Το graphic novel «Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη αποσπά το Βραβείο Καλύτερου Κόμικ

Η διασκευή σε graphic novel ενός από τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπημένα έργα της παιδικής μας λογοτεχνίας αποσπά το σημαντικότερο βραβείο στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς

Το graphic novel «Το καπλάνι της βιτρίνας», ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπημένα έργα της παιδικής μας λογοτεχνίας αποσπά το σημαντικότερο βραβείο στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς. Η διασκευή σε graphic novel του εμβληματικού μυθιστορήματος της αξέχαστης Άλκης Ζέη, «Το καπλάνι της βιτρίνας» από τις εξαιρετικά ταλαντούχες δημιουργούς Γεωργία Ζάχαρη και Στέλλα Στεργίου απέσπασε το Βραβείο Καλύτερου Κόμικ.

Η ίδια η Άλκη Ζέη που πάντα στήριζε τους νέους ανθρώπους και τις νέες ιδέες είχε αγκαλιάσει θερμά την ιδέα να γίνουν τα βιβλία της graphic novel και ήταν πολύ ενθουσιασμένη. Με τον τρόπο τους, οι δύο κομίστριες, σεβόµενες την ατµόσφαιρα και το πνεύµα του πρωτοτύπου, όχι μόνο σύστησαν το έργο της ξανά στις νεότερες γενιές αλλά κατάφεραν να το αναδείξουν και να συνεχίσουν την επιτυχημένη του πορεία.

Το βιβλίο ήταν υποψήφιο σε τρεις ακόμα κατηγορίες: καλύτερο σχέδιο, καλύτερο εξώφυλλο, καλύτερη καλλιτεχνική επιμέλεια.

Οι δημιουργοί κόμικς Γεωργία Ζάχαρη και Στέλλα Στεργίου που υπογράφουν τη διασκευή του εμβληματικού βιβλίου της Άλκης Ζέη μάς ανοίγουν το συρτάρι τους και περιγράφουν πώς ξεκίνησαν όλα στα τέλη του 2020, όταν η Στέλλα που είχε δεχθεί την πρόταση της διασκευής του Καπλανιού σε graphic novel τηλεφώνησε στη Γεωργία για να συνεργαστούν.

«Τον Δεκέμβρη του 2020 η Στέλλα πήρε ενθουσιασμένη και ίσως λίγο τρομαγμένη τηλέφωνο τη Γεωργία για να της πει ότι της έγινε πρόταση να σχεδιάσει το Καπλάνι της βιτρίνας σε διασκευή για graphic novel. Της πρότεινε, με τη σειρά της, να το διασκευάσουν μαζί. Η Γεωργία, επίσης ενθουσιασμένη και λίγο τρομαγμένη, δέχτηκε. Αυτό ήταν το πρώτο σε μια σειρά από τηλεφωνήματα, που μετά έγιναν συγκατοίκηση, και σίγουρα δεν φανταζόμασταν ακόμη πόσο πολύ καιρό θα περνούσαμε μαζί, ούτε και πόσο πολύ καιρό θα περνούσαμε με το Καπλάνι. 

Λίγο καιρό μετά, δείξαμε τα πρώτα σχέδια για τους χαρακτήρες, τους περισσότερους από τους οποίους βρήκαμε πολύ εύκολα, σχεδόν σαν να σχηματίστηκαν με τη νέα ανάγνωση οι ίδιες εικόνες στα κεφάλια μας. Τότε, είχαμε άλλο ένα, ή μάλλον δύο σημαντικά τηλεφωνήματα, από τα δυο παιδιά της Άλκης Ζέη. Ο Πέτρος και η Ειρήνη μάς είπαν, ξεχωριστά ο καθένας, ότι δεν σκοπεύουν να μας κάνουν πολλές διορθώσεις. Ότι οι ίδιοι δεν είναι η Άλκη, οπότε το έργο αυτό είναι τώρα δικό μας.

Αυτό ήταν κάτι πολύ όμορφο και απελευθερωτικό, αλλά επίσης και κάπως αγχωτικό. Στην πραγματικότητα, το Καπλάνι της βιτρίνας ήταν ένα βιβλίο που ήδη νιώθαμε δικό μας, από την πρώτη φορά που το διαβάσαμε, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια που το έφερε στην καθεμιά η μαμά της. Το να γίνει όμως από δικό μας ανάγνωσμα δικό μας έργο ήταν μια παράξενη διαδικασία, μάλλον τρομακτική, γιατί πώς κάνεις δικό σου ένα έργο τόσο εμβληματικό, γραμμένο από μια τόσο σημαντική λογοτεχνική μορφή, που τόσοι άνθρωποι εκεί έξω το νιώθουν δικό τους; Όποτε λέγαμε σε φίλους ή γνωστούς για τη νέα μας δουλειά, καταλαβαίναμε καλύτερα κάτι που ήδη ξέραμε, ότι αυτό το βιβλίο είναι αγαπημένο κτήμα πολλών και ότι έχουμε αναλάβει να συνδιαλαγούμε με μια πολύ αγαπημένη συγγραφέα από τη μια, κι από την άλλη να αναμετρηθούμε με τη φαντασία του κάθε ανθρώπου που έχει αγαπήσει το Καπλάνι.

