Ο Κυριάκος Δαρίβας, ο ντράμερ του Παύλου Σιδηρόπουλου μιλάει στο ελc: «Αυτά που έλεγε ο Παύλος στα τραγούδια του τα έκανε και στην καθημερινότητά του»

«Δεν υπήρχε τίποτα ψεύτικο πάνω του, γι' αυτό και παρεξηγιόταν από κάποιους»

Για όσους προλάβαμε να δούμε έστω και μια φορά τον Παύλο Σιδηρόπουλο στη σκηνή, αλλά και για όσους αγαπήσαμε αληθινά τα τραγούδια του, ο πρόωρος θάνατός του παραμένει βαθιά και ανοιχτή πληγή, και το ραντεβού του Δεκέμβρη στη συναυλία στη μνήμη του δεν το χάνουμε ποτέ. 32 χρόνια πέρασαν, αλλά ο Παύλος δεν ξεχνιέται. Έτσι κι αυτό το Σάββατο, γνωστοί και άγνωστοι θα βρεθούμε στο Κύτταρο με τρυφερή συνενοχή να τον θυμηθούμε και να τον τραγουδήσουμε –άλλωστε παραμένει κομμάτι ακριβό της ζωής μας.

Είναι 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα της επετείου του θανάτου του, όταν βρεθήκαμε με τον Κυριάκο Δαρίβα, ντράμερ του Παύλου στους Απροσάρμοστους, συνοδοιπόρο του επί δέκα χρόνια και πιστό φύλακα της μνήμης του έκτοτε. Μιλήσαμε, θυμηθήκαμε, είπαμε παλιές ιστορίες και η ζεστασιά τους γλύκανε λίγο τον πόνο της απώλειας που ο χρόνος δεν έσβησε.

Κάτι ακόμα: ο Κυριάκος Δαρίβας δεν είναι μόνο μία από τις πλέον αυθεντικές μορφές της ελληνικής ροκ σκηνής. Είναι επίσης ένας από τους πιο ακέραιους ανθρώπους που ξέρω. Και τα λόγια του είναι συμβόλαιο: ό,τι πει δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

Σήμερα κλείνουν ακριβώς 32 χρόνια από τη μέρα που μας άφησε ο Παύλος. Η δική μου ανάμνηση είναι να είμαι στη Νέα Σμύρνη, να βλέπω στο περίπτερο από μακριά την εφημερίδα και να φοβάμαι να πλησιάσω γιατί έχω καταλάβει τι πρέπει να λέει, να το βλέπω και να καταρρέω. Εγώ που ήμουν απλώς ένας πιστός ακροατής, έπαθα αυτό. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι πρέπει να ήταν για σένα, για σας, αυτό που συνέβη.

Κοίτα, θα σου πω για μένα -πιστεύω ότι κάτι παρόμοιο έπαθαν και οι υπόλοιποι. Είχα πάει σινεμά και γύρισα κατά τις εννιά το βράδυ. Χτύπησε το τηλέφωνο -τότε δεν υπήρχαν κινητά- και δεν θυμάμαι αν ήταν ο Οδυσσέας (Γαλανάκης) ή ο Αλέκος (Αράπης), και μου λέει: «Έλα μου, τι γίνεται;» «Καλά», λέω, «τι συμβαίνει;» Μου λέει: «Κάθεσαι;». Όταν άκουσα το «κάθεσαι», πήγε αδιόρατα το μυαλό μου στο κακό και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου περίμενα να ακούσω αυτό που άκουσα αμέσως μετά. «Ναι, τι έγινε ρε φίλε;» «Ο Παυλάκης, μας την έκανε». Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το μεγαλείο του θανάτου, τι έμελλε να ακολουθήσει, τις συνέπειες. Απλά άδειασα. Άδειασα από συναισθήματα. Δεν μπορούσα ούτε να κλάψω. Ακούμπησα στον τοίχο πίσω μου. Ξέρω ότι δεν πρέπει να ειπώθηκε κάτι άλλο σημαντικό, του τύπου πότε, πώς και γιατί -αυτά τα είπαμε σε κάποιο επόμενο τηλέφωνο. Ακούμπησα στον τοίχο τελείως χαμένος. Κοίταγα χωρίς να κοιτάω. Και ένιωσα την ψυχή μου άδεια.

