20 χρόνια Οικονομίδης: H αντιστροφή;

Από την ασφυξία στην ευφορία; Τι συμβαίνει με τη γενικότερη πρόσληψη του έργου του Οικονομίδη στην πορεία της τελευταίας εικοσαετίας.

Eίδα πριν λίγες μέρες το «Σπιρτόκουτο: Τhe Musical», τη διασκευή της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, σε σκηνοθεσία και στίχους του Γιάννη Νιάρρου, μουσική των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, λιμπρέτο των Γιάννη Οικονομίδη και Δώρη Αυγερινόπουλου. Η παράσταση μου άρεσε εντελώς πολύ, αλλά δεν έχω ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να την αναλύσω, γιατί κάθε άλλο παρά ειδικός είμαι, τόσο στο μουσικό σκέλος, όσο και στο θεατρικό.

Με αφορμή όμως την ατόφια ευφορία που βίωσα, με αυτή την αρκετά ως πολύ πιστή διασκευή σε μιούζικαλ ενός κινηματογραφικού έργου που προκαλούσε -και εξακολουθεί να προκαλεί (;)- ατόφια ασφυξία, θέλω να σταθώ σε ένα γενικότερο ερώτημα, που βρίσκω ενδιαφέρον: πώς μπορεί κάτι τόσο ζοφερό να είναι μαζί και τόσο κωμικό, τι συμβαίνει με τη γενικότερη πρόσληψη του έργου του Οικονομίδη στην πορεία της τελευταίας εικοσαετίας, τι συμβαίνει με την ελληνική πραγματικότητα αλλά και με κάθε πραγματικότητα, πώς γίνεται ο κόσμος που ζούμε να είναι τόσο σκοτεινός και ταυτόχρονα τόσο αστείος; Ή μάλλον όχι πώς γίνεται· γίνεται, ή μήπως αρχικά γελώντας με τη λεκτική βία και τώρα πια μελοποιώντας την και τραγουδώντας την, αντί να τη βάζουμε απέναντί μας, την κανονικοποιούμε δήθεν σαρκάζοντάς την;   

©Andreas Simopoulos
©Andreas Simopoulos

Το 2003, όταν οι περισσότεροι ζούσαμε τον μύθο μας στην Ολυμπιακή Ελλάδα, το «Σπιρτόκουτο» πέταξε στα μούτρα μας μια Ελλάδα που μας αιφνιδίασε, μας σόκαρε, μας τρόμαξε, μια Ελλάδα που θεωρήσαμε ότι δεν μπορεί να είναι έτσι, μια Ελλάδα που σίγουρα δεν μπορεί να είναι τόσο άγρια. Με τις υπόλοιπες ταινίες, τη «Ψυχή στο Στόμα», τον «Μαχαιροβγάλτη», το «Μικρό Ψάρι», αλλά και το θεατρικό «Στέλλα Κοιμήσου», η αγριότητα και το σκοτάδι βάθυναν, πλάτυναν, εμπεδώθηκαν. Ο κόσμος του Οικονομίδη δεν είχε αποτυπωθεί ποτέ πριν με τον δικό του τρόπο και από τη στιγμή που αποτυπώθηκε, η ακρίβεια του τρόπου του είχε κάτι το αδιαπραγμάτευτα προσωπικό: ούτε μπορεί να κοπιαριστεί από άλλους χωρίς να φτάσουμε σε γκροτέσκο αποτελέσματα, ούτε υπάρχει περίπτωση να δεις κάτι δικό του και να μην αναγνωρίσεις ότι είναι δικό του.

Ταυτόχρονα αυτό το τόσο δικό του δεν είναι βγαλμένο ούτε από το κεφάλι του, ούτε από εφιάλτες του, ούτε από καλλιτεχνικές ενδοσκοπήσεις, αντίθετα αντανακλά και μεταγράφει καλλιτεχνικά πλευρές της πραγματικότητας, οι οποίες ήταν πάντα παρούσες, αλλά αν μας ήταν σε ένα βαθμό αόρατες ήταν επειδή δεν είχε βρεθεί ο δημιουργός εκείνος που θα τις καθιστούσε ορατές, αν ήταν σε ένα βαθμό απωθημένες, ο Οικονομίδης ήρθε, τις έβαλε σε πρώτο πλάνο, φρόντισε να ανεβάσει την ένταση των ήχων και των καταστάσεων στη διαπασών, κι έτσι τώρα ο κόσμος του -η συγκεκριμένη πλευρά της πραγματικότητας μέσα από το βλέμμα του- αποτελεί τμήμα της συλλογικής πρόσληψης του έξω κόσμου, του μέρους του έξω κόσμου που είναι η Ελλάδα.

