Poka-Yio: «Η Τέχνη δεν πρέπει να επιβάλλεται»

Με αφορμή την επιμέλεια της συλλογής έργων τέχνης του W Costa Navarino, συζητάμε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Μπιενάλε της Αθήνας Poka-Yio για την τέχνη στο δημόσιο χώρο και όχι μόνο

Φωτογραφίες: © Andreas Simopoulos

«Είναι σημαντικό η τέχνη να μας δείχνει ένα διαφορετικό μονοπάτι, να αναλογιζόμαστε τη ζωή και να μας συνδέει με την παρούσα θέση και κατάσταση της ύπαρξής μας» – Poka-Yio

Ο εικαστικός και επιμελητής Poka-Yio, καλλιτεχνικός διευθυντής, η ψυχή θα τολμούσε να πει κανείς, της Μπιενάλε της Αθήνας, επιλέγει εδώ και πολλά χρόνια δημόσιους χώρους, να τους ζωντανέψει, να τους ενεργοποιήσει, για να μιλήσει μέσα από την τέχνη για όσα μας προβληματίζουν, μας συγκινούν, μας κάνουν να αναθαρρούμε. Μια πλατεία, ένα πολυκατάστημα, τα παλιά δικαστήρια, το κτίριο του παλιού Χρηματιστηρίου. Η κλίμακα, το περιεχόμενο, αλλά κυρίως το μήνυμα τέτοιων εικαστικών παρεμβάσεων είναι ζητήματα που τον προβληματίζουν. Παρότι στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έντονη στροφή προς τις σύγχρονες μορφές δημόσιας τέχνης, η σχέση της τέχνης με τον δημόσιο χώρο είναι, ακόμα, ένα ανεξερεύνητο πεδίο που χρήζει φροντίδας ώστε να πλαισιώνεται ιδεολογικά αλλά και θεσμικά, απαντώντας έτσι στις προκλήσεις της εκάστοτε εποχής.

© Andreas Simopoulos

Η κουλτούρα των δημόσιων γλυπτών είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα

Η δημόσια τέχνη, με τις γλώσσες και τις πολλαπλές μορφές δράσης μπορεί να εισχωρήσει στον κοινωνικό ιστό της πόλης, και να ισορροπήσει ανάμεσα στην καθημερινή και την αισθητική εμπειρία, είτε με τη μόνιμη ή την εφήμερη παρουσία της και να δώσει μια εναλλακτική αντίληψη του χώρου. Αυτό είναι κάτι που κανείς αμέσως αντιλαμβάνεται όταν βρεθεί στο εξωτερικό όπου οι εικαστικές παρεμβάσεις στο Δημόσιο χώρο προσφέρουν εναύσματα για μια φιλική σχέση με το φυσικό περιβάλλον, έργα που συνδιαλέγονται με το ιστορικό, αστικό και κοινωνικό περιβάλλον της πόλης.

«H τέχνη στο δημόσιο χώρο είναι μια πονεμένη περίπτωση, ειδικά στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν έχουμε κουλτούρα δημόσιων γλυπτών. Έχουμε γεμίσει με τεράστιες τοιχογραφίες, φιγούρες, έργα τεράστια, ογκώδη και δυστοπικά. Ένα έργο τέχνης αποζητάει το μάτι και το ενδιαφέρον. Σπανίως αυτό γίνεται με τρόπο που να μην είναι παρεμβατικός και επικίνδυνος για μια πόλη. Απαγορεύτηκαν τα μεγάλα διαφημιστικά πόστερ γιατί κρίθηκαν επικίνδυνα για τους οδηγούς, αλλά από την άλλη μεριά επιτρέπονται οι τεράστιες τοιχογραφίες που το πιο πιθανό είναι να παραμείνουν εκεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Σε αυτά τα μόνιμα έργα απαιτείται σκέψη. Η Τέχνη δεν πρέπει να επιβάλλεται. Για αυτό και απαιτείται μεγάλη αυτοκυριαρχία του καλλιτέχνη αλλά και των φορέων που επιλέγουν ένα έργο, ώστε να μην επιβάλλουν τη δική τους γνώμη», μας αναφέρει στην συνάντησή μας στον αγαπημένο του χώρο, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και το πρωτοποριακό LAB 12 το οποίο επιβλέπει ως αναπληρωτής καθηγητής.

