Παύλος Παυλίδης: «Στις ανθρώπινες σχέσεις όλοι είμαστε θεοί υπό κατάρρευση»

Ο Παύλος Παυλίδης μας ξεναγεί στα ξενοδοχεία της ζωής του, στις εκρήξεις του μυαλού του και στη μεταφυσική εμπειρία του έρωτα

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Στο ισόγειο στούντιο ενός μικρού αλλά κεντρικού δρόμου στο Παγκράτι ο Παύλος Παυλίδης και η νέα του μπάντα, με την ονομασία Hotel Alaska, ετοιμάζονται για τις συναυλίες τους στο Gagarin 205 αλλά και τις υπόλοιπες που θα ακολουθήσουν. Ενώ έξω κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, πεζοί περπατούν βιαστικοί για να προλάβουν τις δουλειές της ημέρας και τα αυτοκίνητα κυλούν στην κοίτη των δρόμων, μέσα οι άνθρωποι του Hotel Alaska αλλάζουν τα παλιά σεντόνια με νέες μελωδίες, ανοίγουν τα παράθυρα με θέα τους αμίλητους καταρράκτες και ετοιμάζονται να υποδεχτούν όλους εμάς, τα παιδιά με τα πατίνια.

Κάπως έτσι ο Παύλος Παυλίδης μας ξεναγεί στα ξενοδοχεία της ζωής του, στις εκρήξεις του μυαλού του και στη μεταφυσική εμπειρία του έρωτα. Kαι η περιήγηση ξεκινά με αφορμή τα δύο live στο Gagarin:

«Η μνήμη δεν είναι μόνο ένα εργαλείο αλλά ένα ολόκληρο εργοστάσιο»

Συζητούσαμε με τους Hotel Alaska ότι είναι σαν να ανακαλύπτουμε κι εμείς εξαρχής το πώς είναι να παίζεις όρθιος με τους ανθρώπους όρθιους να χορεύουν. Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ και η άλλη συνθήκη αυτή του θεάτρου, όπως για παράδειγμα το καλοκαίρι στο Ηρώδειο. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία 20ετία έχω βγάλει δίσκους περισσότερο προς αυτήν την κατεύθυνση, των καθιστών θεατών δηλαδή, παρά την άλλη. Όταν είμαι κι εγώ καθιστός μπαίνει κάπως πιο μπροστά η αφηγηματικότητα, η  οποία είναι βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου αλλά και του τρόπου που γράφω στίχους. Από την άλλη, τη σχέση μου με τη μουσική και το κοινό, την ξεκίνησα με άλλο ύφος, πιο σωματικό. Αν κάτι έκαναν τα Σπαθιά στα 90s ήταν ότι τόνισαν την έννοια του χορού, ίσως έντονα από το γενικό κλίμα της εποχής. Κατά μία έννοια αυτός ήταν ο στόχος τους εξαρχής, αν σκεφτείς ότι ξεκινήσαμε με το «Αφού σου το ‘πα» από την «Ξεσσαλονίκη», ένα κομμάτι με χιπ χοπ διάθεση που έχει φτιαχτεί για να χορεύεται. Ήταν κάτι που το συνεχίσαμε μέχρι τέλους. Αλλά και ο τελευταίος δίσκος, «Το μαύρο κουτί», έχει πιο σωματική διάθεση. Τόσο πολύ ξεχάσαμε μέσα στην τελευταία διετία αυτή τη διάσταση αλλά και την επαφή με τον κόσμο μέσα σε ένα club που είναι απίστευτα αναζωογονητικό και συγκινητικό αυτό που συμβαίνει τώρα. Πάμε στο Gagarin, με τρελή χαρά.

Επιπλέον, η σύμπραξη με τη νέα μπάντα θυμίζει συνθήκες καινούριας σχέσης. Εκεί που κάνουμε πρόβα μπορεί να σηκωθεί ο μπασίστας και να με αγκαλιάσει. Τότε λέω ότι κάτι καλό συμβαίνει εδώ, κάτι που πάει πέρα από τη μουσική και που περιλαμβάνει τον ενθουσιασμό της νέας εκκίνησης.