Αρχές του 2020, κι ενώ έχουμε όλοι μας συνειδητοποιήσει πόσο πολύ Οικονομίδη έχει η Ελλάδα μέσα της, ο ίδιος παρουσιάζει με την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» μια ταινία με την οποία το κοινό ξεκαρδίζεται στις αίθουσες και μετά τα θερινά γιατί μεσολάβησε η πρώτη καραντίνα. Τέλη του 2022 είναι σαν να πηγαίνουμε ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, με τη διασκευή του Σπιρτόκουτου σε μιούζικαλ. Κι αν προσωπικά είχα αρκετές ενστάσεις με τη «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ακριβώς γιατί ήθελε να είναι και κωμωδία και Οικονομίδης, πετυχαίνοντας μόνο στο πρώτο σκέλος, με το «Σπιρτόκουτο: The Musical» δεν έχω καμία, γιατί εδώ δεν έγινε προσπάθεια για ένα μικτό είδος που θα κρατούσε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αλλά για ένα καθαρό μιούζικαλ, το οποίο πέτυχε να είναι την ίδια ώρα και καθαρός ή περίπου καθαρός Οικονομίδης. Αλλά ναι, το ζήτημα παραμένει: Πώς γίνεται αυτό; Τι έχει συμβεί;

Το 2007 που είχε βγει στα σινεμά η «Ψυχή στο Στόμα» είχε παίξει η τηλεόραση το «Σπιρτόκουτο» και τα είχα δει μαζί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Είχα γράψει τότε πως «η γλώσσα του Σπιρτόκουτου και της Ψυχής είναι γλώσσα που χαίρεσαι να την ακούς, γιατί ακριβώς είναι γλώσσα αληθινή και αυθεντική, γλώσσα που στερείται μεν κάθε καλλιέπειας και ωραιότητας, χωρίς όμως να έχουμε να κάνουμε με απλά μπινελίκια. Έχουμε να κάνουμε με μπινελίκια που σχεδόν ραπάρονται, που επαναλαμβάνονται με μουσικότητα φτιάχνοντας τη Μεγάλη Συμφωνία των Βωμολοχιών. Κάθε διάλογος αρχίζει και τελειώνει εκεί που πρέπει, διαρκεί όσο πρέπει, οι βρισιές λέγονται με τον τονισμό των συλλαβών που τους πρέπει. Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, ο Οικονομίδης φτάνει σχεδόν στο στυλιζάρισμα των βρισιών, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η αίσθηση της αυθεντικότητας: είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλους τους υπόλοιπους ήχους της καθημερινότητας και να έχει αυξηθεί η ένταση του προφορικού λόγου, του λόγου του σπαρμένου με τους πούτσους, τα γαμάω και τα μαλάκα».

Είναι λοιπόν αυτό το χαρακτηριστικό που καμιά πενταετία αργότερα με κάνει να είμαι με ένα φίλο μου  καλοκαίρι σε νησί και να έχουμε πέσει κάτω από τα γέλια, αφού πρώτα μιλούσαμε όλη την μέρα σαν τους ήρωες της «Ψυχής στο Στόμα». Δεν είμαι καν σίγουρος αν είχε δει ποτέ ολόκληρη την ταινία ή αν είχε δει απλά κλιπάκια στο YouTube που είχαν γίνει viral. Βρισκόμαστε δέκα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του «Σπιρτόκουτου» και έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει μια σημαντική μετατόπιση στην πρόσληψη του έργου του ως μονοσήμαντα ζοφερού. 