Είναι μια επώδυνη ερώτηση αυτή που θα κάνω: Ήταν κάτι που το είχες στο μυαλό σου ότι μπορεί να συνέβαινε;

Ναι ρε παιδί μου. Από πιτσιρικάδες ξέρεις, κάποια στιγμή γνώρισα -μέσα σε εισαγωγικά- τα ναρκωτικά, με την έννοια ότι πέρναγα το τσιγάρο από τον ένα στον άλλο! Ποτέ δεν τα ακούμπησα. Είναι γνωστό αυτό. Με λέγανε «Ο σεβεναπάκιας» γιατί έπινα 7UP!  Γνωρίσαμε τον Παύλο λοιπόν, σε ηλικία 19 χρονών εμείς, αυτός ήταν 31. Μετά από λίγο καιρό και με αυτά που έβλεπα -μια τον έβλεπα καλά, μια τον έβλεπα χάλια, έβλεπα και τα σύνεργα- μπήκα πιο πολύ μέσα σε αυτή τη φάση: κατάλαβα πολύ περισσότερο πόσο κίνδυνο έχουν, πόσο ανώφελα είναι. Είπα στον εαυτό μου ότι είναι πέντε ώρες, πέντε μέρες, πέντε εβδομάδες ή πέντε χρόνια, αλλά κάποια στιγμή θα τελειώσει. Το ήξερα. Πήρε δέκα χρόνια τελικά, αλλά τελείωσε και μας άφησε με αυτή την πικρόγλυκη γεύση. Οπότε ναι, το ήξερα. Απλά δεν ήξερα πόσο θα διαρκέσει. Θα  μπορούσε να ήταν τα επόμενα πέντε λεπτά. Πραγματικά, θα μπορούσε, να, όπως τον έβλεπες εκεί…

Από μια επώδυνη ερώτηση σε μια ερώτηση που ξέρω πως δεν έχει νόημα, αλλά ίσως την έχεις κάνει και εσύ στον εαυτό σου πολλές φορές: Γιατί ένα τέτοιο πρόσωπο, τόσο χαρισματικό, που τα είχε όλα -ταλέντο, εμφάνιση, μυαλό, ψυχή- γιατί να το έχει ανάγκη αυτό;

Αυτό δεν ξέρω αν θα σου το απαντήσω ακριβώς. Αλλά την έχει δώσει ο Παύλος την απάντηση. Εν πάση περιπτώσει, τους δαίμονες μας ο καθένας τους καταπολεμάει αλλιώς. Άλλος αντέχει, άλλος όχι. Αλλά ένα μαράζι του Παύλου -και γι αυτό μπορώ να σου βάλω και τζίφρα πάνω- είναι ότι δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιζε. Το έχει πει και σε συνεντεύξεις, δεν είναι κάτι που το λέω εγώ. Δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιζε. Το αδιέξοδο ήταν τραγικό, δηλαδή ο τρόπος που βρήκε να εκφράσει αυτή την πίκρα, να βιώσει την πίκρα του ήταν τραγικός. Να σου πω και κάτι άλλο. Το γεγονός ότι το Ρόδον δεν τον φώναξε ποτέ να παίξει, και ένα χρόνο αφότου πέθανε, μας κάλεσε και το ’91 και το ’92, παίξαμε τρεις τέσσερις φορές στο Ρόδον ως Απροσάρμοστοι μαζί με τον Πουλικάκο. Γιατί; Ένα τεράστιο γιατί. Γιατί όσο ζούσε δεν τον τίμησες; Γιατί; Επειδή ήταν δίπλα στο όνομα Παύλος τα ναρκωτικά; Αυτό είναι μια τεράστια υποκρισία, μιας που όλοι ξέρουμε ότι, τέλος πάντων, δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά στο θέμα αυτό όλοι όσοι πέρασαν από το Ρόδον. Πολύ υποκριτικό. Οπότε έχει τεράστιο, μεγάλο δίκιο αυτή η πίκρα. Αυτό το μαράζι.