Η ιδέα για το «Φάντασμα της Εθνικής Οδού» μου ήρθε επειδή τόσα χρόνια που ταξιδεύω μου έχει συμβεί, μία ή δύο φορές, κάτι σαν παραίσθηση, δηλαδή το να βλέπω στην άκρη του δρόμου ένα πρόσωπο και να αισθάνομαι ότι βλέπω τον εαυτό μου. Την πρώτη φορά που το ένιωσα, ήταν σε ένα ταξίδι με τρένο που έκανα στα 24 μου, πηγαίνοντας από το Άμστερνταμ στη Γενεύη και στη διαδρομή σταματήσαμε σε έναν γερμανικό σταθμό πιο γραφικό από τους περισσότερους που βρίσκονται στις βιομηχανικές περιοχές. Εκεί κοιτώντας από το παράθυρο του τρένου μπορούσα να δω σπίτια κι έτσι είδα την πλάτη ενός ανθρώπου, που βρισκόταν στην ηλικία που βρίσκομαι εγώ τώρα, να κάθεται στο γραφείο του σπιτιού του. Ήταν από αυτές τις στιγμές που αισθάνεσαι ότι δεν θα τις ξαναζήσεις ποτέ. Στ’ αλήθεια την ώρα που ξεκινούσε το τρένο ήταν σαν να πρόλαβα να δω τον εαυτό μου, με τα γκρίζα πια μαλλιά, να βρίσκεται κάπου. Αυτή η εικόνα μου έχει εντυπωθεί, σαν ένα από τα πιο έντονα πράγματα που έχω ζήσει ποτέ. Η δεύτερη φορά που είχα νιώσει πάλι έτσι ήταν στον δρόμο.

Για να γίνω ακόμη πιο εξομολογητικός θα μοιραστώ ότι καμιά φορά μονολογώντας σκέφτομαι ότι ένας άνθρωπος που έγραφε ποιήματα, ο Νίκος Καββαδίας είχε εμμονή να «χαθεί», να τελειώσει η ζωή του στη θάλασσα. Εμείς που κάνουμε αυτή τη δουλειά, αντιστοίχως αν είχαμε κάποια εμμονή -που ευτυχώς δεν έχω- θα ήταν να «χαθούμε» στον δρόμο. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν το «Φάντασμα της Εθνικής Οδού» θα μπορούσε να είμαι εγώ.

Έχω μείνει σε πολλά ξενοδοχεία που πλέον δεν θυμάμαι πόσα και ποια ήταν εύχομαι όμως να είναι άλλα τόσα. Κάποια στιγμή είχα γράψει ένα μικρό ποιηματάκι γι’ αυτά που έλεγε «Τα ξενοδοχεία είναι συναρπαστικά / Μπαίνεις στο καινούριο δωμάτιο για πρώτη φορά / Κοιτάς στον άγνωστο καθρέφτη για πρώτη φορά τον εαυτό σου να σε κοιτάει απορία σαν να σου λέει / Ακόμη δεν με αναγνώρισες;/ Τα ξενοδοχεία είναι συναρπαστικά» Κι από αυτό το ποιηματάκι έχει ξεπηδήσει κι ένας στίχος από το τραγούδι «Ελλάδα». Τα ξενοδοχεία προκαλούν ένα είδος επανεκκίνησης.

«Πιστεύω ότι τα σπουδαία ερωτικά τραγούδια είναι ένα είδος γκόσπελ»

