«Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του Μάρτιν Σκορσέζε: Το μεγάλο βήμα εκτός

Η μεγάλη εικόνα πίσω απ' τις μεγάλες εικόνες

Εκτοπισμένη από τις περιοχές στις οποίες πάντα ζούσε, η φυλή των Όσειτζ βρίσκεται να κατέχει σε αντάλλαγμα κακοτράχαλη γη κάπου στην Οκλαχόμα. Το σχέδιο δεν ήταν να πάνε καλά τα πράγματα για αυτούς, όπως και για κάθε άλλη φυλή αυτοχθόνων. Αλλά νά που στα τέλη του 19ου αιώνα εντοπίζεται ξαφνικά εκεί πετρέλαιο και η τύχη της φυλής αλλάζει. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, παραμονές της δεκαετίας του 1920, τα μέλη της έχουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στο κόσμο. Αλλά δεν παύουν να είναι Ινδιάνοι, ε; Οπότε στα εισοδήματά τους δεν μπορούν να έχουν και απευθείας πρόσβαση, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς νομικής κηδεμονίας, κατά το οποίο οι αναλήψεις τους πρέπει να εγκρίνονται κάθε φορά από λευκούς τραπεζίτες, αφού πρώτα προηγηθεί ο σχετικός έλεγχος και λογοδοσία: «Τι κονδύλι είναι αυτό για το φαγητό της μαμάς σου; Να τρώει λιγότερο κρέας, δεν χρειάζεται τόσο».

Ο αρχικός ρατσισμός της εκτόπισης, δίνει τη θέση του στο ρατσισμό της κηδεμονίας, για να οδηγηθούμε αναπόφευκτα στον ρατσισμό της υφάρπαξης των περιουσιών τους, με κάθε δυνατό μέσο, νόμιμο ή και ευθέως εγκληματικό. Είναι παραπάνω από σαφές ότι τέτοιος πλούτος δεν γίνεται να μείνει στα χέρια τους, είναι σκανδαλώδες, είναι ενάντια στους νόμους του Θεού και του πολιτισμένου κόσμου και αυτό το σκάνδαλο πρέπει να διορθωθεί.

Από την άλλη ο ρατσισμός είναι η μισή εξήγηση, ίσως και λιγότερη από τη μισή. Όταν οι έποικοι πήγαν και εκτόπισαν τους Ινδιάνους, δεν ήταν το αίσθημα της φυλετικής υπεροχής το βασικό κίνητρο, το βασικό κίνητρο ήταν η κατάληψη εκτάσεων, η εκμετάλλευση εκτάσεων και πλουτοπαραγωγικών πηγών, το κτίσιμο κοινοτήτων και οικονομιών και η ενσωμάτωσή τους σε πολιτείες και τελικά σε ένα κράτος, όπου η φύση δεν θα είναι πια σκέτη φύση, όπου όλα θα είναι υποταγμένα σε ένα συνολικό πρόγραμμα παραγωγικότητας, ανάπτυξης, προκοπής, κεφαλαιοποίησης, κέρδους. Κι αν αυτό ίσχυε μια φορά για τις εκτοπίσεις, ισχύει στο πολλαπλάσιο για την κλοπή των περιουσιών τους: το γεγονός ότι τις κατέχουν Ινδιάνοι απλά δίνει το πράσινο φως στην απληστία των λευκών, απλά καθιστά πολύ ευκολότερη τη δυνατότητα να αλλάξουν χέρια.   

 

 

Στην πρώτη σκηνή των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» oι γηραιότεροι των Όσεϊτζ θρηνούν τελετουργικά την αφομοίωση των νεότερων γενεών από τους λευκούς, θρηνούν το γεγονός ότι τα παιδιά και τα εγγόνια τους παραδίδονται πια ψυχή τε και σώματι σε έναν άλλον τρόπο ζωής, στον τρόπο και την ιδεολογία των λευκών. Το πετρέλαιο και ο ξαφνικός μεγάλος πλούτος είναι μεγάλο δέλεαρ για να θες να ζεις κι εσύ πολυτελώς, να φοράς ακριβά ρούχα, να έχεις ακριβά αυτοκίνητα.   

