64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Oι κατάμεστες αίθουσες [και οι ταινίες που είδα]

Συναντήσεις με πέντε αγνώστους σε ένα φεστιβάλ. Ο old boy γράφει για τις ταινίες που είδε στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με το Flyover να προκαλεί κυκλοφοριακή ασφυξία και την πόλη να είναι όμηρος ενός νέου έργου που μόλις ξεκίνησε, χωρίς φυσικά το Μετρό να έχει ακόμα τελειώσει. Για μας τους περαστικούς όμως η ασφυξία ήταν προσωρινή κι έτσι μόλις της ξεφύγαμε μπορέσαμε για μια ακόμη φορά να απολαύσουμε με το πόδι τη Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα να μπούμε σε ρυθμούς φεστιβάλ.

Ακολουθούν λίγα λόγια για πέντε ταινίες του, η παράθεσή τους δεν ενέχει κάποια άλλη αξιολόγηση, είναι απλά οι ταινίες που είδα, τις οποίες μάλιστα δεν είχα επιλέξει από πριν, τις οποίες είδα μην ξέροντας καν τι πάω να δω, απόφαση που σίγουρα δεν είναι η πιο σινεφίλ του κόσμου, αλλά που από την άλλη σε αποζημιώνει προσφέροντάς σου τη δυνατότητα να ανακαλύπτεις κάθε ταινία την ώρα που την παρακολουθείς, μη υποψιασμένος, μη προκατειλημμένος, χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες, έτοιμος να εκπλαγείς θετικά ή αρνητικά, ή να μην εκπλαγείς καν, έτοιμος πάντως να έρθεις σε επαφή με κάτι εντελώς άγνωστο.

[ 1 ]

«Κόκκινος Ουρανός» του Κρίστιαν Πέτζολντ

 

 

Δυο νεαροί φίλοι πηγαίνουν το καλοκαίρι σε παραθαλάσσιο οικογενειακό εξοχικό στη Γερμανία. Δεν πάνε τόσο για διακοπές, όσο για να δουλέψουν. Ο ένας θέλει να βάλει τελικές πινελιές στο χειρόγραφο του δεύτερου βιβλίου του, ο άλλος θέλει να φτιάξει πορτφόλιο για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο συγγραφέας είναι διαρκώς ξινισμένος, όλα του φταίνε, όλα τον ενοχλούν, δε θέλει να συμμετέχει σε μαστορέματα στο σπίτι, δε θέλει να πηγαίνει για μπάνιο, θέλει μόνο να δουλεύει, αλλά δεν δουλεύει ποτέ. Θα περάσουμε αρκετή ώρα παρακολουθώντας μόνο τους δύο φίλους, με τους ράθυμους ρυθμούς τους ράθυμα κινηματογραφημένους. Στην πορεία τα δύο πρόσωπα στην οθόνη μας θα γίνουν τρία, μετά τέσσερα, μετά πέντε. Και ξαφνικά. ενώ ελάχιστα πράγματα συνέβαιναν, ο Πέτζολντ κρατάει όλες τις δραματικές εξελίξεις για το τέλος. Και υπάρχει μάλλον και μια ευκολία στον τρόπο που αυτές συμβαίνουν. 

