Οδηγός επιβίωσης στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2022

Σκέψεις και παρατηρήσεις για το φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και όλες οι παραστάσεις που δεν πρέπει να χάσετε

Τρίτη χρονιά φέτος για την Κατερίνα Ευαγγελάτου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στην ολοκλήρωση μιας θητείας που σημαδεύτηκε από την πανδημία, γεγονός που αναμφίβολα δεν επέτρεψε τόσο στην ίδια, όσο και στον θεσμό να βρουν ομαλά τον βηματισμό τους. Δεν ξέρω αν είναι δίκαιο να απαιτεί κανείς από ένα τέτοιο θεσμό να ξεφύγει από την πορεία που μοιάζει να ακολουθεί όλο το ελληνικό θέατρο -και όχι μόνο- στη μετά τον εγκλεισμό εποχή, δηλαδή μια συντηρητική στροφή, μια επιστροφή στα καθιερωμένα. Σίγουρα πάντως ο φετινός προγραμματισμός δεν καινοτομεί. Αυτό φυσικά δεν μειώνει το γεγονός πως υπάρχουν αρκετές εκδηλώσεις που αξίζουν τον χαρακτηρισμό της πολυαναμενόμενης.

Σε ό,τι αφορά το θέατρο, η επάνοδος του Ίβο βαν Χόβε και της Κομεντί Φρανσέζ στο Φεστιβάλ, και μάλιστα με τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου στην αρχική, τρίπρακτη και σπανίως παιζόμενη εκδοχή του, μόνο ευπρόσδεκτη μπορεί να θεωρηθεί. Αναμφίβολα από τους κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες θεάτρου, ο καινοτόμος Ολλανδός δεν ταιριάζει πάντα με το μάλλον συντηρητικό πρώτο τη τάξει κρατικό θέατρο της Γαλλίας. Όμως αυτό δεν τον έχει εμποδίσει να χαρίσει απολαυστικές στιγμές στο κοινό –κυρίως με τους «Καταραμένους» του Βισκόντι. Όπως και να ‘χει, νομίζω πως όποιος πει -ή σκεφτεί- «πάλι Ίβο βαν Χόβε;» είναι μάλλον κακομαθημένος ή επιπόλαιος.

Ταρτούφος ή Ο υποκριτής

Το «Αδελφοσύνη, φανταστική ιστορία» της Καρολίν Γκυελά Ενγκυγέν είναι ένας σπάνιος συνδυασμός: θέαμα προσεγγίσιμο από ευρύτερο κοινό, και ταυτόχρονα θέατρο πολύ υψηλής ποιότητας. Ανώτερη από την -ήδη αξιόλογη- «Σαϊγκόν» που είδαμε στο Φεστιβάλ το 2019, είναι ίσως η παράσταση που θα πρότεινα στους πάντες χωρίς δεύτερη σκέψη. Με μια απαραίτητη υποσημείωση: προμηθευτείτε χαρτομάντηλα. Προσωπικά έκλαψα με λυγμούς.

Αξιόλογο αναμφίβολα, αν και άνισο, και το «Λυκόφως» της Κριστιάν Ζαταχί, που συνδιαλέγεται επιτυχώς με το Dogville του Λαρς φον Τρίερ. Χαρακτηριστικό δείγμα σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου με ευρύτατη χρήση κάμερας και γόνιμους προβληματισμούς. Δεν νομίζω πως διανύει και την καλύτερη ή τη δημιουργικότερη περίοδό του ο Φιλίπ Κεν. Παρόλα αυτά θα έδινα μια ευκαιρία στο “Farm fatale” του. Ένας δημιουργός με προσωπικό χιούμορ, στίγμα και στυλ, ικανός για ολόκληρη την γκάμα από το καταπληκτικό ως το …πληκτικό.