Πώς όμως να τους πάρουμε την περιουσία; Στάδιο πρώτο, θα τους βάλουμε να παντρευτούν δικούς μας. Στάδιο δεύτερο, αν δεν πεθάνουν αρκετά γρήγορα από φυσικά αίτια (γιατί έχουν ούτως ή άλλως χαμηλό προσδόκιμο ζωής, αρρωσταίνοντας από τα φαγητά μας και τα ποτά μας), η επίσπευση του μοιραίου δια δολοφονιών. Και μάλλον όλο αυτό που στη διάρκεια της ταινίας αρχίζει να μοιάζει με ηλιθιότητα, με έλλειψη κάποιων προφυλάξεων ώστε να μην σε υποπτευθούν όλοι, είναι στην πραγματικότητα μια αίσθηση ασυδοσίας και ατιμωρησίας, η συνειδητοποίηση ότι είναι εντελώς άλλο πράγμα να σκοτώνεις λευκούς και εντελώς άλλο ινδιάνους ή (σε τριγύρω περιοχές) νέγρους. 

Κάπως έτσι θα κυλήσουν σχεδόν 3 ½ ώρες, όπου θα βλέπουμε τον χαρακτήρα του Ρόμπερτ Ντε Νίρο να κινεί τα εγκληματικά νήματα και τον χαρακτήρα του Λεονάρντο Ντι Κάπριο να ακολουθεί τις ντιρεκτίβες του. Κι ενώ θεωρώ ότι μέσα σε όλα τα σεναριακά προβλήματα της ταινίας, κανείς τελικά χαρακτήρας δεν έχει αναπτυχθεί με ικανοποιητικό τρόπο, ίσως θα ταίριαζε περισσότερο να εξετάζαμε τον ήρωα που υποδύεται ο Ντε Νίρο, όχι τόσο ως άνθρωπο με εξατομικευμένες ιδιότητες, όσο ως αρχέτυπο. Αν δηλαδή δεν μας προσφέρεται καμία ειδικότερη πινελιά στον χαρακτήρα του, ως προς το γιατί θέλει τόσο πολύ να έρθουν όλα στα χέρια του με κάθε τίμημα, ίσως είναι γιατί τελικά τέτοιες πινελιές θα ήταν αδιάφορες: το ζήτημα δεν είναι ο συγκεκριμένος ήρωας ως «κακός», το ζήτημα δεν είναι η εξέταση της ψυχοσύνθεσής του ως κακού, αν δεν ήταν ο συγκεκριμένος θα ήταν κάποιος άλλος, κι αν δεν ήταν κάποιο φυσικό πρόσωπο θα ήταν κάποια εγκληματική οργάνωση ή κάποια μεγάλη εταιρία, το ζήτημα είναι πως η απληστία για τη συσσώρευση των περιουσιών και του κέρδους είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού – κι ο ρατσισμός το τσιράκι του.  

 

 

Παρά ταύτα το σενάριο είναι κατά τη γνώμη μου συνολικά προβληματικό. Σχέδια για εγκληματικές ενέργειες καταστρώνονται, τα ξεχνάμε, επανερχόμαστε σε αυτά μετά από μισάωρα ή μπορεί και ώρες είναι και πολλές, άλλωστε. Κι αν για τον χαρακτήρα του Ντε Νίρο μπορούμε να δώσουμε δια της ανωτέρω ερμηνείας ένα πάσο, φοβάμαι ότι η σχέση του Ντι Κάπριο και της Λίλι Γκλάντστοουν, που υποδύεται τη γυναίκα του, δεν χρωματίζεται ποτέ με τον -εικαζόμενα- επιθυμητό τρόπο. Εδώ δηλαδή δεν έχει νόημα να μιλάμε για αρχέτυπα, εδώ ή υπάρχει ένα προσωπικό δράμα μεταξύ δύο ανθρώπων ή όχι. Θα έπρεπε να δούμε την ιστορία της σχέσης του ζευγαριού πολύ πιο αμφίσημα και μαζί πολύ πιο τραγικά; Δεν πετυχαίνει: οι ισορροπίες δεν λειτουργούν, η εύρεση της λεπτής γραμμής δεν επιτυγχάνεται.

