«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα: Δελφινάριο κλειστού στίβου

Επιθεωρησιακή ανάγνωση ενός κατεξοχήν πολιτικού έργου

Φωτογραφίες: © Patroklos Skafidas

Ο Ντάριο Φο, παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητές του και τις δυσκολίες που παρουσιάζει στο ανέβασμά του, θεωρείται -δικαίως- ένας λαϊκός συγγραφέας. Αυτό το γεγονός συχνά οδηγεί σε μικρές ή και μεγάλες παρεξηγήσεις. Προφανώς στο μυαλό αρκετών, το λαϊκό θέατρο στα καθ’ ημάς ταυτίζεται με την επιθεώρηση. Και για τις νεώτερες γενιές (αρκετές…) καλώς ή κακώς η επιθεώρηση με τη σειρά της ταυτίζεται με το Δελφινάριο. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη μέγιστη παρεξήγηση που τιτλοφορείται «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Κάπως έτσι μπερδέψαμε τον Ντάριο Φο με τον Μάρκο Σεφερλή…

Δεν είναι καινοφανές το φαινόμενο αυτό που εκ πρώτης όψεως φαντάζει ως το μεγαλύτερο ατού μιας παράστασης να καταλήγει να αποτελεί και την κακοδαιμονία της. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Πάνος Βλάχος: παίζει, τραγουδάει, τρέχει πέρα-δώθε, πάνω-κάτω, μεταμφιέζεται, μιμείται, γράφει στίχους, ραπάρει (τραπάρει, μάλλον)… Θα έμπαινα στον πειρασμό να πω ότι σκηνοθετεί κιόλας, όμως η υπογραφή στη μαρκίζα είναι άλλη. Κι ο υπογράφων Γιάννης Κακλέας είναι που φέρει και την ευθύνη: αν είχε προσπαθήσει έστω να χαλιναγωγήσει τον -εξαιρετικά ταλαντούχο- πρωταγωνιστή του, να βάλει σε ένα κανάλι τις προφανείς και μεγάλες ικανότητές του, να τις θέσει στην υπηρεσία του έργου και όχι να τις αφήσει ασύδοτες, φλύαρες, σκόρπιες, να καπελώσουν σε τέτοιο βαθμό την παράσταση, ο τόνος αυτού του κειμένου θα ήταν σίγουρα εντελώς διαφορετικός.

Όμως κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ούτε καν πρέπει να το επιχείρησε: αφέθηκε να παρατηρεί την πληθωρικότητα του Βλάχου χωρίς παρεμβάσεις. Φυσικά, δεν ήμουν παρών στις πρόβες –κάνω μια εύλογη υπόθεση. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα με την αποχώρηση του σκηνοθέτη μετά την πρεμιέρα, ο πρωταγωνιστής να αυτενεργεί ή και να αυθαιρετεί.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε κάτι ακόμη: δεν είναι κακό να παρεμβαίνει κανείς στα έργα –είναι ένα δικαίωμα που έχει προ πολλού κατοχυρωθεί. Δεν βλάπτει, όμως, όταν οι παρεμβάσεις υπερβαίνουν κάποιο βαθμό, να δηλώνεται πως πρόκειται για διασκευή ή για έργο βασισμένο στο  «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Ας χρονομετρήσει κανείς πόση ώρα περνάει πριν να ακουστεί ακόμα και μια τόση δα φράση του έργου (του έργου, υπογραμμίζω, ΟΧΙ του συγγραφέα, πονηρέ αναγνώστη!). Ας υπολογίσει τον χρόνο που παίρνουν τα στιχάκια, οι μούτες, το «σωματικό θέατρο» (από τους πλέον παρεξηγημένους όρους) και αντίστοιχα το κείμενο του συγγραφέα, και θα δούμε αν θα θεωρήσει πως είδε το αναγραφόμενο στο πρόγραμμα έργο. Επαναλαμβάνω, δεν απαγορεύεται. Όμως οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