Μιας που ξεκινήσαμε από το τέλος, ας πάμε στην αρχή. Μου είπες πως ήσασταν 19 και ήταν 31. Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας;

Εμείς ήμασταν το κλασικό γκρουπάκι της γειτονιάς. Κουκάκι, Πετράλωνα έμενε ο Βασιλάκης (Πετρίδης), ο Δημήτρης Δρίβας που έπαιζε μπάσο έμενε Κυψέλη. Αλλά τις πρόβες τις κάναμε στου Βασίλη στα Πετράλωνα, εκεί που έγιναν όλα τα υπόλοιπα μετά και με τον Παύλο. Είχαμε κι ένα κοινό γνωστό, κιθαρίστα ο οποίος έπαιζε ενίοτε μαζί μας, ήταν λίγο πιο μεγάλος από μας: τον Λευτέρη Γεωργίου, ο οποίος ήξερε τον Παύλο. Ήταν η εποχή που ο Παύλος έχει τελειώσει με τους Σπυριδούλα, έχει κάνει το «Φλου», που ήταν καταπληκτικός, από τους πιο επιδραστικούς, τους πιο σημαντικούς ελληνόφωνους ροκ δίσκους, και ψάχνεται να βρει κάτι άλλο. Δεν έχουν καμία σημασία οι λόγοι για τους οποίους διαλύθηκε το συγκρότημα. Ψάχνει λοιπόν να βρει κάτι, κάποιο άλλο γκρουπ και του είχε πει ο Λευτέρης Γεωργίου: «Έλα να ακούσεις κάτι πιτσιρικάδες από το Κουκάκι που παίζουν». Έτσι και έγινε. Είχε έρθει σε μία πρόβα μας. Θυμάμαι ήταν Αύγουστος του ’79. Στο καμαράκι του Βασίλη, με το που άνοιγε η πόρτα έβγαινε σε μια αυλή. Κι έτσι όπως μπήκε, ρε παιδάκι μου, ήταν ο ήλιος πίσω του και δημιουργούσε ένα φωτοστέφανο γύρω του. Τον είδα και έμεινα εκεί, κόκκαλο! Ήταν μια εικόνα μαγική… Με λίγα λόγια, μία που μας είδε -μας άκουσε μάλλον-  και μία που αποφάσισε ότι «εδώ είμαι! Η συνέχεια είναι εδώ». Είχε ένα κριτήριο, ήταν και μεγαλύτερός μας.

Μου είχες πει πιο παλιά κι έχω λατρέψει την ιστορία για το πώς το γκρουπ απέκτησε το όνομα του.

Είναι πλέον γνωστή η ιστορία αυτή και από άλλους. Το όνομα το έδωσε η κυρία Τζένη, η μητέρα του Παύλου. Είχαμε πάει μια μέρα σπίτι του, στην Κυψέλη. Μας είδε η κυρία Τζένη και είπε: «Πώς είσαστε έτσι, σαν απροσάρμοστοι!». Και έμεινε…  Ψάχναμε και για όνομα τότε, και έμεινε αυτό: Απροσάρμοστοι. Φοβερή η κυρία Τζένη! Ίσως το μεγαλύτερο στήριγμα του Παύλου στη ζωή.

Άρα δεν πρέπει να είναι και πολύ συμπτωματικό ότι την ακολουθεί σε τόσο σύντομο διάστημα.

