«Ο Πολωνός» του Τζ. Μ. Κούτσι: Το nocturne του σπαραγμού

«Ο Πολωνός» παρά την περιορισμένη του έκταση επιδεικνύει ατόφιο το ταλέντο ενός συγγραφέα που έχει χαράξει την εποχή μας

Ίσως ο Πολωνός είναι ένα από τα τελευταία έργα του Τζ. Μ. Κούτσι. Άλλωστε ο μεγάλος Νοτιοαφρικάνος συγγραφέας έχει πατήσει τα ογδόντα τρία. Στο μυαλό μου αυτό σημαίνει ότι με ιδιαίτερη τρυφερότητα οφείλουμε να προσλαμβάνουμε τα έργα τέτοιων προσωπικοτήτων που έχουν φτάσει στην τρίτη ηλικία. Μαθαίνουμε πολλά για αυτούς από αυτά τους τα έργα, σε τι πιστεύουν ακόμα, τι τους συγκινεί ακόμα, τι τους έχει κουράσει και τι τους έχει απογοητεύσει, εν τέλει επιστρέφουν στον εαυτό τους και τον μετράνε τόσο ως άνθρωπο όσο και ως συγγραφέα. Όλα αυτά είναι μαθήματα ζωής. Το μόνο που μου κάνει εντύπωση στην ελληνική έκδοση είναι ότι η ομώνυμη νουβέλα κυκλοφορεί αυτόνομα, ενώ σε άλλες διεθνείς εκδόσεις, π.χ. στη βρετανική, κυκλοφορεί ως Ο Πολωνός και άλλες ιστορίες και διανθίζεται με μερικά ακόμη διηγήματα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι έλασσον ζήτημα, αυτό το κείμενο έχω μπροστά μου και για αυτό θα μιλήσω. Πάμε λοιπόν να πιάσουμε τον Πολωνό από την αρχή.

Το να αναφερθεί κάποιος στην πλοκή της εν λόγω νουβέλας είναι αρκετά εύκολο: ο Βίτολντ, ένας εβδομηντάρης Πολωνός πιανίστας με ειδίκευση στον Σοπέν λαμβάνει την πρόσκληση να δώσει μια παράσταση στη Βαρκελώνη για έναν σύλλογο. Μέλος αυτού του συλλόγου είναι η Μπεατρίθ, η σαρανταοκτάχρονη σύζυγος ενός πλούσιου τραπεζίτη, η οποία αναλαμβάνει να οργανώσει την εν λόγω συναυλία. Ο Βίτολντ, αν και αρχικά παραμένει ανέκφραστος, αποδεικνύεται ότι ερωτεύεται παράφορα την Μπεατρίθ. Εκείνη βεβαίως δεν μοιράζεται το πάθος του, τόσο λόγω ηλικίας όσο και λόγω ιδιοσυγκρασίας. Κι όμως, της κεντρίζει το ενδιαφέρον αυτός ο παράξενος Πολωνός μουσικός και δυσκολεύεται να τον βγάλει από το μυαλό της.

Ένα πρώτο ερμηνευτικό κλειδί μας το δίνει ο ίδιος ο Κούτσι και δεν είναι άλλο από τον Δάντη: «Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρωτάει η Μπεατρίθ τη δεύτερη φορά που την επισκέπτεται. «Αγαπητή κυρία», λέει ο Πολωνός, «Θυμάσαι τον Δάντη, τον ποιητή; Η δική του Βεατρίκη δεν του απηύθυνε ούτε λέξη και την αγαπούσε σε όλη του τη ζωή». Η Βεατρίκη της Θείας Κωμωδίας λοιπόν μεταμορφώνεται σε Μπεατρίθ και αποτελεί μία ενσάρκωση ενός απόλυτου ιδανικού για έναν άντρα που, έχοντας μπει πλέον στην τρίτη ηλικία, αρχίζει και συμφιλιώνεται με την έννοια της θνητότητας και άρα με το συμβολικό ταξίδι στον Άδη. Άρα αυτό είναι; Ένας παραλληλισμός με τη Θεία Κωμωδία που καταλήγει στο ότι ο μοναδικός οδηγός που έχουμε για τη ζωή είναι η αγάπη, το μόνο πράγμα που υπερβαίνει τον θάνατο; Όχι βέβαια, δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Όπως είπα και στην εισαγωγή, τέτοια έργα προσφέρονται για να μπορέσεις να ρίξεις μια μοναδική ματιά στον ψυχισμό των μεγάλων συγγραφέων τους. Κατά τη γνώμη μου ο Πολωνός δεν αποτελεί εξαίρεση.

