Άλκη Ζέη: Bιβλία «σταθμοί» στο πολυδαίδαλο ταξίδι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας

...Η αγνή ψυχή της Άλκης Ζέη, που έμεινε καθαρή σαν των παιδιών, επισφράγισε ότι η ανθρωπιά δεν γνωρίζει σύνορα και χρώματα και θρησκείες

«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» είναι το δεύτερο στη σειρά βιβλίο της Άλκης Ζέη κι είναι αφιερωμένο:

«Στα παιδιά μας».

Αυτή η αφιέρωση είναι το απάνθισμα όλου του έργου της, ενός έργου που ο διάσημος παιδοψυχολόγος-παιδαγωγός Τζέρομ Μπρούνερ (Jerome Seymour Bruner) χαρακτήρισε ότι είναι γραμμένο με «έντιμο τρόπο», εννοώντας ότι η συγγραφέας αφηγείται ακόμα και δυσάρεστα ιστορικά γεγονότα με παιδαγωγική ορθότητα, ειλικρίνεια και αγάπη. Ίσως αυτός ο μοναδικός της τρόπος να οφείλεται στο ότι η ίδια προσπάθησε να γράψει για τα γεγονότα της Κατοχής «μέσα από τα μάτια ενός παιδιού», όπως δήλωσε σε μία συνέντευξη της στην κρατική τηλεόραση στα 1982, εξηγώντας ότι προσπάθησε να μην είναι αυτή πίσω από τον κεντρικό της ήρωα, τον Πέτρο, με τη μέχρι τότε εμπειρία της, αλλά να «δει τα γεγονότα σαν ένα παιδί εκείνης της εποχής».

Η Άλκη Ζέη στην Οδησσό, 1963 (www.alkizei.com)

Ποιας εποχής; Το βιβλίο γράφτηκε στα 1971, τότε που η Άλκη Ζέη βρίσκονταν για δεύτερη φορά εξόριστη σε μία ξένη χώρα, τη Γαλλία, ενώ στην Ελλάδα είχε επικρατήσει η δικτατορία. Η συγγραφή του ήταν –μεταξύ σοβαρού κι αστείου- ένας «περίπατος» στα καφέ του Παρισιού, εξού και οι φίλοι της δεν τη ρωτούσαν «Σε ποιο κεφάλαιο είσαι;» αλλά «Σε ποιο καφενείο είσαι;», καθώς άλλαζε καφέ κάθε φορά που ήθελε να γράψει, γιατί ντρεπόταν να τη βλέπουν οι θαμώνες.

Μόλις το τελείωσε, το έστειλε στον Γιάννη Ρίτσο κι εκείνος το πήγε στη Νανά Καλλιανέση, την ιδρύτρια των εκδόσεων Κέδρος, η οποία ήταν φίλη της από τα χρόνια της εξορίας στη Χίο. Ήταν τα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου. Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, στα 1945, παντρεύτηκε με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατρικό συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη, που είχε ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και ο οποίος αποτέλεσε, επίσης, ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης με τη μετάφραση του έργου «Σουάνεβιτ» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν το 1942. Όταν, όμως, ξεκίνησε ο Εμφύλιος, εκείνος αμέσως έφυγε, για να μην κινδυνέψει άλλο και η Άλκη Ζέη βρέθηκε εξόριστη στη Χίο, όπου γνώρισε και τη μελλοντική της εκδότρια, με την οποία έμειναν παντοτινές φίλες.

Φίλη ήταν και με τη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία γνωρίστηκαν στο Παρίσι στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα (1967-1974). Σε μία συνέντευξη της η συγγραφέας δήλωσε: «Μια από τις πιο ωραίες μου στιγμές είναι όταν κοιμάμαι κι ονειρεύομαι τον Γιώργο (Σεβαστίκογλου) να συζητά με τη Μελίνα».

Το βιβλίο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», που εκδόθηκε πολύ μετά, στα 1987, θυμίζει εκείνη τη συντροφιά όσων βρέθηκαν τότε εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι, μακριά από την Ελλάδα, σαν κομπάρσοι της νεοελληνικής ιστορίας, να αγωνίζονται ακόμη να ονειρευτούν έναν καλύτερο κόσμο, μετά από πικρές διαψεύσεις.

Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου αναδεικνύεται μία γυναίκα, κομπάρσος σε μία ταινία με τίτλο «Το τρένο της φρίκης». Η γυναίκα αυτή πολιτικογραφήθηκε με το ψευδώνυμο «Ελένη» αλλά στη συνείδηση όλων παραμένει «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», ενός μεγάλου αγωνιστή της αριστεράς.