Ναι, αν και… να σου πω κάτι… Δεν νομίζω ότι εκείνο το βράδυ αυτοκτόνησε -γιατί είχε ακουστεί κι αυτό. Πιστεύω πως ήταν απλά μια κακή συγκυρία. Ήταν περισσότερο το stuff… Ο Παύλος δεν πολυέδινε σημασία σε αυτά -από πού θα αγοράσει. Ήταν λιγάκι όπου φυσάει ο άνεμος σε αυτό, και μάλλον αυτό του στοίχισε. Θα μπορούσε να ζήσει. Εγώ πιστεύω ότι δεν είχε σκοπό εκείνο το απόγευμα, εκείνη τη μέρα, να φύγει… δεν το πιστεύω.

Δέκα χρόνια λοιπόν, τρεις δίσκοι. Τρεισήμισι, τέσσερις;

Ναι. Έγινε το «Εν Λευκώ» το ’81, και το ’85 το “Zorba the Freak”. Μετά το ’89 γίνεται το «Χωρίς μακιγιάζ». Ξέρεις πώς ήτανε; Ξυπνήσαμε ένα πρωί και κάποιος με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «Ρε συ κάναμε δίσκο! Το ξέρεις;» «Όχι, τι εννοείς;»  Με λίγα λόγια, είχε γίνει μια συναυλία στο «Μετρό» την οποία είχε καταγράψει το κανάλι Seven X και αν δεν κάνω λάθος ο Πάνος Ηλιόπουλος, ο οποίος μας άφησε πριν λίγες μέρες, το θεώρησε καλό να γίνει και δίσκος, οπότε πήραν τον ήχο από το βίντεο… Είναι τραγικό, αλλά είναι ξεκάθαρο πλέον: τον ήχο από το βίντεο αυτό τον έκαναν δίσκο! Εν πάση περιπτώσει. Ακόμα κι έτσι, προστέθηκε άλλος ένας δίσκος με κάποια κομμάτια του Παύλου. Και ένας τέταρτος μετά, «Τα μπλουζ του πρίγκηπα». Και εκεί εμπλέκεται ο Πάνος Ηλιόπουλος: ήταν στο σπίτι του ο Παύλος και τα κομμάτια που έμελλε να γράψουμε, να τα κάνουμε δίσκο δηλαδή, τα έπαιξε με μια κιθάρα. Ακούγεται που χτυπάει και το πόδι του κάτω! Ο Πάνος Ηλιόπουλος τον έγραφε με ένα κασετοφωνάκι, και έγινε και αυτό δίσκος, «Τα μπλουζ του πρίγκηπα». Και το τελευταίο, βέβαια: πριν πεθάνει είχαμε μπει στο studio την Τρίτη, την Τετάρτη κάναμε τύμπανα –συνήθως πρώτα τα τύμπανα φτιάχνουμε από ήχο και λοιπά- και την Πέμπτη έγινε αυτό που έγινε. Δεν προλάβαμε…

Πολλοί προσπάθησαν έκτοτε να εξαργυρώσουν την ιστορία που λέγεται Παύλος Σιδηρόπουλος. Εσείς δεν το κάνατε, που ήσασταν και οι πιο κοντινοί.

Ναι. Η ερώτησή σου ποια είναι;

Πώς τα είδατε όλα αυτά που ακολούθησαν;