© Andreas Simopoulos

«Προτιμώ ξεκάθαρα τα παρεμβατικά graffiti που αν και δίνουν μια αίσθηση βανδαλισμού συχνά, με την οποία και διαφωνώ απόλυτα, ωστόσο έχουν κάτι συγκρουσιακό. Από την μια πλευρά έχουμε την πόλη και από την άλλη, εκείνους που αντιτίθενται στην πόλη με τις δικές τους απόψεις».

Υπέρμαχος των υπαίθριων εκδηλώσεων, των παρελάσεων, των καρναβαλιών σε μια πόλη, ως δράσεις που δίνουν ζωή σε μια πόλη που όμως έχουν μια αρχή και ένα τέλος αλλά και των προσωρινών, των εφήμερων εικαστικών έργων που εξυπηρετούν έναν σκοπό, φέρουν ένα μήνυμα δίχως να περιχαρακώνουν τη δημόσια ελευθερία. «Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τον δημόσιο χώρο. Η δημοκρατία θέλει και τους ελεύθερους χώρους της», μου αναφέρει σχολιάζοντας τη νέα εικόνα της πλατείας Συντάγματος που με τον τρόπο ανάπλασής της, θυμίζει περισσότερο ένα άλσος παρά έναν ελεύθερο χώρο επικοινωνίας και διάδρασης των ανθρώπων.

«Όταν ο κόσμος συνεχώς εκτίθεται στην Τέχνη, οξύνεται το αισθητήριο του», τονίζει δίχως ωστόσο να θεωρεί ότι το κοινό είναι σε θέση να την επιλέγει ή να την κρίνει. «Aπαιτείται μια καταρτισμένη επιτροπή που να επιλέγει τα έργα που θα τοποθετηθούν σε ένα δημόσιο χώρο. Η δωρεά ενός έργου από έναν καλλιτέχνη σε ένα δήμο δεν είναι ο δρόμος. Ένα έργο πρέπει να έχει σκέψη και να συμπληρώνει με κάποιο δημιουργικό τρόπο το σημείο, να ξεκλειδώνει κάτι για τον συγκεκριμένο χώρο. Η Τέχνη είναι επικοινωνία. Ως καλλιτέχνης, πρωτίστως λες κάτι εσωτερικά και στη συνέχεια το εκφέρεις δημόσια μέσα από το έργο σου. Η ανταλλαγή αυτή του μηνύματος πρέπει να γίνεται προσεκτικά. Οφείλει λοιπόν να αφουγκραστεί τις ανάγκες του άλλου, του τελικού δέκτη. Σήμερα, δυστυχώς συχνά, στα μεγάλα τοπόσημα της πόλης μας βλέπουμε τερατουργήματα».

© Andreas Simopoulos

Η εικαστική του πρόταση για το W Costa Navarino

Πέρα όμως από τα δημόσια γλυπτά, ο Poka-Yio κάνει ένα ακόμα εικαστικό βήμα, προσθέτοντας στο πολυσχιδές έργο του, την προσωπική του σφραγίδα στον εικαστικό διάκοσμο του W Costa Navarino. «Η τέχνη δεν βρίσκεται εκεί για διακοσμητικούς σκοπούς», τονίζει από την αρχή της κουβέντας μας.