Το γύρισμα γίνεται σ’ ένα σταματημένο βαγόνι σιδηροδρόμου. Οι φίλοι και κομπάρσοι επιβάτες κινούνται ανάλογα με την οδηγία του σκηνοθέτη: «σκηνή – πλάνο – λήψη», η Ελένη αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη μέχρι τότε ζωή της. Στην οδηγία: «μοτέρ στοπ», η αφήγηση περνάει στο τρίτο πρόσωπο στο παρόν της παρισινής παρέας. Χαρακτηριστικό είναι, ωστόσο, ότι η κομπάρσος παραμένει στην ταινία βουβό πρόσωπο, «μιλώντας» όμως με τόλμη και βαθιά περίσκεψη μέσα από αληθινά βιώματα για μια μακρά περίοδο γεγονότων που σημάδεψαν και καθόρισαν τη νεοελληνική ιστορία, από το 1940 (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) έως και τη δεκαετία του ΄70.

Σε αυτή την τελευταία δεκαετία η Άλκη Ζέη εκδίδει, εκτός από τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου» που εκδόθηκε το 1971, άλλα 5 βιβλία. Το τρίτο από αυτά, «Κοντά στις Ράγιες», εκδόθηκε στα 1977. Πρόκειται για μυθιστόρημα βασισμένο στο έργο του Α. Μπρουστέιν «Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά». Η συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου:

«Τον τίτλο του βιβλίου κι όλη την αρχή του, τα πήρα από το πρώτο διήγημα που έγραψα σαν ήμουν δεκάξι χρονών και δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό που έβγαινε τότε, τη Νεανική Φωνή. Μιλούσε για ένα κορίτσι που κοιτούσε από το παράθυρό του τις ράγιες του τρένου, που τράβαγαν πέρα μακριά, ατέλειωτα».

Ίσως τελικά ορισμένες εμπειρίες της ζωής να είναι προμηνύματα άλλων, πιο σπουδαίων-καθοριστικών εμπειριών. Κι ίσως τελικά αυτά τα προμηνύματα να είναι άχρονα: να αφορούν και στο άμεσο μέλλον και στο κατοπινό μέλλον και στο απώτερο, πολύ μακρινό μέλλον, ευτυχώς ή δυστυχώς. Στα 1939 η Άλκη Ζέη ήταν 16 ετών. Μαθήτρια ακόμη. Έγραφε από την ηλικία των 8 ετών, οπότε ο θείος και νονός της αρραβωνιάστηκε μία κοπέλα με το «παράξενο» όνομα «Διδώ», που ήταν δημοσιογράφος και την οποία το μικρό κορίτσι θαύμαζε, όταν την έβλεπε να υπογράφει στο τέλος τα κείμενά της, γράφοντας «Διδώ Σωτηρίου». Τότε αποφάσισε: «Ωραία! Θα γράφω κι εγώ» κι άρχισε να γράφει στα σχολικά περιοδικά και να συμμετέχει παράλληλα στο κουκλοθέατρο του σχολείου, γράφοντας παρωδίες της Οδύσσειας που έφτασαν να παρακολουθούν διανοούμενοι της εποχής εκείνης, όπως ο Καραγάτσης, ο Ελύτης κι ο Σεβαστίκογλου, με τον οποίο ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν αργότερα.

Η Άλκη Ζέη με την Διδώ Σωτηρίου, 1953 (www.alkizei.com)

Στα Δεκεμβριανά του 1944 ανέβαιναν τα σκαλιά με τη Διδώ στην Πλατεία Συντάγματος, όταν ξαφνικά εκείνη την έσπρωξε σε ένα παρτέρι, για να σωθούν από τους πυροβολισμούς. Όταν άρχισε η υποχώρηση, έφυγε, κρυφά από τον πατέρα της, με ένα καρό τραπεζομάντηλο και μέσα έβαλε μόνο τις κούκλες του κουκλοθέατρου.

Ύστερα, κυνηγημένη ξανά, έβγαλε ένα διαβατήριο, που ίσχυε μόνο για την Ιταλία, όπου έμεινε από το 1952-4 περιμένοντας τη σοβιετική βίζα και μπήκε σε ένα άλλο τρένο που πήγαινε στην Τασκένδη, ταξιδεύοντας 5 νύχτες και 4 ημέρες, για να συναντήσει μετά από 6 χρόνια τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, με τον οποίο είχε μόλις παντρευτεί, όταν έφυγε κυνηγημένος για τα πολιτικά του φρονήματα.

Αποφάσισε να γράψει «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» στα χρόνια αυτής της εξορίας στην ΕΣΣΔ, η οποία κράτησε συνολικά 10 χρόνια. Είχε γεννήσει τότε και τα δύο της παιδιά, στα οποία διηγούνταν ιστορίες για το Μαλαγάρι, το πανέμορφο μέρος, όπου, ως παιδιά, με την αδελφή της έπαιζαν ξέγνοιαστα στο όμορφο νησί της Σάμου. Εκεί κατοικούσε ο αγαπημένος τους παππούς, γυμνασιάρχης και καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών, «ένας άνθρωπος που ήταν ένα πνεύμα πολύ προοδευτικό για την εποχή του». Έγραψε το βιβλίο στα χρόνια εκείνα και το εμπιστεύτηκε στον φίλο της Δημήτρη Δεσποτίδη, χωρίς ποτέ να φανταστεί την επιτυχία του.