Δρυός πεσούσης! Μέχρι και πέρυσι γινόταν αυτό από διάφορους. Ο καθένας κρίνεται. Θα ξυπνήσεις εσύ ένα πρωί, αύριο, και θα πεις: θα κάνω ένα αφιέρωμα στον Παύλο. Κι εσύ μπορεί να μην είχες καμία σχέση με τον Παύλο, μπορεί να μην άκουγες καθόλου Παύλο ή τον Παύλο, όπως είχε πει ένας «τον έμαθα από τον γιο μου», και του έκανε αφιέρωμα! ΟΚ… Εσύ που θα βγεις να κάνεις το αφιέρωμα κρίνεσαι: ποιος είσαι εσύ, γιατί το κάνεις… Και αναλόγως υφίστασαι και τις όποιες συνέπειες. Ούτε εγώ ούτε κανένας δεν μπορεί να το απαγορέψει: επειδή εγώ είμαι το γκρουπ του, θα σου πω Γιώργο, όχι, δεν έχεις το δικαίωμα να βγεις να παίζεις; Και να σου πω και κάτι; Ίσως να είναι και καλό. Ίσως να είναι και ο λόγος που ακόμα υπάρχει ο Παύλος, πέρα από τη δεδομένη αξία της κληρονομιάς του, εντός εισαγωγικών. Αυτή η κληρονομιά με κάποιο τρόπο πρέπει να μεταλαμπαδεύεται στις επόμενες γενιές. Ένας από αυτούς τους τρόπους, καλώς ή κακώς, είναι κι αυτός. Από τον πιτσιρικά που παίζει στο σπίτι του το «Rock’n’Roll στο κρεβάτι» μέχρι τον οποιονδήποτε που κάνει αφιερώματα στον Παύλο, κρατάμε τη μνήμη και το έργο του ζωντανό ακόμα. Μιλάμε τώρα για 32 χρόνια. Δεν θυμάμαι να γίνονται αφιερώματα κάθε χρόνο επί τόσα πολλά χρόνια για κανένα καλλιτέχνη.

Θυμάσαι πώς ξεκίνησε η πρώτη επετειακή συναυλία;

Ούτε θυμάμαι πότε ήταν. Θα σου πω περίπου. Ο Παύλος μας πέθανε 6 Δεκεμβρίου του ’90. Μετά κάναμε ένα σχήμα ως Απροσάρμοστοι με τον Γιώργο Δημητριάδη, ο οποίος έλεγε τα τραγούδια του Παύλου -και τα είχε πει πάρα πολύ καλά- και με τον Δημήτρη Πουλικάκο. Με αυτό το σχήμα κάναμε περιοδείες και παίξαμε πάρα πολύ από το ΄91 ως το ’93. Εκεί ο Γιώργος ήθελε να κάνει σόλο καριέρα, να παίξει τα δικά του κομμάτια -και καλά έκανε το παιδί- και αυτό το σχήμα διέλυσε. Από κει και μετά, ή το ’94 ή το ’95, αρχίσαμε το ετήσιο αφιέρωμα. Στην αρχή γινόντουσαν στο «Αν», στη συνέχεια στο «Ροντέο», και μετά στο αδελφό-μαγαζί του «Ροντέο», στο «Κύτταρο», όπου είμαστε όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, τα τελευταία 10-15 χρόνια.

Στο μεταξύ, κατά μία περίεργη συγκυρία, την ημέρα της επετείου το 2008, συνέβη αυτό που συνέβη.

Μιλάμε τώρα για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, που κάηκε η Αθήνα. Ναι, έχω να πω μια ιστοριούλα για αυτό. Έχουμε φωνάξει για πρώτη φορά τον Στέλιο Σαλβαδόρ από τα «Μωρά στη φωτιά» για να μας τιμήσει με την παρουσία του στο αφιέρωμα, και κάνουμε πρόβα στο στούντιο του Αλέκου Αράπη στην Αθήνα. Όταν κατεβαίνουμε για πρόβα γύρω στις 6-7 το βράδυ, δεν συμβαίνει τίποτα. Τελειώνουμε την πρόβα γύρω στις 9.30 με 10. Το στούντιο ήταν κάπου πίσω από την Κλαυθμώνος και κατεβαίνουμε με τον Στέλιο για να τον πάω στο ξενοδοχείο του. Και  βγαίνουμε μέσα σε έναν πόλεμο! Έξω από το στούντιο γινόταν πόλεμος! Και με το μηχανάκι να προσπαθούμε να γλιτώσουμε… Γυρίσαμε Χαλάνδρι μέσω Πετραλώνων ή Θησείου. Δεν μπορώ να το περιγράψω. Τώρα σε ότι αφορά το γεγονός αυτό καθαυτό, τι να πω εγώ που να μην έχει ειπωθεί… Ήταν πολύ έντονο αυτό που ζήσαμε τότε. Και το λάιβ εκείνο, που έγινε δύο-τρεις μέρες μετά, ήταν ένα από τα πιο καυτά που θυμάμαι.

