Αχαρνής και Μπανταρισμένοι: Όλα 70%!

Το Κ.Θ.Β.Ε. ξεπουλάει.

Η κριτική που, επίμονα, άσκησε η στήλη σε σχέση με την μεταπολιτευτική οσμή που απέπνεαν οι φετινές επιλογές του Κ.Θ.Β.Ε. είχε τελικώς αποτέλεσμα! Το Κρατικό Θέατρο κατόρθωσε με τις δύο καλοκαιρινές του παραγωγές να συντονιστεί, επιτέλους, με τους καιρούς: οικονομική κρίση και εκπτώσεις παντός τύπου. Όλα 70% κάτω! Όλα για τον καταναλωτή! Παρακολουθώντας τους αριστοφανικούς Αχαρνής στο Θέατρο Δάσους και τους Μπανταρισμένους στη Μονή Λαζαριστών σκεφτόμουν πόσο φθηνά εκμεταλλευόμαστε ή παρερμηνεύουμε τα νοήματα λέξεων όπως λαός, λαϊκός, λαοφιλής με μοναδική συνέπεια τον χυδαίο λαϊκισμό.

Το θέατρο χρησιμοποιεί την επικαιρότητα. Δηλαδή, την εκμεταλλεύεται για να πουλήσει εισιτήρια. Όμως η κρίση, και μιλώ, κυρίως, για την ηθική και ιδεολογική και, δευτερευόντως, για την οικονομική, δεν γίνεται να αντιμετωπίζεται από το θέατρο μόνο ως επικαιρότητα. Αυτό το κάνουν επιτυχώς τα τηλεοπτικά κανάλια. Η τέχνη ακολουθεί άλλους δρόμους. Υπερβαίνει την επικαιρότητα, την επεξεργάζεται δημιουργικά και της προσδίδει καθολικότερη σημασία.

Κατάμεστο το Θέατρο Δάσους στην πρώτη παράσταση των Αχαρνέων στη Θεσσαλονίκη. Από ψηλά η πόλη υπέροχη, τα καράβια στο Θερμαϊκό φωτισμένα, ένα  φεγγάρι μαγικό. Πόσες φορές με έχει παρηγορήσει η εικόνα αυτή, αντιστάθμισμα στα καλοκαιρινά θεατρικά βασανιστήρια. Σκηνικό πλήθος, κίνηση, χρώματα. Ένα πανέμορφο, καλοφωτισμένο (Ελευθερία Ντεκώ) και απολύτως ανεκμετάλλευτο σκηνικό (Γιώργος Πάτσας). Κόσμος μπαινοβγαίνει στη σκηνή (και στις κερκίδες ανάλογη κινητικότητα). Ποιοί είναι, από πού έρχονται και τι ζητάνε άραγε; Ποιός είναι ο Δικαιόπολις, ποιός ο χορός των Αχαρνέων; Και πάλι αυτή η αίσθηση του αλλοδαπού θεατή. Δε θα ήταν υπέροχο πράγματι, αν δεν είχα την αξίωση να καταλάβω; Ούτε στο ακατάληπτο σημείωμα του κυρίου Χατζάκη βρήκα την απάντηση ούτε με τα αποπροσανατολιστικά και δύστροπα κείμενα του προγράμματος διαφωτίστηκα σε σχέση με το έργο και τις προθέσεις της παράστασης. Θέατρο περιγραφικό, τηλεοπτικής ποιότητας, δανειζόμενο το πρόσκαιρο ενδιαφέρον της επικαιρότητας, χωρίς θέση, χωρίς ποίηση, χωρίς στοχαστική διάθεση, θέατρο που συμβάλλει, τελικά, στη διάχυτη ιδεολογική σύγχυση της εποχής μας.

Ο Σταμάτης Κραουνάκης και εισιτήρια έφερε, και στην Επίδαυρο θα παίξει, και θα ακούγεται, αν αγωνιούσατε γι’ αυτό. Και ίσως με κάποια στοιχειώδη σκηνοθετική καθοδήγηση να καταλαβαίναμε και τι έλεγε, ποια ήταν τα ζητούμενα του ήρωα που υποδύεται, που οφείλονται οι αντιδράσεις και οι μεταπτώσεις του. Απλά πράγματα. Αν του δινόταν δε η απόλυτη ελευθερία διασκευής και οργάνωσης της παράστασης, ίσως να είχαμε ένα μουσικό-θεατρικό αποτέλεσμα, γνήσιας εκλαϊκευμένης οπτικής, σε προσωπικό πάντα ύφος,  με ενιαία αισθητική και ιδεολογική ταυτότητα. Αντίθετα με τη σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη βιώσαμε μια παραζάλη: λίγο προς τα αριστερά, λίγο «Ζήτω το Έθνος», λίγο μπουζουκοκατάσταση, λίγο κοινωνικός προβληματισμός, λίγο Βουτσάς, λίγο Βαλτινός, λίγο Ευαγγελινός, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και αγόρι μου, ουουου…

Στο απόγειο του λαϊκισμού το Κρατικό, με τον διευθυντή του Σωτήρη Χατζάκη σε ρόλο μέντορα, υπενθυμίζει στο κοινό την πνευματική και αγωνιστική μας καταγωγή, αγαπημένη άλλωστε συνήθεια του σκηνοθέτη, εμφανίζοντας στη σκηνή, κατά τη διάρκεια της Παράβασης, τα πορτραίτα σημαντικών ελλήνων ποιητών και αγωνιστών του ’21. Όπως αναμενόταν, η επιλογή αυτή προκάλεσε τη συγκίνηση και το χειροκρότημα αρκετών θεατών που αναγνώρισαν, προφανώς, στα πρόσωπα αυτά το ένδοξο παρελθόν τους και στο πρόσωπο του κ. Χατζάκη έναν συνεχιστή του μεγαλείου της ελληνικότητας, ηθικής και πνευματικής! Εύγε!