Ας ξεκινήσουμε από την εξής λεπτομέρεια: ο Βίτολντ ερμηνεύει τα έργα του Σοπέν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο. Εκεί που οι περισσότεροι σολίστ είναι αέρινοι, τρυφεροί, ώστε να υπογραμμίσουν τη ρομαντικότητα του μεγάλου Πολωνού συνθέτη, ο Βίτολντ είναι υπέρμετρα αυστηρός και ακριβής, θυσιάζοντας την ευαισθησία υπέρ μιας πειθαρχίας. Αυτό βεβαίως, αν και πρωτότυπο, είναι αντιδημοφιλές. Δεν θα ήταν υπερβολή να πάει το μυαλό κάποιου στον ίδιο τον Κούτσι, και μάλιστα με δύο τρόπους: αφ’ ενός για την λιτή, αυστηρή του γλώσσα και αφετέρου λόγω του πως και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπήκε ποτέ στο καλούπι του Νοτιοαφρικάνου συγγραφέα που οι περισσότεροι, (και εντός της χώρας του) θα περίμεναν από αυτόν.

Βλέπετε, υπάρχει η προκατάληψη ότι ένας συγγραφέας από μια χώρα με προβληματικό πολιτικό σκηνικό πρέπει διαρκώς να γράφει και να αναφέρεται σε αυτό. Αντίθετα, ο Κούτσι, αν και δεν απέφυγε πλαγίως να αναφερθεί σε ζητήματα της χώρας του, δεν ένιωσε ποτέ άνετα με το να αυτοπεριοριστεί ως ένας «Nοτιοαφρικάνος» συγγραφέας. Γι’ αυτό άλλωστε τα περισσότερα έργα του εκτυλίσσονται σε άλλες χώρες και έχουν συχνά ως κεντρικούς χαρακτήρες διαφορετικές εθνικότητες. Ο Κούτσι έβλεπε τον εαυτό του σαν πολίτη του κόσμου και συγγραφέα με διεθνή προβληματισμό. Γι’ αυτό ίσως άλλωστε ζει στην Αυστραλία εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν είναι λοιπόν σα να χρησιμοποιεί τον Βίτολντ για να μας μιλήσει για το ότι και το προσωπικό του ύφος αλλά και η ίδια του η καριέρα, όσο λαμπρή κι αν αυτή υπήρξε, δεν εναρμονίστηκαν ποτέ με το κυρίαρχο ρεύμα, ακριβώς όπως και η ξεροκέφαλη ερμηνευτική προσέγγιση του Βίτολντ προς τον Σοπέν

Ας εξετάσουμε τώρα το κείμενο από μια διαφορετική πλευρά. Σύντομα γίνεται σαφές ότι ένα από τα βασικά θέματα της νουβέλας είναι η ίδια η έννοια της γλώσσας και η συχνά περιορισμένη της ικανότητα να εκφράσει σύνθετα συναισθήματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ίδιο το ζευγάρι. Η γλώσσα επικοινωνίας τους είναι τα Αγγλικά, τα οποία η Μπεατρίθ μιλάει άψογα αφού είχε φοιτήσει στην Αμερική, ενώ ο Βίτολντ μιλάει επαρκώς. Ακόμα κι έτσι όμως, η επικοινωνία τους συναντάει σημαντικά εμπόδια. Αν μάλιστα αναλογιστεί κάποιος ότι και οι δύο προσπαθούν να εκφράσουν περίπλοκες συναισθηματικές αποχρώσεις, τότε αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολη γίνεται αυτή η επικοινωνία.