Πιστεύω ότι όλα τα καλά τραγούδια, και όλα τα καλά έργα τέχνης εν γένει, είναι αυτά που προκαλούν μια έκρηξη μέσα στο κεφάλι μας, μια έκρηξη που σηματοδοτεί έναν νέο τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Δεν ήξερα ως πιτσιρίκι πόσο σημαντικός είναι ο Πικάσο αλλά όταν είδα για πρώτη φορά την Γκερνίκα, ανατινάχθηκε το κεφάλι μου. Κατάλαβα, ότι από εδώ και πέρα θα βλέπω διαφορετικά τον κόσμο. Και με τον Iggy Pop έγινε κάτι ανάλογο. Την πρώτη φορά που άκουσα κομμάτια του, δεν μου άρεσε. Μου φάνηκε ότι δεν ήξερε να τραγουδάει, ότι η μουσική είναι χάλια, ότι όλο αυτό δεν με ενδιέφερε, με λίγα λόγια ότι δεν ήξερε τι του γίνεται. Κάποια στιγμή, στα φοιτητικά μου χρόνια άκουσα μια παλιά κασέτα του που είχα, επειδή είχα βαρεθεί να ακούω όλα τ’ άλλα που θεωρούσα καλοφτιαγμένα κι έτσι αποφάσισα να ακούσω ξανά αυτόν τον «βλάκα». Εκείνη λοιπόν τη φορά υποσχέθηκα ή μάλλον παρακάλεσα τον εαυτό μου να μην την ξεχάσω ποτέ. Ήταν σαν να άνοιξε μια κουρτίνα και να είδα πόσο καταπληκτικός ήταν ο ίδιος και οι τρεις δίσκοι του “The idiot”, “Soldier” και “Zombie Birdhouse”. Tότε είπα στον εαυτό μου: «Σκέψου πόσες ακόμη κουρτίνες υπάρχουν γύρω σου που δεν σε αφήνουν να δεις καθαρά αυτό το θαύμα που είναι από πίσω τους».

Η μνήμη δεν είναι μόνο ένα εργαλείο αλλά ένα ολόκληρο εργοστάσιο. Το πιο ωραίο κομμάτι στη σχέση της δημιουργίας με τη μνήμη είναι όταν περιφέρεσαι άσκοπα μέσα σε αυτό το εργοστάσιο. Όταν πάω να ανακαλέσω πράγματα για να μιλήσω για μια περίοδο σαν να φράζουν κάποιες πόρτες, λες και η μνήμη μου αρνείται να μεταφράσει τα γεγονότα σε στίχο ή μελωδία. Όταν όμως αφήνομαι και παίζω σαν παιδί χωρίς να στοχεύω σε κάτι ακριβώς τότε αρχίζουν να «ανοίγουν» τα πράγματα και οι συνειρμοί. Είναι κάτι σαν τη λειτουργία της όρασης που για να δούμε καθαρά ένα αστέρι πρέπει να κοιτάξουμε κάπου δίπλα του. Κάπως έτσι νετάρει η ψυχή μας.

Δεν πιστεύω ότι η πρωτοτυπία και η καινοτομία πρέπει να είναι αυτοσκοπός για έναν καλλιτέχνη. Πιστεύω ότι προτιμότερο είναι να συντονιστεί κάποιος με αυτό που τον κάνει χαρούμενο. Εάν κάποιος θέλει να κάνει disco των ’70 ας την κάνει, κι αν την κάνει ωραία δεν αποκλείεται καθόλου να χορέψουμε. Εάν θέλει κάποιος να πρωτοπορεί, όπως κάνει ο Τομ Γιορκ, το πανηγυρίζουμε επίσης. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος. Εάν αλήθεια υπάρχει κάποιο χρυσάφι σε αυτό που μας παραδίδεται έχει να κάνει με το περιεχόμενό του και όχι απαραίτητα με τη φόρμα. Ναι, το ύφος είναι κι αυτό περιεχόμενο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Για παράδειγμα παρακολουθώντας καλλιτέχνες όπως ο Λέοναρντ Κόεν και ο Νιλ Γιανγκ παρατηρώ ότι η φόρμα τους αλλάζει ελάχιστα αλλά δεν χορταίνω να ακούω τον ένα δίσκο μετά τον άλλον. Η φόρμα θα εξελίσσεται έτσι κι αλλιώς μέσα στις δεκαετίες είτε το θέλουμε είτε όχι.

«Όσο συντηρητική κι αν είναι μια κοινωνία το κυνήγι της ουτοπίας δεν είναι απλώς δικαίωμα είναι υποχρέωση»

Από την ώρα που μοιράζεσαι ένα τραγούδι με κάποιον είναι και δικό του γιατί αυτός θα δει τον ίδιο κήπο από το δικό του παράθυρο. Αυτό είναι ίσως που κάνει τη μουσική τόσο δημοφιλή, καθώς πολύ εύκολα ανοίγουν ταυτόχρονα πάρα πολλά παράθυρα και κοιτούν στον ίδιο κήπο.