Έρχεται αναπόφευκτα στο μυαλό η «Αόρατη Κλωστή» του Πολ Τόμας Άντερσον, όπου εκεί ένα πολύ παρεμφερές μοτίβο επίδρασης του ενός μέλους του ζευγαριού στο άλλο, κατάφερνε να παντρέψει ιδανικά το εντελώς φακντ απ με το εντελώς ερωτικό, το άρρωστο με την ανάγκη για εξισορρόπηση δυνάμεων και δημιουργία μιας ισότιμης σχέσης. Εδώ ο Ντι Κάπριο σκιαγραφείται ως το απόλυτο υποχείριο, ο άνθρωπος που κάνει ό,τι του λένε, δεν πάει να είναι και το χειρότερο πράγμα του κόσμου. Αλλά κι αντίστροφα, ενώ η Γκλάντστοουν έχει αρχικά σκιαγραφηθεί ως πολύ ανεξάρτητος και συγκροτημένος χαρακτήρας, καταλήγει να δέχεται παθητικά μια συμπεριφορά οι συνέπειες της οποίας θα έπρεπε τουλάχιστον να την υποψιάζουν. Κι έτσι, αντί να έχουμε έναν ανυποψίαστο ερωτευμένο που λειτουργεί ως ενεργούμενο και μια τυφλωμένη από εμπιστοσύνη κι έρωτα, τελικά μοιάζουν στα μάτια μας περισσότερο ως ένας που βρίσκεται κάπου στα σύνορα μεταξύ της πιο ακραίας ηλιθιότητας και της πιο κυνικής δολιότητας και μια που εξακολουθεί να πετά στα σύννεφα για τον άντρα της, όταν θα έπρεπε να βρίσκεται προ πολλού πεσμένη στη γη και αφυπνισμένη από την καταιγίδα που μαίνεται.

Όταν πρωτοάρχισα να παρακολουθώ πιο στενά τα του κινηματογράφου, ειδικά μέσα από τα τεύχη του αγαπημένου περιοδικού «Σινεμά», ένας μεγάλος κακός είχε καρφωθεί στο μυαλό μου: αυτός των παραγωγών και των στούντιο που στερούν το final cut από τους σκηνοθέτες, που βυσσοδομούν πάνω στο όραμα των σκηνοθετών, με αποτέλεσμα ταινίες κουτσουρεμένες, λειψές, όχι όπως τις είχαν ονειρευτεί οι δημιουργοί τους. Με πολλές αφορμές τα τελευταία χρόνια έχω σκεφτεί ότι θα χρειαζόταν μια μερική έστω αναθεώρηση αυτού του δόγματος: ίσως το εξωτερικό μάτι, ακόμα κι αν έχει κριτήρια εντελώς εμπορικά, μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι πιο αμερόληπτο. Θέλω τελικά να πω, πως το πρόβλημα δεν είναι ότι οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» διαρκούν 3 ½ ώρες, αλλά ότι στην πράξη η τόση μεγάλη διάρκεια αποδεικνύεται κατά τη γνώμη μου αχρείαστη, όπου στην πιο επιεική εκδοχή δεν προσθέτει κάτι στην ταινία, ενώ στη λιγότερο επιεική αλλά ίσως και πιο δίκαιη τής κάνει και κακό. 