Αδελφοσύνη, φανταστική ιστορία

Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην αναφερθώ και στην προς αποφυγήν ξένη παράσταση του φεστιβάλ: δεν είναι άλλη από το «Μπερτ Τουρρίντο: μια όπερα» των Nature Theater of Oklahoma. Δεν μπορώ να εικάσω γιατί θεωρήθηκε καλή ιδέα ο επαναπρογραμματισμός –μετά από το προ τετραετίας φιάσκο του «Το κυνήγι της ευτυχίας»- μιας ομάδας που, όποτε την έχω παρακολουθήσει είτε εδώ είτε στο εξωτερικό, συνήθως παίζει με τα νεύρα μας. Ακούγοντας δε στην παρουσίαση του προγράμματος τους χαρακτηρισμούς «μονότονη» και “country όπερα”, ήδη με κατέχει τρόμος στη σκέψη του τι μας περιμένει. Για κάποιο λόγο θυμήθηκα τον Γούντι Άλεν, που έλεγε πως άντεξε σε κάθε λογής βασανιστήρια κατά την ανάκριση, αλλά μετά από 15 λεπτά ακρόασης country τα ομολόγησε όλα. Δεν έχω δει βέβαια τη συγκεκριμένη παραγωγή, αλλά αν κρίνω από τις άλλες και από όσα διαβάζω περί ειρωνείας  προς την αμερικάνικη ποπ κουλτούρα, φοβάμαι πως μάλλον τον θεατή ειρωνεύονται και πάλι οι Κέλλυ Κόππερ και Πάβελ Λίσκα. Αλλά εμείς …τα ίδια Παβελάκη μου, τα ίδια Παβελή μου (όπως είχε ακουστεί προ ετών σε μια θεατρική παράσταση).

Η άλλη πλευρά της καταιγίδας

Θέλω πολύ να δω την απόπειρα του Γιάννη Χουβαρδά στην πρεμιέρα του Φεστιβάλ να πειραματιστεί με τη σαιξπηρική «Τρικυμία». Δεν είναι ισάξιες όλες οι απόπειρές του τα τελευταία χρόνια. Όμως δεν ξεχνιούνται όλα όσα έχει προσφέρει στο ελληνικό θέατρο -κι ακόμα, στην καλή του μέρα, εξακολουθεί να μας χαρίζει απολαυστικές στιγμές – «Παλιοί καιροί», «Μπόρκμαν», παλαιότερα «Περικλής». Θα είμαι εκεί για το «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» για να μου λυθεί  η περιέργεια για το πώς ο Όρσον Ουέλς συνάντησε τον Πρόσπερο με τον σεβασμό που οφείλω σε έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της γενιάς του.

Πέραν του Χουβαρδά, οι ελληνικές παραστάσεις του Φεστιβάλ ανήκουν στη νεότερη έως και νεότατη γενιά, από τη Γιούλα Μπούνταλη και την Ελεάνα Τσίχλη ως τον Αλέξανδρο Ραπτοτάσιο. Δεν θα αποτολμήσω καμιά πρόβλεψη. Ο καθένας δικαιούται την ευκαιρία του, και θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.

Η μουσική που κάποτε κατείχε τη μερίδα του λέοντος στο Φεστιβάλ Αθηνών, έχει αρκετά χρόνια τώρα φτάσει να αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του. Πλήρης έλλειψη φαντασίας στις επιλογές, ανακύκλωση αξιολογότατων μεν, ξαναϊδωμένων δε σχημάτων. Φυσικά και θα χαρώ να ξανακούσω τον Jan Garbarek παρέα με τον Trilok Gurtu, εννοείται πως μετράω από τώρα τις μέρες για την εμφάνιση της Laurie Anderson. Όμως θα ξεχωρίσω τη συναυλία του Ibrahim Maalouf που βρίσκεται πλέον στη χρυσή του ωριμότητα και αναμένω να μας καταπλήξει.

