Ο Δημήτρης Καραντζάς και οι ηθοποιοί της παράστασης μιλούν για τον «Γλάρο» που ετοιμάζεται να πετάξει στο Προσκήνιο

«Σκοπός δεν είναι να παρουσιάσουμε τη ζωή όπως είναι αλλά όπως μας φανερώνεται στα όνειρα»

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Πόσο εκκωφαντική είναι η σιωπή μακριά από την πόλη; Μπορείς να ακούσεις τη δυστυχία εκεί που τα πράγματα κυλάνε αργά; Πώς μπορεί κανείς να βγει από τον βάλτο του; Ποιος είναι ο προορισμός και πώς είναι το ταξίδι; Δες πως μοιάζουν οι άνθρωποι μέσα στην παρακμή τους.

 Οι ήρωες του Τσέχωφ στον Γλάρο είναι άνθρωποι με κανονικές ζωές και καθημερινές ασχολίες που λυγίζουν μπροστά στην επιθυμία, διαλύονται μπροστά στο κάθε μέρα, ψάχνουν την απάντηση στο αίνιγμα της ζωής, προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτό που ζουν μέσα στην πλάνη μιας φαντασίωσης. Το θέατρο. Θέλουν αυτό που δεν μπορούν να έχουν, δεν θέλουν αυτό που έχουν. Γράφουν για μια ζωή που θέλουν να ζήσουν αλλά όσα ζουν τα απορρίπτουν. Είναι τσακισμένοι, νεκροί γλάροι.

Η παράσταση που στήνει ο Δημήτρης Καραντζάς στο Θέατρο Προσκήνιο μας συστήνεται ως μια επίσκεψη στα σωθικά του θεάτρου. Ο Γλάρος του Τσέχωφ είναι ένα από αυτά τα απόλυτα θεατρικά έργα, το κλασικό των κλασικών, ένα μεγάλο έργο ενός μεγάλου συγγραφέα που χωράει μέσα την ανάγκη για τη γέννηση ενός νέου θεάτρου, τη ματαίωση, τον τσακισμένο έρωτα, την αναζήτηση νοήματος, την επιθυμία, το αδιέξοδο. 

Σκηνοθέτης και ηθοποιοί μιλούν στο ελc για μια δημιουργία που τους προκαλεί τη συγκίνηση μιας ερωτικής σχέσης. Μια δημιουργία που συνδέει την τέχνη με τη ζωή. Μια ανάγνωση ενός έργου που μιλάει για την τέχνη του να ζεις.

 

 

η μάχη του νέου με το παλιό

 

Ο Δημήτρης Καραντζάς βλέπει στον Τσέχωφ έναν συγγραφέα που τέχνη και ζωή τις θεωρεί συγκοινωνούντα δοχεία. Ένα από τα πράγματα που αναδεικνύει η θέση που παίρνει στο έργο είναι η μάχη του καινούριου απέναντι στο παλιό.

«Η τέχνη είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Τέχνη και ζωή ο Τσέχωφ δεν τα διαχωρίζει. Οι άνθρωποι αυτοί γύρω από αυτή τη λίμνη ερωτεύονται, προσπαθούν, κάνουν απόπειρες να αποτινάξουν τα δεσμά τους. Τελικά γυρνάνε όλοι στον πιο μεγάλο τους εγκλωβισμό. Στο πρώτο μεγάλο μέρος της παράστασης υπάρχουν τα φώτα αγγαρείας, δεν υπάρχει τίποτα το ατμοσφαιρικό. Θεατές και ηθοποιοί είναι σε μια ίδια συνθήκη, εκτεθειμένοι το ίδιο. Ο χώρος λειτουργεί σαν μια αποθήκη θεάτρου, ένα νεκροταφείο θεάτρου. Ένας χώρος από παλιά αντικείμενα, από παλιά σκηνικά, που έχουν ξεκολλήσει, έχουν σπάσει και υπάρχουν στη σκηνή. Σαν ο χώρος να είναι οι αναμνήσεις του Τρέπλιεφ από το θέατρο που κάνει η μητέρα του.

 

 

Σε αυτό το έργο δεν θα μπορούσα να αγνοήσω ποτέ αυτή τη μάχη του θεάτρου, τη μάχη επικράτησης της νεότερης γενιάς απέναντι σε μια συντηρητική κοινωνία. Υπάρχει μια τάση να απορροφάται οποιαδήποτε πιο νέα και ανατρεπτική ιδέα από κάτι που σε καταστέλλει.