Ένα μυθιστόρημα που απορρίπτεται γιατί είναι κάπως, ένα άλλο αληθινότερο και ουσιαστικότερο που τελικά θα γραφτεί, ο «Κόκκινος Ουρανός» έρχεται με βραβεία από το Βερολίνο και θα παιχτεί σύντομα και στις ελληνικές αίθουσες, εμένα ωστόσο μου θυμίζει περισσότερο το μυθιστόρημα που θα έπρεπε να απορριφθεί. Αλλά αφού δεν απορρίφθηκε και γυρίστηκε, μπορεί κατ’ εμέ για βραβεύσεις να μην είναι, αλλά σίγουρα δεν είναι και για πέταμα. Και, αν μη τι άλλο, μας αποζημιώνει με ένα υπέροχο ποίημα που θα απαγγελθεί σε ένα τραπέζι. Πρόκειται για ένα ποίημα του Χάινριχ Χάινε (εδώ σε αγγλική μετάφραση), το οποίο μιλά για την κόρη του Σουλτάνου που κάθε σούρουπο περπατούσε σε μια ακτή και κάθε σούρουπο έβλεπε ένα νεαρό σκλάβο να στέκεται λίγο πιο πέρα και μέρα με τη μέρα να γίνεται πιο χλωμός, μέχρι που δεν άντεξε και πήγε να τον ρωτήσει το όνομά του, τη φυλή και την πατρίδα του, κι εκείνος της απάντησε ότι Μοχάμετ τον λένε, από την Υεμένη κατάγεται και στη φυλή των Άσρα ανήκει, των Άσρα που όταν αγαπούν πεθαίνουν.

 

[ 2 ]

«Άγγιγμα» της Κλαούντια Ροράριους

 

Επίσης γερμανική ταινία, με πρωταγωνιστές την Ισλανδή Ιζόλντ Χαλντορουντότιρ και τον Σταύρο Ζαφείρη (ο οποίος κέρδισε το βραβείο προσβασιμότητας), ενώ σε δεύτερους ρόλους εμφανίζονται η Αγγελική Παπούλια και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (η οποία παρεμπιπτόντως κέρδισε -εξ ημισείας- το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για το “Animal” της Σοφίας Εξάρχου, που έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που κέρδισε μετά από τριάντα χρόνια τον Χρυσό Αλέξανδρο).

Ένας παραπληγικός νέος άνδρας και μια θεόρατη νέα νοσοκόμα, νταρντάνα και υπέρβαρη. Δυο ανθρώπινα σώματα που τα βλέπεις και δεν τα συνδέεις άμεσα με τον ερωτισμό. Δυο σώματα ανθρώπων που θα συνδεθούν μεταξύ τους σεξουαλικά. Δυο άνθρωποι που η επαγγελματική συνθήκη του ενός και η συνθήκη υγείας του άλλου τους καλεί να έρθουν κοντά, θα έρθουν κοντά και με έναν άλλο τρόπο πέραν της επαγγελματικής φροντίδας. Η κάμερα καταγράφει αναλυτικά τα σώματά τους, τόσο μόνα τους όσο και το ένα δίπλα στο άλλο, καταγράφει τους ανθρώπους που φέρουν τα συγκεκριμένα σώματα, καταγράφει το μεταξύ τους και την αλληλεπίδρασή τους.

Η ταινία έχει μια αναμφίβολη δύναμη, εικονογραφεί ένα σωματικό και ψυχικό περιβάλλον που εντυπώνεται στο μυαλό, έχει αισθητική και ύφος έστω και όχι πάντα ομοιογενές, έχει μερικά πολύ δυνατά μουσικά ιντερλούδια (όπως το τραγουδι που δεν μπόρεσα να εντοπίσω αλλού στο ίντερνετ, το ακούμε όμως στο τρέιλερ και το οποίο λίγο πολύ αναρωτιέται τι μπορείς να πεις όταν όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί).

Δυστυχώς όμως, εκτός από αυτά, έχει και άλλες ένθετες σκηνές που δεν καταλαβαίνεις γιατί υπάρχουν και τι εξυπηρετούν, και κυρίως έχει μια επαναληψιμότητα, μια φλυαρία, μια έλλειψη οικονομίας που μόνο κακό της κάνουν, και είναι κρίμα που της κάνουν κακό, γιατί και η κεντρική ιδέα ενδιαφέρουσα είναι και στην οθόνη μεταφέρεται επιτυχημένα. Είναι σαν το «Άγγιγμα» να χρειαζόταν απαραίτητα επιμελητή και μεγάλο μαχαίρι.