To W Costa Navarino αποτελεί μια διαφορετική πρόταση σε όσα προσφέρει και υπόσχεται μέχρι σήμερα η Costa Navarino. Άνοιξε τις πόρτες του το καλοκαίρι που μας πέρασε και δημιουργήθηκε με την υπόσχεση να γίνει ένα καταφύγιο για τους ταξιδιώτες που επιθυμούν να απελευθερώσουν την ενέργειά τους με έναν συναρπαστικό και παιγνιώδη συνάμα τρόπο. Ο Poka Yio και η ομάδα του ανέλαβαν τη δημιουργία και επιμέλεια των εικαστικών έργων που κοσμούν τους χώρους του.

«Ξεκίνησα με το πολύ βασικό ερώτημα. “Τι είναι ένα ξενοδοχείο”. Ένα ξενοδοχείο είναι μια ετεροτοπία. Είναι ένας ου-τόπος. Δεν είναι το σπίτι σου. Έχει στοιχεία από το σπίτι σου. Είναι ένας άλλος χώρος αλλά είναι και δικός σου. Κατοικείς αλλά ταυτόχρονα φιλοξενείσαι. Έχεις ανάγκη κάποια οικειότητα αλλά θέλεις να νιώσεις ότι ζεις κάτι ξεχωριστό. Πρέπει λοιπόν τα έργα από μόνα τους να προκαλούν ελεύθερους συνειρμούς. Όσο τα σκάβεις να ανακαλύπτεις περισσότερα πράγματα ψάχνοντας. Με αυτό τον τρόπο, σεβόμαστε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι από ένα έργο. Επιδιώκουμε να κάνουμε διάλογο μαζί του. Με ενδιαφέρει τι βιώνει κάποιος από την πρώτη στιγμή που μπαίνει σε έναν χώρο, μέχρι την τελευταία. Αν κάτι του έχει κάνει κλικ, έστω και λίγο, τότε έχουμε πετύχει μια σύνδεση», μου απαντάει στην ερώτηση για το σκεπτικό έμπνευσής του σε αυτό το project.

Μεγάλη έμφαση έχει δοθεί σε στοιχεία που παραπέμπουν στην ιστορία και τα τοπία της περιοχής, όχι όμως βροντερά και ανούσια, αλλά με κομψές πινελιές, σιωπηρά, περιπατητικά, ακόμη και αφηρημένα. Έμπνευση για παράδειγμα σε κάποια έργα, έχει αντλήσει από τη Γραμμική Β γραφή που ανέπτυξε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού, αλλά και το παλάτι του Νέστορα στο οποίο και ανακαλύφθηκαν στοιχεία της Γραμμικής Β.

«Τη σημερινή εποχή η επικοινωνία μας μέσω των social media, τα σημεία στίξης και των emoticons, έχει επιστρέψει σε μια κωδικοποιημένη γραφή και μάλιστα συμπυκνωμένη. Διαφορετικά emoticons πλέον, το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργούν ένα νέο κώδικα κατανόησης που στην αρχή ήταν μάλλον άτσαλος. Η επικοινωνία μας πλέον είναι εκπλεπτυσμένη. Έτσι δημιουργήσαμε κεραμικά πλακίδια με σύμβολα γραφής από τη Γραμμική Β και βάζοντας τα το ένα δίπλα στο άλλο μοιάζουν με ένα διάλογο στα κινητά. Για αυτό και το έχουμε ονομάσει ”Chatting”. Μια αφορμή για παιχνίδι ανάμεσα στους φιλοξενούμενους, σαν ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού

©Dionisis Andrianopoulos

Τα πλακίδια αυτά έχουν τοποθετηθεί σε όλο τον χώρο. Άλλα έργα, όπως τα ιδιόρρυθμα βάζα στις βίλες, είναι εμπνευσμένα από αρχαιολογικά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στο βυθό της θάλασσας, με λειχήνες και βρύα που φυτρώνουν από αυτά, σαν μια ποπ ανασκαφή, αλλά και το σπα με τα ανάγλυφα που προσομοιάζουν σε πετσέτες. «Το σπα είναι ένας χώρος μετάβασης σε κάτι άλλο, μια πύλη που θα σε μεταφέρει σε κάτι χαλαρωτικό. Σε αυτό τον χώρο, ήθελα να δημιουργήσω μια εμπειρία, να δει κάποιος μια πετσέτα αλλά να νιώσει ταυτόχρονα τη ζεστασιά, την απαλότητα. Η πετσέτα είναι ένα στοιχείο συναισθητικό γιατί περιλαμβάνει και την αίσθηση της αφής αλλά και της μυρωδιάς. Ταυτόχρονα ένα στοιχείο της ελληνικότητας μας είναι οι πτυχώσεις των αγαλμάτων που έδιναν φόρμες, κίνηση. Αφαιρώ λοιπόν την ανθρώπινη φιγούρα και κρατάω την κίνηση, τον στροβιλισμό μιας πτύχωσης σαν αποτύπωμα. Έτσι επιτυγχάνεται το δράμα, η ένταση, η κίνηση χωρίς τις ανθρώπινες φιγούρες. Ο άνθρωπος είναι ο φιλοξενούμενος».

Εμβληματικό μέσα στον χώρο από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα έρθει κανείς σε επαφή με τη μοναδική εμπειρία φιλοξενίας του W Costa Navarino, είναι το W Totem που σε υποδέχεται, διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο προορισμό. «Όλοι θέλουν να φωτογραφηθούν στο μέρος που θα φθάσουν. Και το Totem είναι αυτό το στοιχείο. Σκηνοθετούμε τον εαυτό μας να είναι παρόν σε κάθε τοπόσημο. Ήθελα λοιπόν αυτό το στοιχείο να διαφέρει από όλα τα άλλα και να συνδέεται με τον τόπο μέσα στον οποίο βρίσκεται. Ήθελα να είναι αφηρημένο και όμορφο και για εκείνον που αποφασίσει να ασχοληθεί λίγο περισσότερο, να έχει βάθος. Για το λόγο αυτό, μαζί με το LAB 12 επισκεφτήκαμε ναυπηγεία, μαρίνες και στραφήκαμε στα αλιευτικά σκάφη και τις μηχανότρατες που εξαφανίζονται γρήγορα από τις ελληνικές θάλασσες και που ήταν έτοιμα προς καταστροφή. Φτιάξαμε λοιπόν τη μεταλλική επιγραφή του W και μέσα σε αυτό, εγκιβωτίσαμε τα κομμάτια τους, τις σανίδες τους. Κομμάτια εμποτισμένα με την ιστορία του τόπου. Ένα υλικό φορτισμένο που θα γινόταν στάχτη. Αυτή η ιδέα εμπνευσμένη από τη ναυτοσύνη, η οποία διατρέχει τόσο βαθιά την οικογένεια Κωνσταντακόπουλου, αποτελεί και μια ελαφριά πολιτική θέση, που δηλώνει τη σημασία της διαφύλαξης της μνήμης

Μια εντυπωσιακή σύνδεση της οικογένειας με τη θάλασσα, αλλά και την ιστορία του τόπου που μοιάζει να πλημμυρίζει το ξενοδοχείο. Μια σύνδεση με έναν παλιό κόσμο που συνεχίζει να επηρεάζει τις σκέψεις και την αισθητική. «Μοιάζει κάπως με μια τελετουργία όπου τοποθετείς σε σημεία τα ξόανα και τα τοτέμ, σύμβολα περάσματος σε έναν άλλο χώρο. Έτσι κάπως και εδώ. Ξεκινάς το ταξίδι σου μέσα στο ξενοδοχείο περνώντας αυτή την τελετουργία

Και η ικανοποίηση αλλά και η απόλαυση έρχεται όχι μόνο από τους φιλοξενούμενους αλλά και από τους ανθρώπους που εργάζονται μέσα στο χώρο. «Ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση που με σταματούσαν οι εργαζόμενοι για να μου πουν πόσο ομόρφυνε τη ζωή τους αυτή η διαμόρφωση του χώρου. Και αυτό για εμένα είναι πολύ σημαντικό».