Θυμάμαι τον εαυτό μου στα 10, στα 11, στα 12 να ακούω πράγματα που τώρα τα θεωρώ σκουπίδια, μνημεία κακογουστιάς, ανοησίας και κενότητας από άποψη περιεχομένου. Αντιστοίχως τα παιδιά σήμερα θα εντυπωσιαστούν από το πόσο ακραίος μπορεί να γίνει ένας τράπερ αλλά εάν δεν υπάρχει αληθινό αντίβαρο ουσίας από την υπόλοιπη Τέχνη τότε η υπόλοιπη Τέχνη μπορεί, όπως θα έλεγε κι ένας τράπερ, να πάει να γαμηθεί. Κι αν όσα αποκαλούνται ποιοτικά δεν μπορούν να συντονίσουν και να πείσουν τη νεολαία τότε επίσης μπορούν να πάνε από εκεί που ήρθαν. Για τον αν ο κόσμος αυτός αναπνέει μέσα στην αθλιότητα δεν νομίζω ότι φταίνε μερικοί πιτσιρικάδες που βρίζουν και που πουλάνε μαγκιά˙ στην τελική, fake είναι να πιστεύεις ότι μπορείς να ξεσκίσεις τους πάντες επειδή ήπιες δύο γραμμούλες παραπάνω. Σε περιμένει το ξύλο στη γωνία, το εσωτερικό ξύλο που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν το γλιτώνει.

Όσο ακραία γίνεται η ρηχότητα τόσο θα σπρώχνει με μεγαλύτερη ορμή τους ανθρώπους που αναζητούν την ουσία των πραγμάτων σε μεγαλύτερο βάθος και κατ’ αυτόν τον τρόπο κι άλλοι θησαυροί θα ανασύρονται στην επιφάνεια.

Νομίζω ότι όλες οι κοινωνίες είναι, σχεδόν εκ των πραγμάτων, συντηρητικές και υπάρχουν μόνο κάποιες προοδευτικές μειοψηφίες. Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου μια κοινωνία που συνολικά, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, έτρεχε μπροστά. Υπάρχουν όμως κάποιες κοινωνικές ομάδες που προσπαθούν να διαρρήξουν το πλαίσιο, που πασχίζουν να σπρώξουν πιο πέρα το συρματόπλεγμα της τρέλας για να μπορούν πια τα παιδιά μας να παίζουν ελεύθερα και εκεί που κάποτε έγραφε «απαγορεύεται» να είναι πλέον ένα μέρος που όλοι μας μπορούμε να αναπνέουμε ελεύθερα. Η ελληνική κοινωνία, όπως και οι υπόλοιπες, είναι σαν αργοκίνητα καράβια. Αυτό δεν σημαίνει πως εμείς δεν πρέπει να ονειρευόμαστε πιο έντονα αυτό που έπεται, αυτό που ακόμη δεν υπάρχει.

Όσο συντηρητική κι αν είναι μια κοινωνία το κυνήγι της ουτοπίας δεν είναι απλώς δικαίωμα είναι υποχρέωση. Τόσα μα τόσα πράγματα που κάποτε θεωρούσαμε ουτοπικά τώρα πια είναι σχεδόν αυτονόητα. Μόνο έτσι προχωράμε.

«Κατά κάποιο τρόπο το “Φάντασμα της Εθνικής Οδού” θα μπορούσε να είμαι εγώ»