Στη Μόσχα όλοι οι Έλληνες ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Η ίδια έχει εξομολογηθεί ότι ρώτησε κάποτε τον Ηλιού που τον αποκαλούσε «θείο Ηλία»: «Θείε Ηλία, πότε θα γυρίσουμε;» κι εκείνος της είχε απαντήσει:

«Άκου! Θα γυρίσουμε οι πρώτοι τρεις με μια άδεια. Μετά θα αρχίσουμε να φωνάζουμε “Να γυρίσουν! Να γυρίσουν!”, ώσπου θα γυρίσουν άλλοι 10 και μετά άλλοι 5 κτλ».

Πού να το φανταζόταν ότι εκείνη και τα δυο της παιδιά θα ήταν οι πρώτοι τρεις που θα επέστρεφαν το 1964 και θα έβλεπε τότε το «Καπλάνι» στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου κι έπειτα αμέσως μετά η Χούντα κι άλλο τρένο για 10 χρόνια στο Παρίσι…

Ίσως τελικά μετά από τόσα τρένα η αγνή ψυχή της Άλκης Ζέη, που έμεινε καθαρή σαν των παιδιών, επισφράγισε ότι η ανθρωπιά δεν γνωρίζει σύνορα και χρώματα και θρησκείες και θέλησε να πει αυτή τη μεγάλη αλήθεια, όπως στις σελίδες του βιβλίου «Ο ψεύτης παππούς». Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου, ο παππούς αντιμιλά στην κυρία Παναγιώτου, την ένοικο του τρίτου ορόφου που τρέμει όλη η πολυκατοικία, γιατί κατηγορεί τους Φιλιππινέζους του ισογείου ότι «τηγανίζουν και βρωμάει ψαρίλα». Της απαντά ειρωνικά: «Τα ψάρια, κυρία μου, είτε στις Φιλιππίνες, είτε στην Αθήνα, είτε στην Κυανή Ακτή, μυρίζουν το ίδιο, όταν τηγανίζονται. Αν εσείς ξέρετε κανέναν άλλον τρόπο, βέβαια και να τον προτείνετε στη γενική συνέλευση της πολυκατοικίας».

Απλά λόγια και ειλικρινή. Ειλικρινή και καθαρά, σαν την ψυχή των παιδιών που τα διαβάζουν δεκαετίες τώρα. Μακάρι να μην έφυγαν ανεπιστρεπτί οι καιροί που οι μεγάλοι δωρίζαμε βιβλία στα παιδιά, τα οποία μιλούσαν για τη ζωή, την αληθινή ζωή, με τις δίκαιες πράξεις, τις χαρές, τις όμορφες αναμνήσεις, αλλά και τις αδικίες, τις άσχημες εμπειρίες, τις απογοητεύσεις και τις λύπες. Γιατί ένα είναι βέβαιο: η ζωή τα έχει όλα. Κι όσο συνηθίζουμε τα παιδιά να βλέπουν μόνο τη μια της όψη, τόσο τα αφήνουμε εκτεθειμένα κι ανυπεράσπιστα στην άλλη. Η Άλκη Ζέη είχε δηλώσει μετά από μία επίσκεψη της σε ένα δημόσιο σχολείο ότι «αδίκως λέμε ότι τα παιδιά δε διαβάζουν. Υπάρχει ελπίδα!» Σκέφτομαι τώρα εκείνο το προμήνυμα από τις τελευταίες σελίδες του «Κοντά στις Ράγιες». Παραθέτω:

– Το χωνέψατε, βρε κορίτσια, λέει η Μάσα, πως τελειώνουμε κιόλας έναν χρόνο σχολείο!
– Μας μένουν άλλα έξι, κάνει συλλογισμένα η Έλα.
– Θα περάσουν γρήγορα, μιλάει σιγανά η Κάτια.
– Κι ύστερα, λέει η Λίντα κι απλώνει τα χέρια της και μας δείχνει κατακεί όπου τραβάνε οι μαύρες ράγιες, θα βρεθούμε εκεί πέρα φοιτητές στο Πανεπιστήμιο.

Σχολιάζω: Μακάρι τα τρένα να παίρνουν τους νέους και να τους ταξιδεύουν σε όμορφους τόπους, ποτέ ξανά σε εξορίες και στρατόπεδα, ποτέ ξανά σε ναρκοπέδια, ποτέ ξανά σε σκοτεινά τούνελ, μόνο στο φως της ελπίδας που δικαιούται κάθε ελεύθερη ύπαρξη.

«Τι όμορφα που θα’ ναι να βάζεις δυο φτερά στην πλάτη σου και να πετάς!»

Άλκη Ζέη, «Το καπλάνι της βιτρίνας»

Αναζητήστε τα βιβλία της αγαπημένης Άλκης Ζέη στο Public.gr και αφήστε το παιδί να φτιάξει το δικό του κόσμο μέσα από τις σελίδες τους

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.