Υπήρχαν άνθρωποι που στον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα έλεγαν ότι δεν είναι αυτό το έργο, το αποκαλούσαν γκέι παρτούζες. Έχει νόημα να καταλάβει κανείς πόσο τον αφορά πραγματικά το τι θα πει ο καθένας. Αν έλεγαν ότι οι παραστάσεις μου έχουν κλειστό κύκλωμα επικοινωνίας, αυτό μπορεί να με ενδιέφερε. Για ποιον λόγο δεν επικοινωνεί κάτι που κάνω; Αν αισθανόμουν ότι κάποιος όντως ήθελε να καταλάβει και δεν κατάλαβε. Ένα κοινό που παρηγορείται με μια ιστορία που δεν κάνει καμία αντιδιαστολή στο σήμερα, αντιμετωπίζει μια ιστορία μαλακά, δεν ξύνει πληγές και απλά αναδεικνύει κάποια συναισθήματα επί σκηνής, μάλλον θα ενοχληθεί με αυτό που θα κάνω.

Αισθάνομαι πως ό,τι επιχειρεί να αποκηρύξει το έργο ή τη δουλειά κάποιων ανθρώπων, είναι φασιστικό. Όλο αυτό που συνέβη το καλοκαίρι με την παράσταση της Κιτσοπούλου. Ποιος δεν ήξερε ότι είναι διασκευή; Από την αρχή μιλούσαμε για μια ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου. Όσοι πήγαν στην Επίδαυρο θα έπρεπε να ξέρουν τι πήγαν να δουν. Ξεκίνησε μια σταυροφορία που μου δημιούργησε αηδία, βαθιά. Δεν εξεταζόταν αν η παράσταση ήταν πετυχημένη ή όχι στους σκοπούς της. Λεγόταν πως δεν υπάρχει το δικαίωμα να κάνει κανείς μια τέτοια παράσταση. Αυτό συνήθως λέγεται από ανθρώπους που έχουν πολύ μεγαλύτερη ανεπάρκεια και πολύ μεγαλύτερη άγνοια από οποιαδήποτε Λένα Κιτσοπούλου. Έβλεπα ανθρώπους να αποχωρούν από την παράσταση του Κάστορφ βρίζοντας, με μια ασαφή γνώση πως αυτό που έβλεπαν δεν έπρεπε να ανεβαίνει εκεί.

Οι άνθρωποι λόγω της απελπισίας που υπάρχει στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση είναι θυμωμένοι. Οτιδήποτε τους ξεβολεύει, το πυροβολούν. Ο θυμός αυτός στρέφεται πολύ πιο εύκολα σε κάτι πειραματικό. Το πιο αντισυμβατικό και το λιγότερο νεοδημοκρατί, το παίρνει λίγο ο διάολος. Αυτό νιώθω. Και νομίζω πως πρέπει να το προσέξουν και οι θεατές και περισσότερο οι πολιτιστικοί συντάκτες. Βλέπω μεγάλη έλξη προς το νεοδημοκρατί, το συντηρητικό, το δεν έγινε και τίποτα».

 

 

Για τον Αινεία Τσαμάτη, ο Γλάρος είναι ένα έργο κατεξοχήν για να ρισκάρει κανείς.

«Μιλάμε για το πώς μπορείς να καταστρέφεις ως καλλιτέχνης το ίδιο σου το έργο, το πώς μπορείς να προτείνεις σε μια κοινωνία κάτι καινούριο, όταν η ίδια η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί, το πού έχεις επενδύσει τα όνειρά σου, το τι σημαίνει να χάνεις εσύ το κίνητρο του να δημιουργείς. Το τι σημαίνει να καταλαβαίνεις ότι ξαφνικά έχεις μπει σε μια ρουτίνα παλαιών εποχών που σε καταπίνει. 

Το πού βρίσκεται η κοινωνία εκείνη τη στιγμή, πού βρίσκεται η τέχνη εκείνη τη στιγμή, πού βρίσκεσαι εσύ εκείνη τη στιγμή. Τι θες να προτείνεις ως καλλιτέχνης, ως ηθοποιός. Ο Γλάρος είναι ένα έργο ιδανικό για να τολμήσεις, να προτείνεις».

 

 

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, επισημαίνει πως το θέατρο είναι ζωντανός οργανισμός και για να παραμείνει στη ζωή πρέπει να αναγεννιέται.