Το W Costa Navarino δεν προσφέρει απλώς φιλοξενία, αλλά προτείνει έναν νέο τρόπο ζωής. «Η φιλοσοφία του είναι στενά συνδεδεμένη με τις έννοιες της συμμετοχικότητας και του πολιτισμού», μου αναφέρει ο Poka-Yio ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας.

© Andreas Simopoulos

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

  1. Το πρώτο μισό του συγκεκριμένου κειμένου, κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι ασαφές, επιπόλαιο, ανενημέρωτο και ιδεολογικά επικίνδυνο. Δεν καταλαβαίνω ποιον εξυπηρετεί ή ποια είναι η ανάγκη ενός «τσουβαλιάσματος» γύρω από τις τοιχογραφίες. Χωρίς εξαιρέσεις, δίχως σφαιρική άποψη, δίχως ουσιαστική πρόταση. Το χειρότερο στην περίπτωση αυτή, πάλι κατά την γνώμη μου, είναι πως το έχει γράψει εικαστικός.
    Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
    Πιστεύω πως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι πολλές εκφάνσεις των εικαστικών και της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα χρήζουν φροντίδας. Όπως, κίνητρα για τους νέους εικαστικούς, αξιοκρατία και διαφάνεια σε θεσμικά όργανα αποφάσεων, η εξωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, η ενδυνάμωση της περιφέρειας, ο ρόλος του ΥΠ.ΠΟ., ο ρόλος των σχολών Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, ο ρόλος των Περιφερειών και των Δήμων, των κρατικών Μουσείων, του ΕΕΤΕ, ο δημόσιος χώρος και άλλα πολλά θα όφειλαν να είναι σε πρώτη προτεραιότητα φροντίδας για τη χώρα μας. Όταν δεν υπάρχει κανένας δημόσιος διάλογος για όλα τα παραπάνω, ξαφνικά ζητάμε ιδεολογικό και θεσμικό πλαίσιο για τις τοιχογραφίες;
    Μην ξεχνάμε ό,τι την περίοδο της οικονομικής κρίσης και λίγο πριν, η εικαστική παραγωγή της χώρας διατηρήθηκε ζωντανή από ομάδες καλλιτεχνών που οργανώθηκαν και δημιούργησαν δράσεις όπως το φεστιβάλ ΜΗΔΕΝ, η Μπιενάλε της Αθήνας, το RE-culture, το Symptom Project, το ΚΟΔΡΑ κ.α.. Πότε υπήρξε ουσιαστική φροντίδα για όλα αυτά τα παραδείγματα; Ποιο ιδεολογικό ή θεσμικό πλαίσιο συνέδραμε στη δημιουργία και στη διατήρηση των παραπάνω περιπτώσεων; Υπάρχουν τελικά εικαστικές δράσεις που θέλουν ιδεολογικό και θεσμικό πλαίσιο και άλλες που δεν το χρειάζονται;
    Ειλικρινά, ποιες αρχές θα εμπιστευόμασταν στην Ελλάδα ώστε να δημιουργήσουν οποιοδήποτε ιδεολογικό ή θεσμικό πλαίσιο γύρω από την τέχνη; Εκτός και αν κάποιοι πιστεύουν πως είναι οι εκλεκτοί των Τεχνών ή πως το έχουν συζητήσει ενδελεχώς με τους φίλους τους. Ωστόσο, με αυτό τον τρόπο δεν παράγεται δημοκρατία.
    Σε ώριμες δημοκρατίες το ιδεολογικό και θεσμικό πλαίσιο έρχεται όταν ο δημόσιος διάλογος έχει πλέον καταλήξει. Οπότε αν θέλουμε να αλλάξουμε ουσιαστικά, ας μιλήσουμε πρώτα.
    Το να κουνάμε το δάχτυλο στις τοιχογραφίες, αλλά να μην μιλάμε για τις εργολαβικές πολυκατοικίες πάνω στις οποίες βρίσκονται οι τοιχογραφίες, εμένα προσωπικά με ξεπερνάει.
    Προτού ξεστομίσουμε βαρύγδουπες έννοιες, σημαντικό, κατά την γνώμη μου, θα ήταν πρώτα να προσδιορίσουμε τι εννοούμε με τους όρους σεβασμό, δημοκρατία και ελευθερία στον δημόσιο χώρο.
    Αν και καταλαβαίνω το «πιασάρικο» μίας τέτοιας συνέντευξης, από την άλλη θεωρώ πολύ επικίνδυνη την ιδεολογική της προσέγγιση.