Εδώ μπαίνει στην εξίσωση και η ίδια η μουσική. Η μουσική βεβαίως είναι και αυτή μια γλώσσα, ενδεχομένως πιο ικανή να μεταφέρει τις αποχρώσεις αυτές που η συμβατική γλώσσα δεν μπορεί. Όμως και σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα παραμένει. Ο Βίτολντ στέλνει ηχογραφήσεις του στην Μπέατριθ, και αυτό μπορεί να εκληφθεί ως ένας τρόπος επικοινωνίας που αντικαθιστά τα περιορισμένα του αγγλικά. Όμως, όπως ανέφερα πιο πριν, ο τρόπος που ο Βίτολντ παίζει πιάνο, ο τρόπος που προσεγγίζει τον αισθαντικό Σοπέν είναι υπερβολικά αυστηρός και στεγνός για το γούστο της Μπέατριθ. Και σε αυτή την περίπτωση λοιπόν η επικοινωνία μένει ανολοκλήρωτη, σκαλώνει σε εμπόδια. Τι θέλω να πω με αυτό;

Η σχέση του Κούτσι με τη μετάφραση είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού άλλωστε και ο ίδιος έχει υπάρξει μεταφραστής. Στην περίπτωση του Πολωνού μάλιστα, επέμεινε να κυκλοφορήσει πρώτα η ισπανική μετάφραση του έργου και μετά το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά! Στις ευχαριστίες του συμπεριλαμβάνει και την Αργεντίνα (προφανώς ελληνικής καταγωγής) μεταφράστρια πολλών έργων του στα ισπανικά, Mariana Dimopulos, για τις συμβουλές της κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου. Άρα;

Άρα, μήπως ο Κούτσι αμφιβάλλει για το κατά πόσο στα έργα του έχει καταφέρει να εκφράσει αυτό που ήθελε; Μήπως αμφιβάλλει σχετικά με το αν τελικά η λογοτεχνία, ή εν γένει η τέχνη στο σύνολό της, μπορεί να εκφράσει ενδόμυχα και αδιαμόρφωτα συναισθήματα; Ή μήπως η φωνή, το εκφραστικό μέσο που ο καλλιτέχνης έχει στη διάθεσή του, είναι ακατάλληλο για την ιδιοσυγκρασία του, ανήμπορο να εκφράσει αυτό που κατά βάθος θέλει να πει; Αν το παραπάνω ισχύει, τότε αναρωτιέμαι αν ο Κούτσι σχολιάζει την ίδια τη φύση της τέχνης ή αναφέρεται περισσότερο στην προσωπική του διαδρομή, τη διαδρομή ενός συγγραφέα που ενδεχομένως να μην ένιωθε πουθενά απολύτως οικεία, ούτε καν στα ίδια του τα βιβλία.

Τέλος, δεν γίνεται να μην αναφερθώ και στο προφανές: την ευθύτητα και γενναιότητα με την οποία ο Κούτσι αντικρίζει τη φθορά των γηρατειών. Όχι απλά δεν ωραιοποιεί την εξωτερική εμφάνιση και εικόνα του Βίτολντ, αλλά αντιθέτως δείχνει μια σχεδόν βασανιστική εμμονή να τον παρουσιάζει ισχνό και ωχρό, να τονίζει τα σημάδια της ηλικίας, ιδιαίτερα εφόσον η περιγραφή φιλτράρεται από την οπτική γωνία της – αναλογικά νέας – Μπεατρίθ. Αυτό που τονίζει την ηλικία περαιτέρω είναι ο ρόλος του Βίτολντ εδώ ως εραστή, ως του ανθρώπου που επιδιώκει να την σαγηνεύσει, κάτι που προκαλεί μια ανελέητη κωμική αντίφαση. Κι εδώ όμως το σχόλιο είναι σπαρακτικό. Στον άντρα ο πόθος δεν φεύγει ποτέ. Ακόμα κι όταν η σάρκα δεν μπορεί, η επιθυμία παραμένει, αρνείται πεισματικά να καταθέσει τα όπλα.

Η φαινομενικά απλή και απέριττη νουβέλα του Κούτσι αναμενόμενα αποδεικνύεται πολυσύνθετη και πολυεπίπεδη. Το συγκρατημένο και απόμακρο ύφος κρύβει έντονη, σπαρακτική συναισθηματική φόρτιση. Αυτή όμως είναι η γραφή του Κούτσι, μια γραφή που χωρίς ίχνος αλαζονείας, χωρίς να σε εκβιάζει ως αναγνώστη,  σε προκαλεί να σκεφτείς και να νιώσεις. Ο Πολωνός παρά την περιορισμένη του έκταση επιδεικνύει ατόφιο το ταλέντο ενός συγγραφέα που έχει χαράξει την εποχή μας και ο οποίος δικαίως αποκαλείται σπουδαίος.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.