«Είναι μια πολύ ζωντανή τέχνη το θέατρο. Πάντοτε το διακύβευμά της είναι το να ανανεώνεται και να αναγεννιέται από αυτό που προηγείται. Όχι μόνο σε ένα βάθος χρόνου, μεταξύ πολλών γενεών αλλά και από μέρα σε μέρα. Είναι επιτακτική ανάγκη της τέχνης αυτής, γιατί είναι απόλυτα συσχετισμένη με το παρόν, με τη στιγμή. Αυτό είναι που καλεί τους καλλιτέχνες, τους σκηνοθέτες να αναζητούν νέους, πιο προσωπικούς τρόπους έκφρασης».

 

 

έρωτες, ματαιώσεις, αδιέξοδα | πώς είναι να κοιτάς γύρω όταν όλα καταρρέουν 

 

Το αδιέξοδο συναντά τον κάθε ήρωα ξεχωριστά και οι ήρωες συναντάνε εμάς που παλεύουμε με τα δικά μας αδιέξοδα. Ο Δημήτρης Καρατζάς σκέφτεται τους ήρωες ως έναν χορό ανθρώπων γύρω από τη λίμνη πριν την τελική βουτιά:

«Με συγκινεί πολύ που βλέπεις την ενηλικίωση των χαρακτήρων, σχεδόν έφηβοι που ονειρεύονται τη ζωή τους. Οι ματαιωμένες υπάρξεις τους, πιο ματαιωμένες και από τους δεινοσαύρους της επιβίωσης. Ο τρόπος που τσακίζονται σε ζωντανό χρόνο από την ίδια τη ζωή, η διάψευση του ονείρου με συγκινεί πάντα.

Η Μάσα δηλώνει πως δεν συμμετέχει στη ζωή, φορά μαύρα, γιατί πενθεί για τη ζωή, είναι δυστυχισμένη. Δεν υποκρίνεται. Αυτή η γυναίκα κάνει χρήση snuff που είναι πιο δυνατό από το τσιγάρο, το κάνει δημόσια. Για την εποχή, μια γυναίκα ζει έτσι και ας την κρίνουν όλοι. Δεν υπακούει στον κανόνα του καιρού. Όλα τα πρόσωπα προσπαθούν να βρουν τρόπο να σπάσουν το όριό τους. Φυλακισμένοι άνθρωποι που ονειρεύονται την ουτοπία. Ένας χορός ανθρώπων γύρω από μια λίμνη που ισότιμα προσπαθούν να ανακαλύψουν το θαύμα της ζωής μέχρι την τελική τους βουτιά.

Επιθυμίες, ματαίωση, εξαρτήσεις, οικογενειακό τραύμα, ανάγκη να λογοδοτείς στις ρίζες και αν καταφέρνεις να σπάσεις αυτές τις ρίζες. Δεν πρέπει να κάνω κάτι για να φέρω τους χαρακτήρες πιο κοντά, είναι τόσο απτοί. Είναι από γραφής το αδιέξοδό τους κοντά».

 

 

Ο Μανώλης Μαυροματάκης περιγράφει τους ήρωες του Τσέχωφ ως ανθρώπους που θα ήθελαν να είναι καλοί αλλά δεν είναι:

«Όσο και να ξέρεις ότι ο Τσέχωφ είναι τεράστιος συγγραφέας, κάθε φορά που καταπιάνεσαι με αυτόν δοξάζεις την τύχη σου. Για κάθε έργο του Τσέχωφ λέμε πως είναι το καλύτερο. Το πιο σημαντικό είναι το πως οι απλές και καθημερινές καταστάσεις έχουν απίστευτο βάθος σε αυτόν τον συγγραφέα. Τα λόγια των ηρώων είναι σχεδόν καθημερινά, πολλές φορές όμως και με μια ποιητική χροιά. Κάπου είχα διαβάσει ότι οι ήρωες του Τσέχωφ δεν είναι καλοί άνθρωποι αλλά θα ήθελαν να είναι. Δεν τα καταφέρνουν.

Όποιος κοροϊδεύει τους ήρωες του Τσέχωφ ή τους κατηγορεί ότι είναι ανιαροί, τα μούτρα του κοροϊδεύει. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ανιαροί, με αυτό παλεύουμε.