Ibrahim Maalouf

Στο κομμάτι της κλασικής μουσικής, το Φεστιβάλ μοιάζει να μην έχει βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει ακόμα και τις αδιαμφισβήτητα σημαντικές μετακλήσεις του: τεράστιος ο Σερ Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ, όμως θα θυμίζω πως και στον σπουδαίο Έσα-Πέκα Σαλόνεν, και στην περίφημη Il Pomodoro, στις κερκίδες του Ηρωδείου βρεθήκαμε δυστυχώς μόνο οι στενοί συγγενείς και φίλοι. Όσα δε άκουσα από τον Κώστα Πηλαβάκη περί σύμπραξης με ιδιώτες παραγωγούς που μόνο προς όφελος του κοινού αποβαίνει, μάλλον προφάσεις εν αμαρτίαις μου φαίνονται. Άλλωστε αν δεν απατώμαι, στο παρελθόν έχουμε δει και πάλι στο Ηρώδειο και τη Laurie Anderson, και την Patti Smith, σε παραγωγές του Φεστιβάλ Αθηνών. Αν κάνω λάθος, παρακαλώ διορθώστε με… Κι επίσης, προσωπικά δεν περιμένω από το Φεστιβάλ να παρουσιάσει δημοφιλείς επιλογές με κριτήρια εμπορικής επιτυχίας – βλέπε Diana Krall, Godspeed You! Black Emperor, Moderat κ.ά – που μπορούν μια χαρά να τους φέρουν τον Σεπτέμβριο τα γνωστά γραφεία παραγωγής ενοικιάζοντας τον χώρο. Θεωρώ πως ο χαρακτήρας του είναι μάλλον παιδευτικός: να πάρει ρίσκα δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με καλλιτέχνες που η ιδιωτική πρωτοβουλία θα δίσταζε να καλέσει.

Μικρό καλάθι κρατώ επίσης ως προς το πρόγραμμα του χορού, ειδικά μετά από τον περσινό προγραμματισμό που δεν με ξετρέλανε: πολύ παλιά αισθητική από την πλειονότητα των παραστάσεων, βεβιασμένη υποχρεωτική στροφή προς το hip hop – πράγμα όχι απαραιτήτως αρνητικό αφ’ εαυτού του, αλλά που δεν μπορεί να αποτελεί και το κύριο ρεύμα σε μια τέτοια διοργάνωση. Ξεχωρίζω από ξένης πλευράς την επιστροφή της υπέροχης Μαρλένε Μοντέιρο Φρέιτας με το «Κακό-Θεϊκή Μέθη», κι από ελληνικής -μέσω Γαλλίας- την Κατερίνα Ανδρέου, που με κάθε νέα της δουλειά επιβεβαιώνει τις προσδοκίες ως η μεγάλη ελπίδα για το αύριο, αλλά και για το σήμερα.

Κακό-Θεϊκή Μέθη

Οι επιλογές για την πολύπαθη Επίδαυρο σηκώνουν αρκετή συζήτηση. Υπογραμμίζεται σε κάθε ευκαιρία το ενδιαφέρον για τον χώρο, διοργανώνεται μάλιστα και σχετική ημερίδα με εντελώς γενικόλογη θεματολογία. Όμως, με την πικρότατη πείρα του περασμένου Φεστιβάλ, αλλά και των προηγουμένων, φοβάμαι πως θα χρειαστούν περισσότερα ώστε το ενδιαφέρον να γίνει έμπρακτο. Κι αν η καλλιτεχνική διευθύντρια Κατερίνα Ευαγγελάτου προβληματίζεται -δικαίως- για τη μείωση των θεατών, όπως ανέφερε στην παρουσίαση του προγράμματος, ίσως είναι καλό να αναζητήσει τα αίτια στο επίπεδο των παραστάσεων κι όχι στις περιοδείες.

Ευπρόσδεκτη η επάνοδος του Γιόχαν Σίμονς, ημίσεος των πάλαι ποτέ ένδοξων ZT Hollandia, με την «Άλκηστη»: αν διατηρεί έστω και μέρος από την παλιά του φόρμα, σίγουρα η παράσταση θα αξίζει τον κόπο. Για το έτερο ξένο όνομα, τον Γερμανό Ούλριχ Ράσε που θα σκηνοθετήσει τον «Αγαμέμνονα», γνωρίζω σαφώς λιγότερα και επιφυλάσσομαι. Στο ελληνικό κομμάτι… πολλά τα ερωτηματικά. Πιστεύω πως η «Μήδεια» του Μποστ ταιριάζει στον Γιάννη Καλαβριανό. Όμως το τι δουλειά έχει στην Επίδαυρο το συγκεκριμένο έργο, το οποίο παίζεται κατά κόρον από διάφορους θιάσους κάθε καλοκαίρι, και μάλιστα ως επιλογή του Εθνικού Θεάτρου, είναι άξιον απορίας.