Με την προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας του Σκορσέζε, τον «Ιρλανδό», είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί έμοιαζε με ξαναζεσταμένο και βασικά κακοζεσταμένο φαγητό, ωστόσο είχε ένα πολύτιμο τελευταίο κεφάλαιο, με το οποίο έβαζε τα πράγματα σε μια άλλη διάσταση, πιο υπαρξιακή, εξετάζοντας όχι μόνο την ιστορία της συγκεκριμένης ταινίας, αλλά και τελικά την ιστορία τόσων και τόσων ταινιών του Σκορσέζε, από τη σκοπιά του τι έρχεται αν καταφέρεις και τη βγάλεις καθαρή στο μεγάλο παιχνίδι των αλληλοσκοτωμών και της απόκτησης εξουσίας: κάτι άλλο από το γήρας, τη φθορά και τον θάνατο;

Στην προπροηγούμενή του, τη «Σιωπή», έχουμε μια μεγάλη ανατροπή στο τελευταίο πλάνο, αλλά βρισκόμαστε -και βρίσκεται και ο ίδιος δηλαδή- ακόμα εντελώς μέσα στον μύθο του, εντελώς μέσα στην ιστορία του, ο Σκορσέζε δεν έχει ακόμα κάνει το βήμα προς τα έξω. Έχω την αίσθηση ότι, τόσο με τον «Ιρλανδό», όσο και τώρα με τους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» (που ούτως ή άλλως θεωρώ πολύ καλύτερη ταινία από τον «Ιρλανδό»), αυτό που μας επιφυλάσσει στο τέλος είναι ακριβώς το βήμα προς τα έξω από το ίδιο του το σινεμά, μια πλήρης ανατροπή του παιχνιδιού, μια εξέταση των συστατικών του, ένα έλα τώρα να δούμε τα πράγματα αλλιώς, να δούμε τη μεγάλη εικόνα πίσω από τις μεγάλες εικόνες που μια ζωή συνέθετα και σας προσέφερα.

 

 

Είναι λοιπόν σαν όσο μεγαλώνει ο Σκορσέζε (και για να μην πέσει η πιο δίκαιη απ’ όλες τις φωτιές να με κάψει, μιλώ μόνο για τις συγκεκριμένες δυο ταινίες) να χάνει κάτι από το αμιγώς κινηματογραφικό αισθητήριό του, κάτι από την κινηματογραφική του «σοφία» (κάτι που θα τον έκανε δηλαδή να αναρωτηθεί αν οι ιστορίες που διηγείται επί τριαμισάωρο είναι όντως τόσο καθηλωτικές και μας είναι τόσο απαραίτητο να δούμε να ξεδιπλώνεται κάθε πτυχή της πλοκής), αλλά ταυτόχρονα να έχει φωτιστεί με μια εξωκινηματογραφική και ευρύτερη και κυριολεκτικότερη σοφία: λοιπόν, ό,τι είδατε ως τώρα, οι εξαντλητικές πλεκτάνες, τα αιώνια φονικά επί φονικών, οι αιώνιες άνοδοι και κάθοδοι στην εξουσία, οι αιώνιοι των αιωνίων Ιούδες που προδίδουν, έφτασαν στα όριά τους, τώρα θέλω να κοιτάξω εγώ τόσο το ίδιο μου το έργο όσο και το έργο των ανθρώπων και των κοινωνιών, και να δω κάτι άλλο.