Έχω παρατηρήσει ότι όλοι αυτοί οι ήρωες, μέσα στην αφέλειά τους, την ώρα που χάνουν την αξιοπρέπειά τους, την ίδια στιγμή, κάπου μέσα τους, καταλαβαίνουν ότι τη χάνουν. Δεν υπάρχει αυτό το αχαλίνωτο που είναι χαρακτηριστικό της τωρινής εποχής: Μπες μέσα σε όλα, ας είναι και το απόλυτα αρνητικό, ας το ζήσεις. Αυτοί έχουν ένα κράτημα απέναντι στην καταστροφή. Αυτό είναι μια ελπίδα για τη συνέχιση της ζωής. Την ώρα που πας να χάσεις τα πάντα, κρατιέσαι για να μην τα χάσεις. Την ώρα που χάνεις, λες: Μάλλον τώρα χάνω. Όχι, δεν πρέπει. Είναι ένας προάγγελος του Μπέκετ. Χάνουμε. Η απώλεια είναι χαρακτηριστικό όλων των ηρώων του Τσέχωφ. Κάποια στιγμή καταλαβαίνουν ότι χάνουν. Ή θα το καταλάβουν αργότερα».

 

 

Ο Αινείας Τσαμάτης περιγράφει την κωμικότητα της τραγωδίας:

«Είναι συγκλονιστικό το πώς πονάνε για έναν χαμένο έρωτα ή για την τέχνη. Όταν το βλέπεις από πολύ κοντά, μοιάζει με τραγωδία. Από μακριά φαίνεται κωμικό. Βλέπεις από μακριά έναν άνθρωπο να παλεύει με τα χέρια του, φαίνεται αστείο. Αν πας από κοντά, βλέπεις έναν άνθρωπο να παλεύει για την ίδια του την ύπαρξη».

 

 

Η Νατάσα Εξηνταβελώνη τονίζει την ευθύτητα του Τσέχωφ, την ειλικρίνεια για το βάρος των πραγμάτων:

«Οι ήρωες αναρωτιούνται ποιοι είναι, ψάχνουν τον σκοπό τους. Ο Τσέχωφ στα έργα του δεν έχει ευγένεια και καθωσπρεπισμούς, να μη σπάσουν οι ήρωες αυγά. Υπάρχει μια αίσθηση ότι τα πράγματα έχουν βάρος, δεν υπάρχει ελαφράδα.

Τα πράγματα δυναμιτίζονται ερήμην των χαρακτήρων, είναι εύφλεκτα έτσι κι αλλιώς. Μπαίνει μια καινούρια ενέργεια και υπάρχει μια ανακατάταξη αναγκαία. Όλοι την έχουν ανάγκη αυτήν την αλλαγή. Άλλος θέλει να φύγει να πάει στην πόλη, άλλος θέλει να βγει στο θέατρο, άλλος θέλει να χωρίσει, άλλος θέλει κάποιον άλλο.

Η ελπίδα. Τι σημαίνει για τον καθένα βρίσκω κάτι που με κρατάει στη ζωή ή το χάνω. Αυτό είναι πάρα πολύ βαθύ. Τα κυκλώνει όλα. Οι χαρακτήρες χάνουν και βρίσκουν την ελπίδα τους, παλεύουν με τους εαυτούς τους και τους άλλους. Αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με τις σχέσεις αλλά ακόμα και με το ίδιο το περιβάλλον, τον βάλτο τους. Πώς μπορεί να βγει κάποιος από αυτόν τον βάλτο.

Πόσο συχνά σε ρωτάει κάποιος πώς είσαι και λες είμαι δυστυχισμένη; Δεν είναι αυτονόητο ότι θα το πεις. Έχει έναν βαθμό έκθεσης με μια πρόθεση να φτάσουμε στην αλήθεια, να ξεκινήσει η κουβέντα δύο βήματα πιο μετά. Αυτή η ευθύτητα είναι σοκαριστική».

 

Ρωτώ τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου αν οι άνθρωποι στο έργο έχουν συναντήσει την ευτυχία. Χαμογελάει:

«Πολλές φορές συναισθηματικά οι αποστάσεις είναι σαν αχανή τοπία. Η ανάγκη του να ξαναβρεθούμε αλλά επί της ουσίας, είναι κάτι που μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και στις δικές μας ζωές.

Τα πρόσωπα δεν είναι κοντά στην ευτυχία. Εμείς είμαστε κοντά σε αυτά τα πρόσωπα. Σαν να είναι μια μαθηματική εξίσωση που λέει πως και εμείς δεν είμαστε κοντά στην ευτυχία. Είναι δύσκολο να είμαστε κοντά στην ευτυχία.