Πέρσες του Αισχύλου

Ενδιαφέρον στοίχημα ο «Αίαντας» του Αργύρη Ξάφη, σε σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά. Δεν ξέρω αν διαθέτει επαρκή σκηνοθετική εμπειρία για την Επίδαυρο, αλλά δεν βλέπω γιατί να μην δοκιμαστεί. Θέλω πολύ να δω την άποψη του Δημήτρη Καραντζά στους «Πέρσες», καθώς νομίζω πως έχει μπει σε μια περίοδο ωριμότητας –κι η παρουσία της Ρένης Πιττακή αποτελεί μεγάλο ατού. Ήδη στα θετικά -εδώ που καταντήσαμε- πως δεν αναμένεται να ασπασθεί ομοίωμα του Παρθενώνα κατά την υπόκλιση. Όσο για την «Ιφιγένεια» του Θέμη Μουμουλίδη, δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ πιο πεπαλαιωμένη και ρουτινιάρικη επιλογή. Το αντίθετο, δηλαδή, από αυτά που θα περίμενα να δω ακούγοντας τόσα μεγαλεπήβολα για το εμβληματικό μας θέατρο. Στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχουν ποτέ δοκιμαστεί σκηνοθέτες όπως ο Γιάννης Σκουρλέτης ή η Έλλη Παπακωνσταντίνου. Και απέχουν πολύ από το να είναι οι μόνοι…

Δύο γενικές παρατηρήσεις: η μία αφορά την πασιφανή απομόνωση της Υπουργού Πολιτισμού από τον καλλιτεχνικό κόσμο, γεγονός που αποτυπώθηκε ανάγλυφα και στη χτεσινή συνέντευξη τύπου, όπου το χειροκρότημα κατά την άνοδο και την κάθοδό της από το βήμα δεν άγγιξε καν το χλιαρό, και η ίδια εγκατέλειψε την αίθουσα ελάχιστα αφού εξετέλεσε την υποχρέωση, αφήνοντας πίσω τον Υφυπουργό  Πολιτισμού και Αθλητισμού να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Η άλλη έχει να κάνει με την έλλειψη ενός νέου οράματος για το Φεστιβάλ Αθηνών. Γιατί σαφέστατα και το φετινό πρόγραμμα όπως και τα προηγούμενα- παρουσιάζει ενδιαφέρον. Όμως ούτε τολμά, ούτε καινοτομεί, ούτε διαφοροποιείται από τα προηγούμενα. Η τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο στον θεσμό, βέβαια, ήταν κατά την πρώτη περίοδο του Γιώργου Λούκου.

Newtopia

Δεν γίνεται να μην επισημάνω ένα δεοντολογικό ζήτημα που εγείρει ερωτήματα. Είναι απολύτως δόκιμη η συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Κατερίνας Ευαγγελάτου που σκηνοθετεί τον «Ριγολέττο» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής –είναι διεθνώς αναμενόμενο, αν όχι και απαιτούμενο, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι καλλιτέχνης, να παρουσιάζει και δικές του δουλειές. Δεν νομίζω πως μπορεί να ισχύει το ίδιο όμως για μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, και φέτος εμφανίζονται να συμμετέχουν στο Φεστιβάλ δύο από αυτά: τόσο η Πατρίσια Απέργη, και μάλιστα σε διεθνή παραγωγή, όσο και ο Σταύρος Γασπαράτος, που εμφανίζεται μάλιστα να έχει γράψει ολόκληρο μουσικό έργο για την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Μουμουλίδη στην Επίδαυρο. Αισθάνομαι ιδιαίτερη αμηχανία να πρέπει να μιλήσω περί της ηθικής της «γυναίκας του Καίσαρα». Είναι εξαιρετικά λάθος εποχή για να μένει η οποιαδήποτε σκιά τέτοιου είδους πάνω σε έναν από τους σημαντικότερους καλλιτεχνικούς θεσμούς της χώρας. Και σταματώ εδώ.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.