Φωτιά να σβήσει το νερό

Mε αφορμή «Το νησί των καταραμένων» του Μάρτιν Σκορσέζε

Έχω ένα μυστικό: Οι κριτικές αναφέρουν ότι το «Το νησί των καταραμένων» κρύβει ένα μυστικό, το οποίο -ευλόγως- δεν μπορούν να αποκαλύψουν. Ωστόσο, από τη στιγμή που ξέρεις πως παίζει μεγάλο μυστικό, μπαίνεις και στη διαδικασία να προσπαθείς να φανταστείς ποιό είναι. Και μόνη η αποκάλυψη της ύπαρξης μυστικού δηλαδή, λειτουργεί περίπου σαν σπόιλερ, αφού πια παρακολουθούμε υποψιασμένοι την ταινία. Όσο λιγότερα πράγματα ξέρουμε για το κάθε έργο τόσο πιο καλά λειτουργεί: δεκαετία 50, Σκορσέζε, Ντι Κάπριο ομοσπονδιακός αστυνομικός που ερευνά ύποπτη ψυχιατρική κλινική – φυλακή απομονωμένη σε δυσοίωνο νησί. Αρκούν. Για όλα τα υπόλοιπα μπορεί κανείς να διαβάσει εκ των υστέρων. Αλλά αν διαβάσει εκ των υστέρων, τότε γιατί να μη γράφει κι ο άλλος ελεύθερα, σταματώντας να ακροβατεί ανάμεσα στην προσπάθεια να φτιάξει τον αναγνώστη για την ταινία και τον φόβο να του χαλάσει την εμπειρία θέασής της, σταματώντας να κωλύεται να μιλήσει για εκείνο που τελικά θέλει να πει η ταινία; Υπάρχει μια θεμελιώδης δυσαρμονία στη συνθήκη κάθε κινηματογραφικής κριτικής και αυτό δεν είναι μυστικό.

Στην περίπτωση του «Νησιού των καταραμένων» συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ χάρη στο μυστικό της ανεβαίνει επίπεδο, μετατρεπόμενη από ταινία είδους (της καλύτερης βέβαια ποιότητας, με μερικές παντοδύναμες εικόνες) σε κάτι πολύτιμο, νιώθεις ότι την ίδια ώρα κάπως φτηναίνει εξαιτίας του μυστικού της. Με άλλα λόγια υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στην ευεργετική επίδραση της ουσίας του μυστικού και στην μάλλον άδικη (για ό,τι έχει κινηματογραφικά προηγηθεί και για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει) επίδραση του εντυπωσιασμού του μυστικού.

Σχετικά με τρεις σκηνές: – Ο Ντι Κάπριο θέλει να ανακρίνει όλο το προσωπικό της κλινικής. Το αίτημά του γίνεται δεκτό. Το επόμενο πλάνο «κόβει» σε μια οθόνη γεμάτη με μαύρους ανειδίκευτους νοσοκόμους. Σε μια ταινία που κινηματογραφείται απενοχοποιημένα στη διαπασών, η σκηνή δεν φωνάζει. Το κοινωνικό σχόλιο που παρεμπιπτόντως κάνει (στα χνάρια της «Φωλιάς του Κούκου») το κάνει οργανικά, ως κομμάτι της πλοκής.

– Ακόμη πιο διακριτική η σκηνή όπου υψηλόβαθμος αξιωματικός του Νταχάου προσπαθεί να πιάσει το πιστόλι του για να αυτοκτονήσει. Στο χέρι του με το ζόρι αχνοφαίνεται μια βέρα: τα Νταχάου τα διοικούσαν οικογενειάρχες. 

– Ο Ντι Κάπριο βρίσκει σε μια σπηλιά την (πανταχού παρούσα τα τελευταία χρόνια) Πατρίσια Κλάρκσον. Κάθονται αντικριστά. Ανάμεσά τους καίει μια φωτιά. Συζητάνε πολλά σημαντικά για την πλοκή. Η σκηνή κρατά αρκετά και σε όλη τη διάρκειά της τα πρόσωπα τους τα φωτίζουν οι φλόγες που τρεμοπαίζουν, αλλά με ένα παράξενο τρόπο, σαν να προσπαθούν να μας εμποδίσουν να δούμε. Δεν είναι μια φωτιά που κολακεύει την εικόνα, είναι μια φωτιά που μάλλον την παρεμποδίζει. Ίσως να είναι μια ακόμα σινεφίλ αναφορά του Σκορσέζε από κάποια απίθανη ταινία, καθόλου δεν αποκλείεται να έχει και μεταφορικό ρόλο, αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει κινηματογραφικό ρόλο: πρόκειται για πλάνα απροσδόκητα, παιχνιδιάρικα, ενοχλητικά, συναρπαστικά.