Το «Αλλιώτικο Παιδάκι» προέκυψε επειδή κάποιοι δημοσιογράφοι που ήταν κοντά στο Ζακ και στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα μου ζήτησαν να κάνω μια δήλωση. Τους είπα ότι μπορώ να τους δώσω ένα κείμενο που ίσως θα γίνει τραγούδι. Έτσι συνάντησα τη Μαρία Λούκα, τον Αλέξανδρο Κατσή, κάποιους φίλους τους από τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και χωρίς να το πολυκαταλάβω «έμπλεξα» με αυτή την ιστορία. Είχα πει στη Μαρίνα τη Δανέζη ότι δεν υπήρχε λόγος να είμαι στο βιντεοκλίπ, ότι μου αρέσει το τραγούδι μου αλλά ας εμφανιστούν τα παιδιά σε αυτό. Δεν ήξερα αν μπορούσα να το υποστηρίξω εγώ ο ίδιος, αν έπρεπε να είμαι παρών και ως φυσική παρουσία. Η αρχική μου ιδέα ήταν αυτή: ότι θα ήταν πολλά παιδιά που ο καθένας θα έλεγε από έναν στίχο. Η Μαρίνα είχε άλλη άποψη κι έτσι είπα ας το κάνω. Ταυτόχρονα όμως κατάλαβα ότι η κοινότητα με αντιμετώπιζε με καχυποψία και πολύ καλά έκανε γιατί δεν ήξερε τις προθέσεις μου. Αλήθεια χάρηκα που είδα την επιφυλακτικότητά τους απέναντι σε έναν καλλιτέχνη που ήρθε από έναν άλλον κόσμο και ήθελε να τους «εντάξει» σε ένα τραγούδι. Καταλάβαινα ότι οι στίχοι ήταν κατά κάποιο τρόπο το εισιτήριο μου γι’ αυτή τη συνεργασία αλλά επίσης καταλάβαινα ότι αυτό δεν ήταν αρκετό γιατί δεν ήξεραν πώς θα καταλήξει.  Είπα στα παιδιά ότι αν νιώθουν ότι πάω να τα «χρησιμοποιήσω» ως χορεύτριες για το βιντεοκλίπ τότε να μπω κι εγώ στο παιχνίδι, να ντυθώ, να βαφτώ, τους ζήτησα μάλιστα να με βοηθήσουν. Όταν κατάλαβαν ότι εγώ επιλέγω να εκτεθώ εξίσου η αντίδρασή τους ήταν παραπάνω από συγκινητική. Ήταν ένα πάρτυ τελικά˙ όλος αυτός ο κόσμος, μέσα σε αυτό το φοβερό κτήριο,  που όλοι μαζί περνούσαμε από το κλάμα στο γέλιο, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα τόσο έντονη που η συγκίνηση ήταν σχεδόν απτή.

Τώρα που διεξάγεται η δίκη ελπίζω ότι αυτό το τραγούδι είναι έστω μια μικρή συμβολή στον δρόμο της δικαίωσης για όσους ανθρώπους έχουν υποστεί κάθε είδους βία εξαιτίας της όποιας μοναδικότητάς τους. Παρόμοια βία έχω υποστεί κι εγώ ως παιδί μεταναστών.

Πιστεύω ότι τα σπουδαία ερωτικά τραγούδια είναι ένα είδος γκόσπελ, γιατί άνετα θα μπορούσαν να είναι θρησκευτικού περιεχομένου. Έτσι τα καταλαβαίνω γιατί είναι σαν να μιλάει κάποιος στον Θεό, στον Θεό μέσα του, όχι στον Θεό που πιστεύει ότι είναι ο ίδιος, κάτι που συμβαίνει πολύ τώρα τελευταία. Η διαφορά είναι ότι στις ανθρώπινες σχέσεις καταλύεται το απόλυτο και ότι όλοι είμαστε θεοί υπό κατάρρευση.

Σκέψου το «Την πρώτη φορά ήταν σαν να είχε αρπάξει φωτιά / Κάπου μέσα βαθιά / Κάτι μες την ψυχή μου / Κοιτούσα τις φλόγες και αυτόν τον αέρα μακριά, να αλλάζει αργά τις σκιές τις ερήμου» είναι σαν να περιγράφει μια μεταφυσική εμπειρία. Αν κάτι σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να ταιριάξει, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη, στην έννοια του μεταφυσικού αυτό είναι ο έρωτας. Είναι όπως διαλύονται τα μαθηματικά στον στίχο του Ρασούλη «Ένα κι ένα κάνουν τρία». Ο έρωτας είναι η κατάλυση της λογικής ή τουλάχιστον της λογικής που έχουμε εκείνη τη στιγμή. Ο έρωτας μας βάζει να κάνουμε ένα βήμα πέρα από το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, ένα βήμα που δεν είναι πάντα προς τη σωστή πλευρά.

Αλλά στο κάτω κάτω ποιος μπορεί να πει ποια είναι η σωστή πλευρά;

Info:

Παύλος Παυλίδης & Hotel Alaska | 11 & 12 Μαρτίου | Gagarin 205 Music Live Space 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.