Επιπρόσθετα πάσχει από μια αναληθοφάνεια στο πώς γίνεται οι δυο τους να ήταν τόσες ατέλειωτες ώρες ολομόναχοι, μια έξτρα αναληθοφάνεια σε ενδιάμεσες σκηνές, καθώς και μια αναληθοφάνεια στην τελική άγαρμπη σκηνή της. Παρόλα του τα αρνητικά όμως, τα θετικά υπερτερούν και κυρίως το «Άγγιγμα» έχει μια επίδραση μέσα σου που δεν μπορείς να αρνηθείς, είναι μια ταινία που κατά πάσα πιθανότητα θα θυμάσαι και θα ανακαλείς. 

 

 

[ 3 ]

«Μετά τον Χειμώνα» του Ιβάν Μπάκρατς

 

Εδώ έχουμε μια άρτια, τρυφερή και εντελώς αγαπησιάρικη ταινία από το Μαυροβούνιο. Μια ταινία που κάνει κάτι τελικά όχι και τόσο συνηθισμένο, εστιάζοντας σε ένα είδος ανθρώπινων σχέσεων που κάθε άλλο παρά την πρωτοκαθεδρία έχει στο σινεμά: στις φιλικές. Άλλες είναι οι σχέσεις που πρωταγωνιστούν συνήθως στα σενάρια, οι ερωτικές κατεξοχήν, οι σχέσεις γονέων-παιδιών, οι φιλίες έχουν κι αυτές ενίοτε τη θέση τους, αλλά όταν την έχουν είναι κυρίως μια θέση συμπληρωματική, μια θέση δευτερεύουσα στην κύρια ιστορία. Ίσως ακριβώς επειδή οι φιλίες εκ φύσεως δεν είναι των τόσων εντάσεων, των τόσων εξάρσεων, των τόσων κορυφώσεων και του τόσου δράματος, ίσως ακριβώς επειδή οι φιλίες  λειτουργούν εκ φύσεως πολύ πιο σπάνια ως πεδίο συγκρούσεων, ίσως ακριβώς επειδή το να αγαπάς τον φίλο σου και τη φίλη σου έχει πολύ λιγότερη τριβή με το τραύμα από ό,τι η ερωτική ή η συγγενική αγάπη. 

Πέντε παιδικοί φίλοι από ένα όχι και τόσο τουριστικό μέρος του Μαυροβουνίου, έχουν φύγει, ζουν πια αλλού, δυο φίλες συγκατοικούν στο παραθαλάσσιο Κότορ, δυο φίλοι συγκατοικούν στο Βελιγράδι, η πέμπτη φίλη ζει στο Νόβι Σαντ. Ταίρια θα μπουν και θα βγουν απ’ τις ζωές τους, προκαλώντας ανακατατάξεις στις σχέσεις τους και τις συγκατοικήσεις τους. Ο χειμώνας του πολέμου έχει τελειώσει, αλλά η σκιά του δεν έχει ακόμα φύγει εντελώς, τα εγκλήματα της γενιάς των γονιών τους περιφέρονται ως φαντάσματα για τα οποία όλοι προτιμούν να μη μιλούν. Μακάρι να μπορεί να γυριστεί μια παρόμοια ταινία στη Γάζα μετά από 25 χρόνια. Μια ταινία στην οποία ο πόλεμος να είναι μόνο ένα εγκληματικό φάντασμα, ώστε οι νέοι να ασχολούνται με τη νεότητά τους και τις σχέσεις τους και τη φάση τους και τα προβλήματα της ειρηνικής περιόδου.