Μία ΚΡΙΣΗ-μη επιθεώρηση του Κ.Θ.Β.Ε., Μπαντα-ρισμένοι μας ενημερώνει η αφίσα που μας επαναφέρει στις αφίσες σχολικών εκδηλώσεων της προηγούμενης Διεύθυνσης. Η δεύτερη καλοκαιρινή απόπειρα του Κρατικού, σε αντίθεση με τη large παραγωγή των Αχαρνέων, εμφανίζεται μικρή, πτωχή και σεμνή, κατά τις απαιτήσεις των καιρών, όντας μίζερη και ανέμπνευστη στην ουσία της. Κινείται σε επιθεωρησιακά μονοπάτια, με νούμερα, τραγούδια και ουδέτερη όψη και άποψη. Ομολογώ την αδυναμία μου να συνδέσω το περιεχόμενο της παράστασης με τον τίτλο της, την αδυναμία μου να εντοπίσω έναν άξονα προβληματισμού που να συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους, αλλά, έστω, και μια στοιχειώδη αυτοτέλεια στο κάθε ένα κείμενο ξεχωριστά. Κατά τη συνήθη, τελευταία, τακτική του, το Κ.Θ.Β.Ε. απαξιώνει τους συγγραφείς. Μετά το προηγούμενο μιας κάποιας Ηλέκτρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων (συγγραφείς, μεταφραστές), οι συγγραφείς εξακολουθούν να αγνοούνται: όποιος θεατής επιθυμεί να συνδέσει αυτό που ακούει με το όνομα του συγγραφέα του αδυνατεί να το κάνει. Αναγνώρισα κάτι από Μουρσελά και Σερέφα, αν δεν κάνω λάθος, κάτι από παραποιημένο Σαίξπηρ… και μέχρι εκεί. Η παράσταση δεν επιφυλάσσει καμία έκπληξη: αντιπροσωπευτικοί νεοέλληνες (η χρόνια κακοδαιμονία της ελληνικής δραματουργίας), τύποι και τύπισσες, (ο σκυλάς, η σκυλού, η ανικανοποίητη σεξουαλικά σύζυγος, η τρελογιατρός-γκουρού, ο επιχειρηματίας-παράγοντας), ένα αναμάσημα προσώπων και καταστάσεων, έλλειψη χιούμορ, κακογουστιά, παρωχημένοι προβληματισμοί, ηθοποιοί φιλότιμοι, έρμαια ερμηνευτικών κλισέ, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, χωρίς απαιτούμενο σκηνικό εκτόπισμα, με αδυναμία απεύθυνσης (φωτεινή εξαίρεση η νεαρή Χρύσα Τουμανίδου). Η παράσταση εμπλουτίζεται με μια σειρά από πασίγνωστα τραγούδια, ασύνδετα κατά βάση, για όλα τα γούστα, από Τζίμη Πανούση μέχρι Δέσποινα Βανδή.

Είμαστε φτωχοί, μας πληροφορεί η ΚΡΙΣΗ-μη επιθεώρηση. Ναι. Σε όρεξη, όραμα, φαντασία, ταλέντο και έμπνευση. Όντως, ας επιστρέψουμε στην ποίηση κ. Χατζάκη και όχι στη μπαναλιτέ. Στην πτωτική και εκπτωτική πορεία των ημερών μία και μόνο λέξη περικλείει τις δύο βραδιές με το Κρατικό: ξεπούλημα.

Έλα να φεύγει το εμπόρευμα!

Συμπέρασμα: Μαρινέλλα, we know, Βανδή we know. Teatro we dont know!

Άντε και στη Σάσα Μπάστα! 

Α, και κάτι άλλο… Ο συμμαθητής μου πέθανε. Σε καιρό μεγάλων εκπτώσεων. Πέθανε και με παράτησε μόνο μου στο τελευταίο θρανίο, μετεξεταστέο σε όλα τα μαθήματα, ανόρεχτο για σαχλαμάρες, κριτικές και σχόλια. Για μέρες ηχούσε στα αυτιά μου το μπαστούνι του, προάγγελμα του βασιλιά, τακ, τακ, και η αγριοφωνάρα του, σκληρή, μου έλεγε: Μην κλάψεις. Δεν κλαίω, όχι γιατί το θες, αλίμονο, αλλά γιατί σου έχω θυμώσει. Χρόνια και χρόνια όταν έλεγα επίμονα, ικετεύοντας την έκρηξή σου: Ανδρέα, εγώ και εσύ θα ζήσουμε για πάντα, εσύ σιωπούσες. Σιωπούσες, που καθόλου δε το συνήθιζες, και αυτή η σιωπή σου με έκανε να το πιστεύω.  Για πάντα!

Θαύματα συμβαίνουν, τελικά, μόνο στο θέατρο και αυτά σπανίως. Μπροστά στην άθλια μετώπη της Ε.Μ.Σ. που διαφημίζει τους Αχαρνής και ενισχύει την ασχήμια αυτής πόλης πάντα αναρωτιόμουν τι της έβρισκες και την αγαπούσες τόσο θυμάμαι τα αναρίθμητα λαϊκά, ποιητικά αριστουργήματά σου και σκέφτομαι τι κρίμα που κατάντησε αυτό το θέατρο ψιλικατζίδικο.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.