου. Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι οποιασδήποτε φύσης ενώσεις των πολλών να παραμένουν μεμονωμένες, σπασμωδικές, ανοργάνωτες, εν τέλει αδύναμες. Το ζήτημα δηλαδή είναι ότι οι πολλοί δεν γίνεται να μην έχουν τη δύναμη, ότι θα έπρεπε να έχουν τη δύναμη, ότι τους αναλογεί η δύναμη ακριβώς επειδή είναι πολλοί. Όσο κι αν τους κάνουν το μυαλό κόσκινο, όσο κι αν από ένα σημείο και ύστερα δεν τους το επιτρέπουν δια της βίας, το γεγονός παραμένει ότι αν οι πολλοί έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς θα έβρισκαν και τη δύναμη να τα κάνουν και αλλιώς. Κι όσο δεν το βλέπουν, οι λίγοι, οι ελάχιστοι, θα τους απομυζούν. 

Παρά την έλλειψη μεγάλης σκηνοθετικής πνοής και σεναριακού πλούτου, η ταινία παρακολουθείται ευχάριστα και με ενδιαφέρον, δεν τσινάς με αυτά που βλέπεις, έχει ρυθμό, έχει ροή, έχει τον Πολ Ντέινο, μιλάει σίγουρα και για ένα θέμα με ζουμί. Οι δίδυμοι αδελφοί Γουίνκλεβος, οι κωπηλάτες αδελφοί του Social Network που πήγαν στα δικαστήρια τον Ζάκερμπεργκ, είναι εκ των executive producers της ταινίας, oι αμερικάνικες ταινίες γυρίζονται συνήθως με τα λεφτά των λίγων, επαινώντας τους πολλούς και κακολογώντας τους λίγους, ακριβώς γιατί ο μόνος τρόπος να βγάλουν λεφτά είναι να τις δουν οι πολλοί. Παρόλα αυτά κανείς δεν εμποδίζει τελικά τους πολλούς να δουν τα πράγματα αλλιώς και βλέποντας ταινίες σαν τους «Αουτσάιντερς», κάνουν ένα βλέμμα προς τη σωστή και όχι προς τη λάθος κατεύθυνση.

 

  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.