Ένας φίλος και μια φίλη ξεκινάνε να κάνουν έρωτα. Είναι ακόμα στα προκαταρκτικά, είναι φουλ παθιασμένοι, ξαφνικά εκείνη τον κοιτάει και παρατηρεί το πάθος του, της φαίνεται αστείο, βάζει τα γέλια, γελάει κι εκείνος, σταματάνε, κοιμούνται κουλουριασμένοι. Ακόμα κι αν δεν σταματούσαν, ακόμα κι αν δεν τους φαινόταν αστείο, η κύρια φάση της σχέσης τους είναι άλλη, η αγκαλιά με την οποία τους παίρνει ο ύπνος είναι άλλων συστατικών. Φιλία λοιπόν είναι το συγκεκριμένο γέλιο πριν τη συγκεκριμένη αγκαλιά, φιλία είναι η φίλη που σκουπίζει με μωρομάντηλα τα κάτουρα της φίλης στο δοκιμαστήριο, φιλία είναι ο φίλος που κρατά τον φίλο του όταν μεθυσμένος ξερνά σε μια τουαλέτα, φιλία είναι να είσαι πολύ χαρούμενη που η συγκάτοικός σου γνώρισε κάποιον και τώρα ζει μαζί του, αλλά ταυτόχρονα -χωρίς να σε βλέπει- να κλαις για αυτό που πια δεν μπορείς να έχεις μαζί της, γιατί πρέπει να μάθεις να ζεις χωρίς κάτι τόσο δομικό και πολύτιμο. Είπα πόσο μου άρεσε το «Μετά το Χειμώνα»; Να το ξαναπώ.

 

[ 4 ]

«Η Αμετάβλητη Εικόνα» της Λάουρα Φερές

 

 

Tαινία από την Ισπανία, αλλά όχι στα ισπανικά, στα καταλάνικα, άρα ας πούμε ταινία από την Καταλονία της Ισπανίας. Ένα μικρότερο σε διάρκεια πρώτο μέρος διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σε ένα μικρό χωριό. Οικογενειακή φωτογραφία. Μαμά και δωδεκάχρονη κόρη. H εικόνα του πατέρα θα προστεθεί τεχνητά από πάνω τους. Ο πατέρας απών, στα χρόνια του Φράνκο υπήρχαν εξαφανισμένοι που δεν θάφτηκαν κανονικά ποτέ, μπορεί να βρίσκονται κάτω από το δέντρο που τώρα παίζει η κόρη με τη φίλη της. Η κόρη που θα γίνει με τη σειρά της μάνα τόσο μικρή. Ο πατέρας ξανά απών, απών έστω και από εικόνες φωτογραφιών. Σειρά και της κόρης – μητέρας να εξαφανιστεί. Η φυγή της, η ανεξαρτησία της, ο τρόπος της. Στο χωριό θα μείνει το μωρό, η γιαγιά και διαφημιστικά ασπιρινών της Βayern με την εικόνα της Παναγίας, καθώς ο Θεός των Καθολικών και ο Θεός της ελεύθερης αγοράς μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και τα λόγκο τους για το κοινό καλό. 

Μεταφερόμαστε στο σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα και σε μεγάλη πόλη. Το έντονα εικαστικό πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σε ένα δεύτερο, με διαφορετικό αισθητικό αποτύπωμα, πιο γήινο, πιο γειωμένο, πιο απομαγεμένο. Η Κάρμεν είναι πενήντα χρονών, δουλεύει σε διαφημιστική. Συγγενείς που κλαίνε δίπλα σε ένα φέρετρο. Είναι διαφήμιση για το κάπνισμα που σκοτώνει. Ο επόμενος πελάτης πολιτικός. Η «αλλαγή» η πιο χρησιμοποιημένη λέξη σε πολιτικές καμπάνιες. Και πάντα πιάνει, πάντα φαντάζει καίρια και φρέσκια, πάντα υπάρχει ανάγκη για αλλαγή. Για να εκφραστεί η ανάγκη για αλλαγή πρέπει να βρεθούν στην καμπάνια πρόσωπα απλών πολιτών που θα μοιάζουν αυθεντικά. Αλλά που να μην ξεπερνούν και ένα όριο αυθεντικότητας, ώστε να μην μεταδώσουν κάτι ανησυχητικό. Η σταθερά των χωρισμών στη φύση. Οι άνθρωποι που μοιάζουν είτε με σκυλιά είτε με πουλιά. Τα πρόσωπα που κατασκευάζει η τεχνητή νοημοσύνη, τα πρόσωπα που δεν αντιστοιχούν σε ανθρώπους. Το αυθεντικό πρόσωπο που θα βρει η Κάρμεν. Η συνάντηση των δύο προσώπων.

