Ο old boy γράφει για το «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» του Άρη Μπινιάρη στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Ανισότητα - ιεραρχία - εξουσία - διαστροφή - καταστροφή: Ακόμα περισσότερο κι απ’ το Σαλό του Παζολίνι, το Σαλό του Μπινιάρη εδράζεται στην ανισότητα και υμνεί την ανισότητα

Φωτογραφίες: © Γιώργος Καλκανίδης

Ο Άρης Μπινιάρης ανεβάζει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα», με μια παράσταση βασισμένη πάνω στην ομώνυμη -περίφημη και μαζί περιβόητη- ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Αντιγράφω από το επίσημο σάιτ της Λυρικής, για όσους τυχόν δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται:

«Στη θεατρική εκδοχή της ιστορίας, σε έναν απομονωμένο και καλά προστατευμένο χώρο, τρεις άντρες, ο Δούκας, ο Εξοχότατος και ο Υψηλότατος, έχουν συγκεντρώσει μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών και τα υποβάλλουν σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια. Εδώ, η “τριλογία του θανάτου” εκτυλίσσεται σε τρεις κύκλους (ο κύκλος της μανίας, ο κύκλος των κοπράνων και ο κύκλος του αίματος), ενώ, παράλληλα, δυο Αφηγήτριες διηγούνται τολμηρές ερωτικές ιστορίες παρμένες από το ημιτελές έργο Οι 120 μέρες των Σοδόμων του Μαρκησίου ντε Σαντ. Σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον ανεξέλεγκτης βίας, οι υφέρπουσες τακτικές του φασισμού παίρνουν τη μορφή ακραίων σαδομαζοχιστικών πρακτικών με στόχο τη βαθμιαία υποδούλωση και εξόντωση των υποψήφιων θυμάτων. Οι οικοδεσπότες της αποτρόπαιης αυτής τελετής αφανισμού, φορείς μιας απολυταρχικής εξουσίας που ψυχαγωγείται εξευτελίζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας, χρησιμοποιούν τη θέση ισχύος που κατέχουν για να αποδείξουν ότι αυτοί ορίζουν τους φρικτούς κανόνες του μακάβριου παιχνιδιού τους».

Ενώ η παράσταση είναι πολύ επιδραστική (όχι παρόλο που, ίσως, αντίθετα, επειδή η παράσταση είναι πολύ επιδραστική), με έναν παράδοξο τρόπο είναι και καθησυχαστική. Ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, λειτουργεί σε μένα καθησυχαστικά: όσα αποτρόπαια παρακολουθώ να αναπαρίστανται συμβαίνουν στον χώρο της σκηνής, όσα αποτρόπαια παρακολουθώ δεν συμβαίνουν στα αλήθεια, δεν είναι αυτή η πραγματικότητα, αυτό είναι απλά ένα θεατρικό έργο, η πραγματικότητα δεν βρίσκεται επί της σκηνής αλλά στις θέσεις των θεατών, μια πραγματικότητα που ξαναπαίρνει ολοκληρωτικά τα ηνία μόλις ανοίξουν τα φώτα και αρχίσουμε να χειροκροτούμε τους συντελεστές.

 

 

Δεν βρισκόμαστε στο Σαλό, βρισκόμαστε στο Νιάρχος. Δεν βασανίζουν στα αλήθεια άνθρωποι ανθρώπους, δεν τους βιάζουν στα αλήθεια, δεν τους βάζουν να τρώνε κόπρανα στα αλήθεια, δεν τους ξεκοιλιάζουν στα αλήθεια. Είναι ηθοποιοί, είναι αναπαράσταση, είναι παράσταση. Και ίσως να μην γινόταν να λειτουργεί κι αλλιώς, ίσως δηλαδή αυτή η συνεχής παρηγορητική υπενθύμιση στον εαυτό σου ότι θέατρο βλέπεις, να είναι αναγκαίος ψυχολογικός μηχανισμός, ειδάλλως ο μόνος τρόπος να παρακολουθούσες το Σαλό θα ήταν κάνοντας εμετό, λιποθυμώντας, ουρλιάζοντας. 