    Δεν είναι λαϊκισμός να εξισώνει κανείς τα διαφημιστικά πόστερ με τις τοιχογραφίες; Το ό,τι υπάρχουν τοιχογραφίες που δεν μας αρέσουν, το κατανοώ, αλλά και πόσα έργα σύγχρονης τέχνης δεν είναι υπό αμφισβήτηση σήμερα; Τι προτείνουμε λοιπόν;

    Είναι σοβαρή ανακρίβεια πως οι τοιχογραφίες ζουν 30 χρόνια ή τουλάχιστον δεν υπάρχει καμία καταγραφή για κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Επιστημονικά αποδεδειγμένο από την άλλη είναι πως, τα εργολαβικά κτήρια στις πόλεις υπάρχουν για πάνω από 70 χρόνια. Σοβαρό λάθος είναι το υπονοούμενο πως στο εξωτερικό (και φαντάζομαι εξωτερικό εδώ δηλώνεται μόνο ο δυτικός κόσμος) δεν υπάρχουν τοιχογραφίες.
    Δείτε εδώ τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο σε σχέση με τις τοιχογραφίες (https://streetartcities.com/cities). Οι περισσότερες από αυτές τις τοιχογραφίες έχουν γίνει από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, ιδιώτες, γκαλερί, μουσεία κ.α. δίχως κάποιο ιδεολογικό ή θεσμικό πλαίσιο.

    Εξίσου μπερδεμένη είναι και η θέση του κειμένου στο αν τελικά δεν θέλουμε καθόλου τις τοιχογραφίες ή τις θέλουμε με την προϋπόθεση να υπάρχει επιτροπή αξιολόγησης. Αν ισχύει το πρώτο, ας δούμε τη σύγχρονη ιστορία της ΑΣΚΤ Αθήνας που έχει διεξαγάγει πρόγραμμα τοιχογραφιών και μάλιστα σε πολυσύχναστους από οδηγούς και πεζούς δρόμους της πόλης. Αν θέλουμε το δεύτερο, γιατί αυτοί που υπηρετούν και ακαδημαϊκά την τέχνη δεν ξεκινούν μια συζήτηση για το τι είδους δημόσιο χώρο θέλουμε στην Ελλάδα; Θέλουμε μία επιτροπή φίλων και γνωστών ή απλώς θέλουμε να συμμετέχουμε σε μια ακόμα επιτροπή και να γκρινιάζουμε;
    Προσωπικά δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει ο ποιητής…

    Αν δεν θέλουμε να λειτουργούμε όπως οι πρωινές εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης, οφείλουμε να διατυπώνουμε τη δημόσια άποψή μας με ουσιαστικά επιχειρήματα και όχι με πυροτεχνήματα της στιγμής. Εκτός, βέβαια, αν εξυπηρετούμε άλλου τύπου σκοπιμότητες και δεν θέλουμε να τις εκθέσουμε. Δυστυχώς σήμερα, το να λες κάτι και να μη λες τελικά τίποτα, κάποιοι το θεωρούν πολιτική παρέμβαση ή σωστό marketing…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.