Για αρχή, περάσαμε πολύ χρόνο διαβάζοντας και συζητώντας τι μας έκανε εντύπωση, ποιες σκηνές μάς άγγιξαν ή πού γελάσαμε, ποιους χαρακτήρες συμπαθούσε η καθεμιά περισσότερο, τι μας θύμιζε ο καθένας. Και μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε, πώς έμοιαζαν τα σπίτια τότε, τι φορούσαν οι άνθρωποι. Είχαμε το ίντερνετ, είχαμε και το φωτογραφικό αρχείο που μας παραχώρησε η οικογένεια, κι όπου κάτι μας έλειπε –ένα φωτιστικό, ένας πίνακας, μια βάρκα– αρχίσαμε να συμπληρώνουμε με τις δικές μας αναμνήσεις. Η Άλκη δεν ήταν εδώ για να τη ρωτήσουμε, και ελλείψει της, την απόλυτη ακρίβεια τη βρίσκαμε περιττή κι αγκυλωμένη. Σκεφτόμασταν τα σπίτια των δικών μας παππούδων και γιαγιάδων, τα πράγματα που μας θυμίζουν τις διακοπές στο χωριό, και γεμίζαμε ένα ψηφιδωτό νιώθοντας κι ελπίζοντας ότι η οικειότητα των δικών μας αναμνήσεων θα δημιουργήσει μια αντίστοιχη οικειότητα και στους αναγνώστες.

Το πιο δύσκολο, τελικά, να φανταστούμε ήταν το καπλάνι. Το βιβλίο το περιγράφει σαν τίγρη, αλλά είναι πιο εύκολο να νιώσεις τη μαγεία του αν το σχήμα του στη φαντασία είναι πιο ακαθόριστο. Προσπαθήσαμε, στην αρχή, να το σχεδιάσουμε με βάση το πραγματικό βαλσαμωμένο καπλάνι που είναι τώρα στο μουσείο στη Σάμο, όμως ο ρεαλισμός μάς πρόδωσε και το πρώτο μας καπλάνι ήταν φοβιστικό, φαφούτικο και κοντοπόδαρο. Αυτή ήταν η μόνη διόρθωση στην οποία επέμειναν ο Πέτρος και η Ειρήνη, και είχαν δίκιο. Χρειαζόταν κάτι παραπάνω, κι ας μην ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, γιατί το καπλάνι δένει όλο το βιβλίο σαν μαγικό πλάσμα, και είναι κομψό και μαζί άγριο και πρέπει κάπως να είναι γοητευτικό, να περνά από τη λάμψη του καλοκαιριού και την παιδική αφήγηση στη σκοτεινιά που έχει η ιστορία.

Αυτή η σκοτεινιά ήταν που όσο περισσότερο σχεδιάζαμε τόσο περισσότερο μας γράπωνε και ταυτόχρονα μας έκανε και να απορούμε που δεν την είχαμε αισθανθεί τόσο ως παιδιά. Θυμόμασταν, φυσικά, ότι το βιβλίο έχει τα ζόρια του, αλλά περισσότερο τα είχαμε στη μνήμη μας συγκεντρωμένα προς το τέλος. Το βιβλίο κλείνει φωτεινά και αισιόδοξα, όμως περνώντας ώρες για να σχεδιάσουμε την κάθε σελίδα, νιώθαμε τα δύσκολα σημεία του πολύ βαριά.

Βέβαια, το Καπλάνι της βιτρίνας γράφτηκε το 1963, όσο η Άλκη Ζέη και ο άντρας της, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ζούσαν στη Μόσχα ως πολιτικοί πρόσφυγες. Είχαν ήδη περάσει πάνω από δέκα χρόνια στο εξωτερικό. Θα επέστρεφαν την επόμενη χρονιά μόνο και μόνο για να ξαναφύγουν το ’67, που ήρθε η επόμενη δικτατορία. Όπως μάθαμε όσο δουλεύαμε, το Καπλάνι της βιτρίνας δεν ήταν αρχικά βιβλίο για παιδιά. Ένα μέρος του είναι οι αναμνήσεις της Άλκης από τα παιδικά της καλοκαίρια στη Σάμο, στο Μαλαγάρι, όπως τις έλεγε στα παιδιά της. Όμως, αν και η αφήγηση έχει παιδική φωνή, το βιβλίο δεν ήταν απαραίτητα εκεί προσανατολισμένο, και διαπιστώσαμε ότι όσο ωραίο είναι να το διαβάζεις μικρή τόσο περισσότερα μπορείς να ανακαλύψεις μεγάλη.

Ενώ η διήγηση, για παράδειγμα, φαίνεται πάρα πολύ αυθόρμητη, ο τρόπος με τον οποίο στήνονται οι χαρακτήρες είναι τέλεια δομημένος, και υπάρχουν μοτίβα τα οποία δεν αντιλαμβάνεσαι σαν φτιαχτά, παρά σαν μέρος απλά της ιστορίας. Για παράδειγμα, μόνο στο πολύ τέλος καταλάβαμε πια πόσες ιστορίες λένε μέσα στο βιβλίο: μύθους ο παππούς, κάποια παραμύθια ο Νίκος και κάποιες ιστορίες αληθινές, που όμως πάντα ταιριάζουν με το τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή στα κορίτσια. Είναι το Καπλάνι κι αυτό μια τέτοια ιστορία, που ειπώθηκε, μέσα στα άλλα, γιατί ταίριαζε στην εποχή της; Μήπως και το 1963 έλεγαν ήδη «σκούρα τα πράγματα» και «το πάει για δικτατορία;».

Σίγουρα δεν είναι μόνο έτσι, και κάθε ιστορία είναι ωραία όταν έχει πολλά να πει. Ελπίζουμε ότι με τα μολύβια και τα χρώματά μας μπορέσαμε να σας δείξουμε πόσα είπε αυτή η ιστορία σε εμάς. Αλλά, αν την ξαναδιαβάζετε, ελπίζουμε επίσης να βρείτε εδώ ό,τι σας είχε αγγίξει στο πρωτότυπο. Και αν τη διαβάζετε για πρώτη φορά, να θέλετε να το ανακαλύψετε κι αυτό.».

Το graphic novel «Το καπλάνι της βιτρίνας» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.