Μα η ταινία; Η ταινία είναι αλλιώς και το σινεμά δεν είναι θέατρο. Στην ταινία έχεις ως θεατής πολύ μεγαλύτερο περιθώριο να αρρωστήσεις ψυχικά με όσα βλέπεις, γιατί τα σώματα των βασανιστών και των βασανιζομένων δεν βρίσκονται ολοζώντανα μπροστά σου, προβάλλονται σε μια οθόνη. Στην ταινία η φυσική, τοπική και χρονική απόσταση από αυτό που αναπαριστάται είναι προϋπάρχουσα και δομική συνθήκη. Μην έχοντας ζωντανά σώματα απέναντί σου, έχοντας απέναντί σου μόνο το σώμα της ιστορίας που εξελίσσεται, σου επιτρέπεται να μπεις μέσα της με πολύ πιο εξασθενημένες άμυνες και πολύ μικρότερη εγρήγορση. Και μπαίνοντας δεν αντέχεις αυτά που βλέπεις, όχι επειδή εκεί ξεχνάς πως είναι ηθοποιοί, όχι επειδή εκεί ξεχνάς πως είναι αναπαράσταση, όχι επειδή ειδικά εκεί έχεις αναστείλει τη δυσπιστία σου, αλλά επειδή τουλάχιστον ως θεατής είσαι αντιμέτωπος μόνο με την ιστορία και τους συμβολισμούς της και όχι με τους αληθινούς ανθρώπους και τα αληθινά κορμιά τους σε απόσταση λίγων μέτρων από σένα. 

 

 

Τις σκέψεις μου για την ταινία τις είχα γράψει πριν τρία χρόνια, Φλεβάρη του 2021, μέσα στην καρδιά ενός εξάμηνου λοκντάουν και αυθαίρετων ως ευθέως παράλογων ειδικότερων απαγορευτικών κανόνων, με ασφυκτική επίδραση στα σώματά μας και τις ψυχές μας και τις ζωές μας. Η αφορμή πάντως για να τη θυμηθώ τότε δεν ήταν η συνθήκη στην οποία ζούσαμε, αλλά το ότι πολλοί την ανακαλούσαν και την μνημόνευαν για έναν άλλο λόγο: επειδή ήταν η εποχή των καταγγελιών κατά του Δημήτρη Λιγνάδη. Και χωρίς σε καμία περίπτωση ούτε να υπονοώ ούτε καν να υποψιάζομαι ότι αυτό που θα πω τώρα ήταν στις προθέσεις της παράστασης, αλλά μιλώντας αποκλειστικά και μόνο για τους δικούς μου συνειρμούς, κάτι σε ένας από τους τέσσερις ηθοποιούς που υποδύονται τους φρουρούς, κάτι στο πρόσωπό του, κάτι στο χρώμα των μαλλιών του, μου έφερε στο μυαλό το φάντασμα του Δημήτρη Λιγνάδη, το φάντασμα εν πάση περιπτώσει που έχω χτίσει στο κεφάλι μου.

Ο συγκεκριμένος φρουρός είναι ο πιο σωματικός απ’ όλους επί σκηνής, χορογραφεί την εξουσιαστική βία με πιο έντονο τρόπο απ’ όλους και έτσι καθώς ταρακουνούσε το ένα μετά το άλλο νεαρά αγόρια και κορίτσια σε μια προσομοίωση βασανισμού τους, μου έσπαγε το αίσθημα ασφάλειας που είχα εξ ανάγκης χτίσει για να προστατευτώ, με κλόνιζε κάπου στο σύνορο της τέχνης των συντελεστών της παράστασης και των δικών μου νοητικών συσχετισμών.  

Από μια ιστορική περίοδο και πέρα, σχεδόν οικουμενική συνθήκη οι ύμνοι στην ισότητα, σε επίπεδο διακηρύξεων και αρχών βέβαια, καθώς το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα των κοινωνιών είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Τελείως διαφορετικό μεν, αλλά όχι και φωναχτά διακηρυγμένο. Η παράσταση επιμένει -και προς τιμήν της- να δίνει έμφαση στη διακήρυξη της ανισότητας και της ιεραρχίας ως συστατικού θεμελίου του χωροχρόνου του Σαλό. Ακόμα περισσότερο κι απ’ το Σαλό του Παζολίνι, το Σαλό του Μπινιάρη εδράζεται στην ανισότητα και υμνεί την ανισότητα. Μια αλυσίδα με πέντε κρίκους: Ανισότητα – ιεραρχία – εξουσία (απόλυτη και αυθαίρετη) – διαστροφή – καταστροφή. Διαστροφή όμως όχι σεξουαλική, αλλά όπως λέγαμε και στο κείμενο για την ταινία:

…η πιο βαθιά απ’ όλες τις διαστροφές, η εξουσία ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους, ο χωρισμός των ανθρώπων σε κυρίαρχες και υποτελείς τάξεις. Δεν είναι σεξ, δεν είναι καν σαδισμός, είναι το μπορώ να κάνω ό,τι απολύτως θέλω χωρίς κανέναν φραγμό νομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, αξιακό, ταμπού, ανθρώπινο, παραμένουμε άνθρωποι βιολογικά, αλλά απαλλασσόμαστε από οτιδήποτε εσωτερικό μας συγκροτεί ως ανθρώπους, δεν μας ενδιαφέρει κυρίαρχα ούτε να γαμήσουμε ούτε να βασανίσουμε, μας ενδιαφέρει κυρίαρχα να εξουσιάσουμε ολοκληρωτικά άλλους ανθρώπους, νέους ανθρώπους, αθώους ανθρώπους, να τους ασκήσουμε τον πιο καθολικό έλεγχο, την πιο καθολική βία, την πιο καθολική εξουσία, την εξουσία πάνω στα σώματά τους. Δεν είστε πια άνθρωποι, είστε σκυλιά, είστε συναρθρώσεις μελών σώματος, τα μέλη του σώματός σας μπορούμε να τα βγάλουμε, μπορούμε να τα βασανίσουμε, μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως πηγές παραγωγής ακαθαρσιών και ταυτόχρονα ως πηγές παραγωγής τροφής, τα ανθρώπινα σώματα δεν φέρουν πια ανθρώπους, είναι αντικείμενα που παράγουν σωματικά υγρά.

 

 

Το Σαλό είναι ένας χώρος που βρίσκεται ταυτόχρονα εκτός νόμου αλλά και εντός του ολόδικού του νόμου, ένας χώρος που ο νόμος είναι το όλα μας επιτρέπονται κι όσο πιο ανόσια και αδιανόητα είναι τόσο περισσότερο μας επιτρέπονται: σε εμάς που ούτως ή άλλως βρισκόμαστε στην κορυφή της πυραμίδας, σε εμάς που ούτως ή άλλως ήμασταν οι εξουσιαστές, απλά τώρα χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό και όριο, χωρίς κανένα μάτι να μας κοιτά και να μπορεί να μας περιορίσει, χωρίς κανέναν έλεγχο εξωτερικό αλλά και εσωτερικό.

Έχω την αίσθηση ότι η παράσταση πετυχαίνει τις κορυφώσεις της όταν οι ηθοποιοί δεν μιλούν, όταν βρισκόμαστε εκτός λόγου. Όχι γιατί όσα λέγονται είναι αδιάφορα ή άστοχα, κάθε άλλο. Αλλά γιατί ίσως σε έναν τέτοιο τόπο – δύστοπο, σε μια τέτοια συνθήκη τερατουργίας, ο λόγος από τη φύση του μοιάζει σχεδόν παράταιρος: είναι σαν να κάνει μια παραχώρηση, σαν να προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση που όμως δεν οφείλεται, σαν να προσπαθεί να τεκμηριώσει ενώ βρισκόμαστε κατεξοχήν εκτός της τεκμηρίωσης. Εδώ στο Σαλό δεν σας οφείλουμε καμία αιτιολογική βάση για τη συμπεριφορά μας. Το κάνουμε επειδή μπορούμε. Είμαστε οι αφέντες σας. Οι απόλυτοι και ολοκληρωτικοί σας αφέντες.

Καθώς τα φώτα της παράστασης κλείνουν και οι ηθοποιοί με τα ψεύτικα αίματα πάνω στα γυμνά κορμιά τους έρχονται να υποκλιθούν, η επίδρασή της μένει, οι ήχοι της και οι εικόνες της και η ατμόσφαιρά της μέρες μετά βουίζουν στα αυτιά μας και στο μυαλό μας, αλλά όσο καθησυχασμένοι κι αν φεύγουμε για το ότι το Σαλό διαδραματίστηκε στη σκηνή κι όχι πιο έξω, αυτό δε σημαίνει ότι σήμερα Σαλό δεν υπάρχει. Ίσως να βρίσκεται και σε άλλες γωνιές που ο υπόλοιπος πλανήτης δεν κοιτάει καθόλου, βρίσκεται πάντως σίγουρα σήμερα στη Γάζα, εκεί που ο πλανήτης κοιτά και δεν κοιτά, εκεί που η Δύση κοιτά και δεν κοιτά, εκεί που οι ισχυροί και οι εξουσιαστές κοιτούν και δεν κοιτούν, εκεί που τα παιδιά και οι έφηβοι βασανίζονται ποικιλοτρόπως και δολοφονούνται στα αλήθεια σε αριθμούς πάρα πολύ δύσκολο να χωνευτούν, πάρα πολύ ευκολότερο να απωθηθούν από τις συζητήσεις μας, το ενδιαφέρον μας, το βλέμμα μας, τα παιδιά και οι έφηβοι που δεν μπορούν να σηκωθούν μετά με τα ματωμένα σώματά τους, προσμένοντας το λυτρωτικό χειροκρότημά μας.

 

Info:

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.