Υπάρχει όμως κι ένα πρόβλημα ακόμα πιο σοβαρό: το έργο που μας παρέδωσε ο Ντάριο Φο είναι κατεξοχήν πολιτικό. Στην παράσταση, αυτό το κομμάτι υποχωρεί ραγδαία μπροστά στην εκβίαση του γέλιου. Σε έργα όπως το συγκεκριμένο, το κωμικό στοιχείο είναι εντονότατο, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα των καταστάσεων. Στην περίπτωσή μας, το πραγματικό γεγονός –η εκπαραθύρωση ενός ήδη νεκρού ακτιβιστή που πέθανε από το ξύλο στα χέρια της αστυνομίας, όπως και η πολύνεκρη τρομοκρατική ενέργεια στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, έργο ακροδεξιών- περνούν σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, ακούγονται παρεμπιπτόντως: το βάρος πέφτει στα γκαγκς. Αλήθεια, ποιος μπόρεσε πίσω από τον ρόλο της δημοσιογράφου που υποδύεται η Ιφιγένεια Αστεριάδη, που σχεδόν περιορίστηκε στο να κραυγάζει πως είναι κυρία και όχι δεσποινίς, να διακρίνει τη σαφέστατη (δηλωμένη κι από το όνομα ακόμα) αναφορά του Φο στην Οριάνα Φαλάτσι; Για να μην αναρωτηθώ καθόλου αν διακρίνεται κάπου μια ισχυρή φασίζουσα, ακροδεξιά παράδοση που ενδημεί ακόμα στην ιταλική κοινωνία, και οδηγεί στα εκλογικά αποτελέσματα που κατά καιρούς σημειώνονται.

Αναρωτιέμαι αν γίνεται αντιληπτό στους συντελεστές πως συνέβη αυτό ακριβώς που -λεκτικά τουλάχιστον- θέλησαν να εξορκίσουν: η παράσταση του πολιτικού έργου που πήραν στα χέρια τους κατέληξε να λειτουργεί απολύτως εφησυχαστικά. Το κοινό απολαμβάνει την παρωδιακή παρουσίαση των αστυνομικών βιαιοτήτων, τα τραγουδάκια και το γελαστό φινάλε, και πάει για ποτό στους γύρω αστυνομοκρατούμενους δρόμους ή στο κρεβάτι του χωρίς την παραμικρή ευαισθητοποίηση, χωρίς κανέναν προβληματισμό από αυτή την απολιτική παρουσίαση ενός πολιτικού θέματος. Δεν πιστεύω πως είναι κάτι που έγινε σκόπιμα: μάλλον ο υπέρμετρος ενθουσιασμός και ο υπερβάλλων ζήλος οδήγησαν σε αυτό το στρεβλό αποτέλεσμα.

Από όσα είδα κρατώ ως θετικά τη σκηνογραφία της Ηλένιας Δουλαδίρη, αλλά και τις απόπειρες ερμηνείας του Φοίβου Ριμένα και του Θοδωρή Σκυφτούλη: αν η συνολική προσέγγιση ήταν διαφορετική και δεν εξωθούσε τα πάντα προς την επιθεώρηση, θα μπορούσαν να έχουν λειτουργήσει καίρια. Τώρα δυστυχώς χάνονται μέσα στο γενικότερο αλαλούμ.

Info παράστασης:

Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού | Θέατρο Γκλόρια

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

  1. Θα συμφωνήσω, ωστόσο θα μπορούσα να αναγνωρίσω τις προθέσεις του επαναπροσδιορισμού της φαινόμενης επιθεώρησης ως μια παράσταση που προσπαθεί να περάσει ένα πιο ας πούμε “meta” style, αλλά εν τέλει καταφέρνει πανηγυρικά να επαναλάβει την μανιέρα της επιθεώρησης με έναν κλισέ και ενδεχομένως κιτς κατά στιγμές τρόπο.
    Ενδιαφέρουσα κριτική και πολύ μελετημένη (με την οποία συμφωνώ), αν και θεωρώ προσπερνά εντελώς τα λιγοστά θετικά prospects της παράστασης. Μπράβο!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.