Η Λάουρα Φερές έχει ταλέντο που φωνάζει, η «Αμετάβλητη Εικόνα» είναι γεμάτη ζωντανές ιδέες και σπινθηροβόλο πνεύμα, ένα πνεύμα που ενώ φλερτάρει με την ειρωνεία και το παιχνίδι, τελικά παραδίδεται στην τρυφερότητα και τη συγκίνηση.   

 

[ 5 ]

«Ας Έπεφτα σε Χειμερία Νάρκη» της Ζολγιαργκάλ Πουρεβντάς

 

Η πρώτη συμμετοχή της Μογγολίας στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών. Η ιστορία ενός έφηβου που καλείται να παίξει ένα ρόλο που δεν του αναλογεί. Ο πατέρας νεκρός, η μητέρα αλκοολική, έχει τρία μικρότερα αδέλφια, καλείται να ανταποκριθεί στο σχολείο, όπου διαπρέπει στη φυσική και έχει προοπτικές και όνειρα για υποτροφία στο εξωτερικό, αλλά και να βρει λεφτά για να έχει ο ίδιος και τα μικρότερα αδέλφια του φαγητό και κάρβουνο για να μην παγώσουν από το κρύο στη γιούρτα τους που βρίσκεται στους πρόποδες της πρωτεύουσας. 

Γυρισμένο με αυτοπεποίθηση και τρόπο στέρεο, δεν ανακαλύπτει την Αμερική αφηγηματικά ή καλλιτεχνικά, μας βοηθάει όμως να ανακαλύψουμε εμείς έναν κόσμο εν πολλοίς άγνωστο. Η Πουρεβντάς δεν ντρέπεται να μας πει μια ιστορία τόσο παλιακή και μας τη λέει καλά, κάνοντάς μας να συνδεθούμε με τον ήρωα και αποφεύγοντας επιμελώς παρά τη θεματολογία την εκτροπή στο μελό. Προσπαθώ να σκεφτώ αν το γεγονός ότι το «Ας Έπεφτα σε Χειμερία Νάρκη» μου άρεσε, κρύβει μια συγκατάβαση και ένα είδος υποσυνείδητου ρατσισμού. Νομίζω και ταυτόχρονα ελπίζω πως όχι. Δεν προσπάθησα να μου αρέσει, δεν έκανα τα στραβά μάτια για να μου αρέσει, στο περιβάλλον που τοποθετείται η ιστορία, το υψωμένο φρύδι θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου. 

 

 

Δυο γερμανικές ταινίες, μια από το Μαυροβούνιο, μια στα καταλανικά, μια από τη Μογγολία, όλες σε αίθουσες κατάμεστες. Υπάρχει ακόμα κινηματογραφικό κοινό, υπάρχει ακόμα δίψα για την εμπειρία της αίθουσας. Κι ακόμα κι αν έχουν ειπωθεί με έναν τρόπο όλες οι ιστορίες, όπως λέει το τραγούδι από το «Άγγιγμα», ταυτόχρονα σαφώς και δεν έχουν. Και ο συναισθηματικός πυρήνας θα είναι πάντα εκεί, το διακύβευμα θα είναι πάντα εκεί. Είτε πρόκειται για τη ρομαντική ιστορία δυο κανονικών (σε εισαγωγικά ο όρος) ανθρώπων, είτε δύο διαφορετικών κορμιών, είτε για τη σχέση φιλίας πέντε νέων, είτε για τη σχέση μιας μάνας με μια κόρη, είτε για τη σχέση ενός εφήβου με την οικογένειά του. Η δίψα υπάρχει, οι καλές ταινίες υπάρχουν, χρειάζεται να βρεθεί ο τρόπος να επανέλθουν συστηματικότερα οι άνθρωποι στις αίθουσες, όχι μόνο στα φεστιβάλ, όχι κατ΄εξαίρεση.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.