Κυριάκος Δαρίβας

Φέτος έχουμε και πάλι επετειακό λάιβ, αυτό το Σάββατο.

Φέτος θα γίνει για πρώτη φορά μετά το ’19, που ήταν η τελευταία φορά που έπαιξαν οι Απροσάρμοστοι. Μετά προέκυψε ο covid και δεν εμφανιστήκαμε καθόλου. Φέτος πάλι δεν θα εμφανιστούμε, αλλά για διαφορετικό λόγο: οι Απροσάρμοστοι ήταν μια πολύ όμορφη ιστορία για μένα, που έλαβε τέλος. Όμως η γιορτή για τον Παύλο όσο είμαι εγώ ζωντανός δεν θα σταματήσει ποτέ. Όσο ζω και μπορώ να συνδράμω στο να γίνεται αυτή η γιορτή, όπου κι αν γίνεται, μέχρι που να απομείνει ένα άτομο μέσα, εγώ θα είμαι εκεί και θα τη στηρίζω. Και για το Σάββατο προσπάθησα με μεγάλη κούραση και ταλαιπωρία, βρήκα όμως ανθρώπους που είτε έπαιξαν μαζί του, είτε ήταν απέξω από την πρόβα και άκουγαν… Απίστευτα πράγματα: έμαθα από τον Σταμάτη Μορφονιό, ο οποίος τότε ήταν πιτσιρικάς, ότι όταν παίζαμε στο καμαράκι του Βασίλη και κάναμε πρόβα, ήταν στα σκαλοπάτια μαζί με άλλους πιτσιρικάδες και άκουγαν την πρόβα!

Φοβερό! Αλλά και με ανθρώπους που επηρεάστηκαν πολύ βαθιά απ αυτόν. Τέλος πάντων ανθρώπους που τον αγάπησαν, όχι ανθρώπους που προσπάθησαν να πατήσουν πάνω στο όνομά του και να το εκμεταλλευτούν οικονομικά. Όλοι αυτοί θα είναι κοντά μας: ο Βασίλης Σπυρόπουλος κι ο Τόλης Μαστρόκαλος από τη Σπυριδούλα, εγώ από τους Απροσάρμοστους, ο Σταμάτης Μορφονιός με τη μικρή ιστορία που σου είπα, ο Σίμος Κοκαβέσης, ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος –αυτό το παιδί ερχόταν σε όλα τα λάιβ σχεδόν -ο Βασίλης Ράλλης, βαθιά επηρεασμένος κι αυτός από τον Παύλο, ο Φρανκ από τους Panx Romana που έχουμε κοινή πορεία και κοινή ηλικία. Δεν θέλω να πω εγώ τις εμπειρίες τους από τον Παύλο, θα μας τις πουν οι ίδιοι εκείνο το βράδυ. Όλο αυτό το εγχείρημα βέβαια δεν θα μπορούσα να το κάνω, αν δεν είχα δύο ανθρώπους με τους οποίους έπαιξα υπερδιπλάσια χρόνια απ ότι έπαιζα με τον Παύλο: μιλάω για τον Νίκο Εφεντάκη και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, με τους οποίους παίζαμε γύρω στα 25 χρόνια μαζί με την Πουλίκα και οι οποίοι όχι απλά γνωρίζουν τα κομμάτια του Παύλου, αλλά γνωρίζουν -γιατί με αυτήν μεγάλωσαν- και την ατμόσφαιρα στα λάιβ και την αγάπη με την οποία περιέβαλλε ο Παύλος τους μουσικούς. Τα ξέρουν όλα. Ελπίζω να περάσουμε πολύ καλά. Είμαι σίγουρος γι αυτό.

Θέλω να πω κάτι για σένα. Είσαι ένα μικρό παράδοξο: από τη μία είσαι ένας άνθρωπος που είναι τα τελευταία πολλά χρόνια…

Ναι, ας το πούμε έτσι καλύτερα: πολλά!