Τι υπάρχει πέραν από αυτό, τι υπάρχει όταν τελειώσει όλο το μακελειό για το κυνήγι του πλούτου και της εξουσίας; Στον «Ιρλανδό» υπάρχει ο φυσικός θάνατος από γηρατειά, η θνητότητα που μας σκοτώνει στο τέλος όλους, μας εξουσιάζει στο τέλος όλους, μας νικάει στο τέλος όλους. Στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» υπάρχει μια άλλου τύπου ενσωμάτωση και αφομοίωση, όχι του πολιτισμού των αυτοχθόνων στον δυτικό πολιτισμό, αλλά του κάθε τι που συμβαίνει στην ιστορία των ΗΠΑ, οσοδήποτε βίαιου, βάρβαρου και εγκληματικού, μέσα σε ένα σόου, μέσα σε μια βιομηχανία που θα το πάρει, θα το δραματουργήσει, θα το αναπαραστήσει, θα στο αφηγηθεί, θα παράξει μια κυρίαρχη ανά την εποχή αφήγηση, θα παράξει ιδεολογία, θα οδηγήσει με τη σειρά του στο να βγει κέρδος. 

Κι όπως στον εικοστό αιώνα τα γούεστερν ξανάγραψαν την ιστορία κατά πώς βόλευε, ώστε οι αυτόχθονες να είναι οι βάρβαροι και οι πολιτισμένοι να είναι οι έποικοι, η εποχή αυτό απαιτούσε, τα χρήματα έτσι έβγαιναν, το πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα αυτό ήταν, έτσι και τώρα ο Σκορσέζε κάνει τη μεγάλη μαγκιά, την μεγάλη κίνηση αυτογνωσίας να βάλει το δικό του προϊόν και το δικό του το είναι στο στόχαστρο. Τελικά αναπόσπαστο μέρος όλης της γενεσιουργίας και της διατήρησης σε θέση ισχύος των ΗΠΑ είναι το να διηγείται ιστορίες και να βγάζει χρήματα άλλοτε ευθέως διαστρεβλωτικά της Ιστορίας, άλλοτε αναθεωρητικά προς το σκοπό της αποκατάστασής της. Το σύστημα είναι ίδιο όμως. Ο κινητήριος μοχλός είναι ο ίδιος. Εκτός από όλα τα άλλα, εδώ στις ΗΠΑ με τη βία αφενός φτιάξαμε τη χώρα μας και κάναμε τα εσωτερικά και εξωτερικά μας κουμάντα και αφετέρου μιζάρουμε πάνω της ως θέαμα ή ακρόαμα, παράγουμε ιστορίες για να καταναλώνετε, ανατροφοδοτούμενοι από την ιστορία της βίας με την οποία κερδίσαμε όταν τη χρησιμοποιήσαμε πρωτογενώς, κερδίζοντας μια δεύτερη φορά τώρα που την αναπαριστούμε.

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι από αυτούς τους ηθοποιούς που δεν μπορούν ποτέ να είναι αδιάφοροι, είναι σαν να κουβαλάει μια τέτοια εσωτερική ερμηνευτική ένταση, που θα βρει πάντα τρόπο να τη διοχετεύσει. Ο προγναθισμός του ήρωα κάνει εντύπωση, όχι απαραίτητα καλή, αλλά θα ήθελα να δώσω ειδικό ένσημο στην οδοντοστοιχία του, που είναι κάπως ταμπού για το Χόλιγουντ και τους σταρ του να παρουσιάζεται τόσο χάλια. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο δίνει για μένα μια εντελώς αξιοσημείωτη και αξιαγάπητη ερμηνεία, γιατί είναι απαλλαγμένος από όλα τα εκφραστικά σημεία κατατεθέντα του, που του έχουν γίνει δεύτερη φύση. Όσες μούτες κι αν τον κατέπνιξαν επί δεκαετίες παραμένει ογκόλιθος. Αλλά η Λίλι Γκλάντστοουν κλέβει την παράσταση κι από τους δύο τους έχοντας ένα ανάστημα και μια στιβαρότητα, σαν να ήταν κι αυτή επί δεκαετίες δίπλα τους στην πρώτη γραμμή. 