Η βέρα, οι μαύροι νοσοκόμοι, η φωτιά: θα μπορούσε να μην φορά βέρα, θα μπορούσε να υπήρχε ποσόστωση στο χρώμα των νοσοκόμων, θα μπορούσαν να μην τρεμοπαίζουν με αυτόν τον τρόπο μπροστά στα πρόσωπά τους οι φλόγες: πρόκειται για πλάνα που δεν αλλοιώνουν δευτερόλεπτο το ρυθμό της αφήγησης, η οποία θα συνεχιζόταν με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό αν στην θέση τους υπήρχαν άλλα. Η ιστορία παραμένει πρωταγωνίστρια, αλλά ο σκηνοθέτης έχει επέμβει στο σώμα της.

 Ο επικεφαλής των λογικών: «Οι άνθρωποι της βίας είναι η ειδικότητά μου», θα πει ο ψυχίατρος Μαξ Φον Σίντοφ, σε μια ατάκα που θα συμπεριλαμβάνεται πλέον σε κάθε είδους αφιέρωμα που θα γίνεται για το έργο του Σκορσέζε, καθώς τον συνοψίζει. Σε περασμένες δεκαετίες η συζήτηση για την κινηματογραφική βία ήταν στην μόδα, αλλά μάλλον ωριμάσαμε και καταλάβαμε πως δεν είναι και το πιθανότερο πράγμα στον κόσμο να γίνει κανείς γκάγκστερ εξαιτίας του Σκορσέζε. Βίαιος γίνεσαι για ένα σωρό άλλους λόγους, αλλά όχι λόγω του καλού σινεμά.

Αν η μία ειδικότητά του είναι οι άνθρωποι της βίας, η άλλη είναι η κινηματογραφοφιλία. Έτσι γεννιέται η βλάσφημη σκέψη ότι αν προσέθεσε κι αυτός στο βιογραφικό του μερικές σκηνές ολοκαυτώματος (σε φλας μπακ ο Ντι Κάπριο βασανίζεται από φαντάσματα του Νταχάου),  το έκανε περισσότερο κυρίως λόγω της κινηματογραφικής ιστορίας του ολοκαυτώματος και λιγότερο λόγω της αληθινής, ορμώμενος περισσότερο από το ολοκαύτωμα σαν σινεμά και λιγότερο από την πραγματικότητά του. 

«Ο Θεός αγαπά τη βία, ειδάλλως γιατί να υπάρχει τόση παντού, δώρο του Θεού η δυνατή καταιγίδα, πρόκειται για τη βία Του, μιμούμαστε το παράδειγμά Του και για αυτό πολεμάμε, το δέντρο που η καταιγίδα έριξε στο σαλόνι μου πιο καθαρό από κάθε ιδέα για ηθική τάξη, όταν όλες οι συμβάσεις σπάσουν και μας χωρίζει η επιβίωση, το μόνο ερώτημα που μένει είναι αν η δική μου βία θα υπερτερήσει της δικής σου». Αυτά τώρα δεν τα λέει κάποιος τρελός. Ο λόγος αυτός ανήκει στον Αρχιφύλακα της ψυχιατρικής φυλακής, ο λόγος αυτός ανήκει στον επικεφαλής των λογικών που φυλάνε τους τρελούς για να μην δραπετεύσουν. Άλλωστε σε άλλη σκηνή ένας τρελός λέει ότι έξω είναι ένας τρελός κόσμος και κανείς δεν είναι τόσο τρελός για να θέλει να γυρίσει σε αυτόν. 1954: χθες η βία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η παράνοια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, σήμερα η βία της απειλής της ατομικής βόμβας και η παράνοια της αντικομουνιστικής υστερίας του ψυχρού πολέμου, έξω από το ψυχιατρείο βία και παράνοια, μέσα στο ψυχιατρείο βία και παράνοια, φόβοι για ναζιστικής καταγωγής πειράματα με το μυαλό των ασθενών, βεβαιότητες για ηλεκτροσόκ και λοβοτομές, ο γιατρός του Μαξ Φον Σίντοφ και ο ψυχίατρος του Μπεν Κίγκσλεϊ προσεγγίζουν διαφορετικά τους βίαιους ανθρώπους.

Και ο Σκορσέζε πώς τους προσεγγίζει στο σύνολο του έργου του; Προσπαθεί να τους καταλάβει; Να τους τιμωρήσει; Να τους εξιλεώσει; Να τους χαρίσει αυτογνωσία; Όλα μαζί; Σίγουρα προσπαθεί να τους κινηματογραφήσει. Και το κάνει καλύτερα από τον καθένα. Στον διάσπαρτο εμβληματικούς καθρέφτες κινηματογράφο του, υπάρχουν και φορές που η αυτογνωσία δεν αντέχεται. Καλύτερα βασιλιάς για μια νύχτα παρά κορόιδο για μια ζωή, αλλά κάποτε ήμουν τυφλός και τώρα είδα: καλύτερα να πεθάνεις σαν καλός άνθρωπος παρά να ζεις σαν τέρας, καλύτερα καλός άνθρωπος για μια νύχτα παρά τέρας για μια ζωή,

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.