…μέσα στην ελληνική ροκ. Από την άλλη πρόσφατα πήρες τη σύνταξη σου από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ναι, τον Φεβρουάριο.

Και είσαι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά που για κάποιους αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ροκ μυθολογίας. Ναρκωτικά, πιοτά, τσιγάρα…

Καμία σχέση. Ούτε κάπνιζα καν ποτέ τσιγάρο κανονικό. Αυτό εννοείς παράδοξο. Ναι, και να πεις ότι ήμουνα σε ένα σπίτι που δεν καπνίζανε… O πατέρας μου κάπνιζε, λόγω Ολυμπιακού κιόλας όπου ήταν προπονητής, καταλαβαίνεις! Το ξέρω, δεν μου έκανε ποτέ καμία αίσθηση. Παρόλο που σαν πιτσιρικάδες το βάλαμε στο στόμα μας, μου δημιουργούσε μια απέχθεια. Ως εκ τούτου κι όλα τα υπόλοιπα. Τώρα το άλλο, η Τράπεζα… Στην τράπεζα χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Για ένα και μοναδικό λόγο: γιατί μου έδωσε την πολυτέλεια να επιλέγω εγώ αυτούς με τους οποίους θα παίξω. Με πλησίασαν ονόματα της εποχής, πολύ μεγάλα ονόματα, που πιο μεγάλα δεν γίνεται, και πάντα επικαλούμουν σαν δικαιολογία ότι «Έχω την τράπεζα παιδιά, δεν μπορώ». Ήταν και αλήθεια εν μέρει, αλλά αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε η δουλειά αυτή: επέλεγα εγώ αυτούς με τους οποίους γούσταρα να παίξω. Ποιους να πω: Παύλο, Πουλίκα, Πιλάλα, Αντώνη Τουρκογιώργη και ένα σωρό άλλο κόσμο, δεν έχει κανένα νόημα να σου λέω. Αλλά όλα ήταν επιλογές δικές μου. Δεν είχα την ανάγκη την οικονομική -δυστυχώς πολύ κόσμος έπεσε σε αυτή τη λούμπα και προκειμένου να ζήσει, να επιβιώσει, χρειάστηκε να παίξει σκυλάδικα, να παίξει τα πάντα. Εγώ αυτό το γλίτωσα. Αυτό το μαράζι το γλίτωσα -γιατί είναι μαράζι για ένα μουσικό ροκ να χρειάζεται να τα παίξει όλα αυτά.

Να κλείσουμε με μια φράση σου που τη θυμάμαι μέσα στο σπαραγμό μας εκείνων των ημερών του ’90: «Σε μια χώρα ιμιτασιόν πέθανε κάτι ορίτζιναλ».

Ναι. Το είχα δηλώσει σε έναν δημοσιογράφο, της Ελευθεροτυπίας νομίζω, που με είχε ρωτήσει για τον θάνατο του Παύλου. Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα. Θα μπορούσα να πω σωρό πράγματα, αλλά ήταν τόσο αυθεντικός ο άνθρωπος. Δεν υπήρχε τίποτα ψεύτικο πάνω του, γι’ αυτό και παρεξηγιόταν από κάποιους. Αυτός που ήθελε να παρεξηγηθεί έβρισκε ως κουσούρι του τα ναρκωτικά. Οκ, κουσούρι μπορεί να ήταν, αλλά από την άλλη είχες έναν άνθρωπο με εξαιρετικό ταλέντο στα πάντα: στη μουσική, στην ποίηση και στη στάση ζωής. Αυτά που έλεγε ο Παύλος στα τραγούδια του τα έβλεπες να τα κάνει στην καθημερινότητά του. Όχι σαν μερικούς που μιλάνε κι αυτό που λένε δεν έχει καμία σχέση με το πώς ζουν τη ζωή τους. Αυτά για να βάζουμε μερικά πράγματα στη θέση τους.

Info

Η Γιορτή για τον Παύλο Σιδηρόπουλο | Σάββατο 10 Δεκεμβρίου στις 21:30 | Κύτταρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.