 

 

Εκτός από την απληστία του καπιταλισμού, των γκάνγκστερ, του συστήματος, υπάρχει και μια άλλου τύπου απληστία, αυτή του Μάρτιν Σκορσέζε: θέλει να γυρίζει και να γυρίζει και να γυρίζει. Ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ. Και γυρνά. Κι αν ίσως σε έναν βαθμό πέφτουν κι οι τελευταίες του ταινίες θύματα αυτής της απληστίας, κρατώντας περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, εντελώς χαλάλι, κι αν δεν είναι κάθε ταινία του λίγο πριν και λίγο μετά τα ογδόντα ένα ολοκληρωτικό αριστούργημα πάλι δεν πειράζει.

Ας μου επιτραπεί να αντιγράψω όσα έλεγα για το “Pretend it’s a City”:  «Για ό,τι κι αν μιλάνε οι ταινίες του, οι σειρές, τα ντοκιμαντέρ του, όλο του το έργο και όλος του ο δημόσιος βίος είναι αποτύπωση ζωής, είναι μια μεγάλη κατάφαση στη ζωή, είναι μια ακόρεστη δίψα για ζωή. Δεν είναι μόνο η καλλιτεχνική αντοχή του και η διάρκειά του στον χρόνο, είναι και όλη αυτή η πολυπραγμοσύνη του, είναι ότι αυτούς τους δυο τρεις τομείς της ζωής που αγάπησα βαθιά και με συντάραξαν βαθιά, θα τους εξερευνήσω, θα τους σκάψω, θα τους καταγράψω όσο περισσότερο μπορώ. Ο Σκορσέζε δεν ήταν ποτέ ο τύπος που κρυβόταν πίσω από την κάμερα. Εκτός από τον σκηνοθέτη Σκορσέζε, μεγαλώνουμε δεκαετίες παράλληλα, δεν θα πω με τον άνθρωπο Σκορσέζε, αλλά με την περσόνα του Μάρτιν Σκορσέζε ναι, με τη φιγούρα του Μάρτιν Σκορσέζε ναι. Έχει κάνει πάρα πολύ καλύτερο και πιο αξιοβίωτο τον κόσμο μας ο Μάρτιν Σκορσέζε. Και εξακολουθεί να τον κάνει». 

Kαι μας προσφέρει στο τέλος των Δολοφόνων του «Ανθισμένου Φεγγαριού» και μερικά δευτερόλεπτα συγκίνησης, στα οποία με το ζόρι συγκρατείς ένα δάκρυ, γιατί σε έναν κόσμο που τόσα πολλά πράγματα μαζί πάνε κατά διαόλου, έζησε και ζει, κινηματογράφησε και κινηματογραφεί, μας έλεγε και μας λέει ιστορίες ο Μάρτιν Σκορσέζε.  

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

  1. Πιστεύω ότι ο Σκορτσέζε δεν θέλει να εστιάσει στη σχέση του ζευγαριού ως πρωτεύων θέμα. Το κέντρο της ταινίας είναι η Γκλάντστοουν. Δεν ξέρει πώς να ζήσει την ασθενική ζάμπλουτη ζωή της. Βρίσκεται με το ένα πόδι σε μια παράδοση ινδιάνικη που πεθαίνει και με το άλλο στο νέο και γοητευτικό που φέρνουν οι λευκοί. Ξέρει από την αρχή και το δηλώνει ότι ο άντρας της δεν είναι έξυπνος αλλά είναι όμορφος. Ξέρει ότι οι φόνοι γίνονται από τους λευκούς κλπ Δεν πέφτει από τα σύννεφα όταν όλα αποκαλύπτονται. Αυτό που συμβαινει στο τέλος είναι ότι ο έρωτας του ζευγαριού δεν μπορεί να επιβιώσει μιας τέτοιας διεστραμμένης κατάστασης και οδηγείται ο ένας ενάντια στον άλλον, γι αυτό ζητείται εξωτερική βοήθεια για απόδοση δικαιοσύνης .. δεν μπορεί να υπάρξουν κοινοί πόλοι, μόνο μια αναγνώριση ότι και οι δύο έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά όλα γύρω τους τους συνέτριψαν …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.