Όταν όλα ματαιωθούν, όλοι προσπαθούν από κάπου να πιαστούν. Όταν το όνειρο ματαιωθεί, αυτός ο αγώνας συνεχίζεται. Να επινοηθεί ένα νέο νόημα από το οποίο μπορεί κανείς να κρατηθεί».

 

 

οι γλάροι | εμείς

 

«Είμαστε τυχεροί να κάνουμε μια δουλειά που μας φέρνει σε επαφή με συναισθήματα, με τον άνθρωπο, με μεγάλες ιδέες και έτσι μπορούμε να αναστοχαστούμε για το τι κάνουμε στη ζωή μας», εξηγεί ο Μανώλης Μαυροματάκης.

«Σε μια εποχή που ξεκινά να επικρατεί ο ντετερμινισμός, η λογικοκρατία, αυτός (ο Τσέχωφ) έρχεται και λέει κάτι ακόμα: ότι υπάρχει κάτι πέρα από σένα, μεγαλύτερο από σένα, που δεν μπορείς έτσι απλά να το αγνοήσεις.

Αισθάνομαι ότι κάνω ψυχοθεραπεία κάθε φορά που έρχομαι στο θέατρο. Πόσα πράγματα από αυτά που ζουν οι ήρωες, τα έχω ζήσει. Αυτή τη μαλακία που έχει κάνει αυτός, την έχω κάνει κι εγώ. Το κόλλημά του, το έχω κι εγώ. Δεν ερχόμαστε στο θέατρο να κάνουμε ψυχοθεραπεία. Είμαστε επαγγελματίες. Αλλά αυτός ο άνθρωπος (ο Τσέχωφ), έτσι είναι. Είναι ψυχοθεραπευτική και η πρόβα. Υπάρχει χώρος να σκάψεις. Αυτό είναι θέμα μου, σύμπτωμά μου».

Η Νατάσα Εξηνταβελώνη συγκινείται στην πρόβα, βουτά ξανά και ξανά σε έναν κόσμο μεγαλύτερο από τη ζωή όπως την ξέρουμε:

«Μακάρι να έχουμε την αντοχή να διαπραγματευόμαστε τόσο βαθιά συναισθήματα και καταστάσεις. Παθαίνω μια προσωπική κρίση μέσα από αυτό. Είμαστε πολύ μακριά από αυτό που περιγράφεται στο έργο. Έχει να κάνει με τους χρόνους. Μια κατάσταση απαιτεί έναν χρόνο, χρόνο που δεν τον έχουμε πια στη ζωή μας. Αυτό δίνει την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορεί να είναι αργά, να είναι απλωμένα. Εγώ έχω καταλήξει ότι τα πράγματα δεν είναι ούτε αργά ούτε απλωμένα. Τα πράγματα είναι όπως θα έπρεπε να είναι για να αναπνέουν. Κόντρα στη βία της ταχύτητας της εποχής μας.

Σε κάποια φάση, στις πρώτες πρόβες, άρχισα να σκέφτομαι πως θέλω κι εγώ. Δεν θέλω να διαπραγματεύομαι στη ζωή μου μόνο έναν μικρόκοσμο και μια ασημαντότητα. Θέλω να διαπραγματεύομαι στη ζωή μου και πιο μεγάλα πράγματα. Τι να κάνουμε; Ο Δημήτρης βοηθάει σε αυτό: Πάμε και ας είναι και επώδυνο. Δεν γίνεται να μην αγαπήσεις τον άνθρωπο μέσα από αυτή τη διαδικασία».

Ρωτώ τον Αινεία για το αδιέξοδο της απώλειας, την απόφαση του θανάτου του ήρωα που ενσαρκώνει:

«Το ενδιαφέρον για εμένα είναι ότι ανακαλύπτουμε πράγματα μαζί με τον θεατή. Για μένα είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα του θεάτρου και φεύγει από το θέατρο ο ηθοποιός, δεν εμφανίζεται καν στην υπόκλιση. Μόνο έτσι μπορεί να βιώσει ο θεατής την απώλεια που περιγράφει το έργο. Τι σημαίνει να μη γυρνάει κάποιος ξανά; Τι σημαίνει τέλος; Η τελευταία εικόνα του είναι η τελευταία του πράξη. Για αυτόν που μένει πίσω είσαι μια ανάμνηση».