Τα χρόνια περνάνε, η μετατόπιση μεγαλώνει, φτάνουμε Δεκέμβρη του 2018,  σε ειδική μεταμεσονύχτια προβολή της «Ψυχής στο Στόμα», στο πλαίσιο του “Midnight Express” Αρκετοί στην αίθουσα γελούσαν και το διασκέδαζαν. Μεταξύ τους κι εγώ. Που γελούσαμε όμως; Στα μπινελίκια εκείνα της ταινίας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν γίνει καλτ σημεία αναφοράς. Μιλάμε για μια ταινία που εικονογραφεί την κόλαση την ίδια χωρίς να ανοίγει παράθυρο αναπνοής από πουθενά, μιλάμε όμως και για την ίδια ταινία που είχε επιτρέψει σε μένα και στον φίλο μου να κλαίμε από τα γέλια. Οπότε στα σημεία και τις ατάκες που γελούσε ο κόσμος, γελούσα απενοχοποιημένα κι εγώ. Τότε ακούστηκε η φωνή ενός θεατή που βάζει τους μαθητές της γαλαρίας στη θέση τους: πώς είναι δυνατόν να γελάμε και να γαμάμε την προβολή;

Συμπτωματικά, ελάχιστα μετά το ξέσπασμά του, υπήρχε μια σκηνή με τις δυο αδελφές του πρωταγωνιστή, που η μια χτυπάει την άλλη και η άλλη κλαίει και τσιρίζει. Είναι μια σκηνή που δεν θα γελάσει ποτέ κανένας. Όχι επειδή θα κρατηθεί. Όχι επειδή δεν είναι σωστό, όπως θα του υποδείξει ο σωστός θεατής. Επειδή δεν θα του έρθει να γελάσει. Αντίστοιχα μπορεί να πει κανείς για το φινάλε της ταινίας. Αλλά όταν πριν το φινάλε ο Μουρίκης πλακώνεται με τον αδελφό του, τα «Ξεκόλλα, ρε μαλάκα» και τα «Στον πούτσο μου, ρε μαλάκα» (τα οποία δεν μπορούν να αποδοθούν γραπτά, στα οποία σημασία έχει ο τρόπος εκφοράς τους και τραγουδίσματός τους), θα μπορούσαν κάλλιστα να προξενήσουν πάλι γέλια. Όχι επειδή η σκηνή είναι αστεία. Όχι επειδή η σκηνή είναι αμφίσημη. Όχι επειδή ο Οικονομίδης μάς κλείνει το μάτι, λέγοντάς μας γελάστε με τους γελοίους. Αλλά γιατί είναι γελοία η τόση ματσίλα, η τόση λεκτική μαγκιά, η τόσο κοκορομαχία.

Τα τελευταία τα είχα γράψει ως συμπεράσματα τότε, τέλη του 2018, την επόμενη της μεταμεσονύκτιας προβολής. Σήμερα δεν ξέρω αν έχω ίδιες σιγουριές, ούτε έχω να εισηγηθώ μία κατηγορηματική απάντηση για το πώς γίνεται αυτό το πράγμα με το έργο του Οικονομίδη. Οπότε θα αφήσω το ερώτημα να εκκρεμεί. Και ελπίζω να μπορώ να βρω κάπου τα τραγούδια του «Σπιρτόκουτου: Τhe Musical» για να τα ακούω και να γουστάρω. Δεν έχω απάντηση, αλλά μου αρέσουν πολύ οι μετεωρισμοί του νοήματος στην τέχνη, με ελκύει η ιδέα ότι ένα έργο μπορεί να περιλάβει μέσα του ως αντίδραση και τη φρίκη και το γέλιο. Δεν ξέρω αν είναι οι αντίστροφες όψεις του ίδιου νομίσματος, δεν ξέρω αν αυτό που κοβόταν και γινόταν βιντεάκια ή αυτό που κοβόταν και γινόταν αστεία τώρα έγινε μιούζικαλ, ενώ το υπόλοιπο που δεν μπορεί να κοπεί, να γίνει αστείο και να τραγουδηθεί είναι το σκοτάδι, ξέρω ότι εδώ υπάρχει κάτι που αξίζει να διερευνηθεί πολύ βαθύτερα, ξέρω ότι μόνο σε εντελώς γόνιμα καλλιτεχνικά εδάφη μπορούν να ανθίζουν δίπλα δίπλα τόσο διαφορετικές ερμηνείες και αντιδράσεις.  

©Andreas Simopoulos
©Andreas Simopoulos

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.