 

 

Όλοι τους φαίνονται να έχουν συνδεθεί με το έργο και τα αδιέξοδα των ηρώων του. Τα αδιέξοδα του Δημήτρη και οι ματαιώσεις του συνδέονται με την επίδραση του θεάτρου στη ζωή του:

«Τα δικά μου αδιέξοδα; Το κομμάτι του αδιέξοδου έρωτα. Το πώς στρέφεσαι εκεί που δεν πρέπει και πώς αγνοείς μια πιθανότητα ευτυχίας. Τις εξαρτήσεις. Δεν παίρνω ναρκωτικά αλλά είμαι φανατικός καπνιστής και φανατικός πότης. Αλκοόλ και καφέ. Η έννοια της κατανάλωσης, του να κρατηθείς από μικροπράγματα. Ματαίωση για το τι ελπίζεις για το θέατρο. Επενδύεις όλη σου τη ζωή, γιατί νομίζεις ότι θα σωθείς αν γραπωθείς από το θέατρο. Εδώ και πολλά χρόνια έχω καταλάβει ότι είναι ψευδαίσθηση. Μπορεί να ησυχάσουν περιοχές σου επειδή έχεις μια πίστη σε κάτι αλλά δεν φτάνει.

Είναι στη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης κάτι να σου λείπει. Κάτι αναζητάς και δεν ζεις ποτέ αυτό που έχεις. Η ανθρώπινη αλαζονεία μας μάς οδηγεί να αισθανόμαστε πως πάντα μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο. Καμία φορά πρέπει απλά να συμφιλιωθείς, να ησυχάσεις με κάτι που ακούμπησες. Ακούμπησα την αποδοχή και δεν χρειάζεται να ζητήσω απευθείας κι άλλη. Ακούμπησα την αγάπη ενός ανθρώπου και δεν χρειάζεται να την αναζητήσω πιο έντονα αλλού.

Φοβόμαστε τον θάνατο, είμαστε ταραγμένα όντα. Ανησυχία μου είναι πως θα πεθάνω μόνος μου. Υπάρχει μια παγίδα στο θέατρο. Όταν συναντιέσαι ουσιαστικά με τους ανθρώπους γύρω από ένα έργο, αυτό που εκλύεται δημιουργεί τέτοια αδρεναλίνη που καμία φορά είναι πιο έντονο και από τον έρωτα. Δεν εκπληρώνεται όμως κάπως, είναι σαν την έξαψη πριν από την πρώτη επαφή. Αυτή εδώ είναι μια τέτοια συνθήκη, είμαστε ερωτευμένοι. Ένας έρωτας μπροστά σε αυτό μπορεί να σου φανεί μικρός. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, έχω αφήσει τον εαυτό μου να φύγει από πράγματα επειδή τα βρίσκει αδιάφορα ενώ θα μπορούσε να ακουμπήσει ανθρώπους πιο βαθιά.

Στο θέατρο υπάρχουν όλα. Υπάρχει η αγάπη, η συνάντηση, η πνευματική τροφή, μια μορφή του έρωτα. Δεν μου λείπει τίποτα κι αυτό με κάνει στη ζωή ράθυμο. Δεν αντέχω την πραγματικότητα. Μου κόβουν το ρεύμα, το τηλέφωνο. Όχι επειδή δεν μπορώ να το πληρώσω, δεν ασχολούμαι την ώρα που πρέπει. Είναι μια φυσική αδράνεια που έχω. Το καλοκαίρι πέρασα μήνες εκτός, απελευθερώθηκα τρομερά και κατάλαβα πως συνέχεια είμαι με ανθρώπους που κάτι μου ζητάνε να κάνω. Πάντα κάτι πρέπει να ρυθμίσω. Δεν αντέχω να είμαι συνέχεια με ανθρώπους, γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αυτό με έκανε πολύ πιο δραστήριο. Να θέλω να κάνω βόλτες, εκδρομές, χιλιόμετρα, να κλείνω ταξίδια, να πηγαίνω στη θάλασσα, να ξεμένω. Το θέατρο με επηρεάζει τρομακτικά πολύ και συντονίζει όλο μου τον εαυτό μόνο σε αυτό. Έχουν περάσει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου που δεν τα έχω κάνει».

…για όποιον έχει νιώσει τη χαρά της δημιουργίας δεν υπάρχουν πια άλλες απολαύσεις…

Ο Γλάρος του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Προσκήνιο από τις 15 Δεκεμβρίου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.