«Ο Αθώος» – Το κύκνειο άσμα του τεράστιου Λουκίνο Βισκόντι: Το χέρι που ξεφυλλίζει

Χωρίς κανέναν άλλο κριτή. Επιστρέφοντας στο κλασικό σινεμά ο old boy για την ταινία «Ο Αθώος» του Λουκίνο Βισκόντι

Αν και προς το παρόν μόνο θεωρητικά και ημερολογιακά, πάντως καλοκαιριάζει, άρα περίοδος (και) θερινών, άρα περίοδος (και) επανεκδόσεων κλασικών ταινιών. «Ο Αθώος» είναι το κύκνειο άσμα του τεράστιου Λουκίνο Βισκόντι, ο οποίος το 1976, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του, πέθανε σε ηλικία εβδομήντα ετών. 

Στους τίτλους της αρχής ένα εξαιρετικά καλοντυμένο γερασμένο χέρι ξεφυλλίζει ένα βιβλίο ακουμπισμένο πάνω σε κόκκινο βελούδο. Ο Βισκόντι ξεφυλλίζει αντίτυπο του «Αθώου» του Γκαμπριέλε Ντ΄Ανούντσιο. Μυθιστόρημα γραμμένο το 1892, σύγχρονο για την εποχή του, διασκευάζεται και μετατρέπεται εξ ορισμού σε μια ταινία εποχής. Το βιβλίο ξεφυλλίζεται προσεκτικά και ευγενικά μεν, αλλά είναι φθαρμένο, λερωμένο, σκισμένο, το αποτύπωμα του χρόνου και της χρήσης του είναι έκδηλο επάνω του, πρόκειται για ένα βιβλίο που το έπιασαν χέρια και το διάβασαν μάτια.

Και ίσως το βιβλίο είναι το μόνο φθαρμένο πράγμα που θα δούμε. Στη συνέχεια και για πάνω από δύο ώρες τα μάτια μας θα ζαλιστούν από τα αρχοντικά, τα σκηνικά, τους πίνακες στους τοίχους, τους καναπέδες, τα βάζα με τα λουλούδια στα τραπέζια, τα κουστούμια. Για πάνω από δύο ώρες τα μάτια μας θα πλημμυρίσουν ομορφιά από πλάνο σε πλάνο. Κι όταν σε μια σκηνή η Τερέζα θα πει στον Τούλιο ότι το σπίτι του του μοιάζει, ότι είναι όμορφο και άσχημο μαζί, ο Τούλιο θα την προκαλέσει: δείξε μου κάτι άσχημο που έχει αυτό το σπίτι. Η Τερέζα θα βρει τρόπο να παρακάμψει την ερώτηση: πρέπει να κοιτάξει προσεκτικά και να σκεφτεί. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει κάτι άσχημο να του δείξει στο σπίτι. Δεν ξέρω πού μπαίνει το όριο ανάμεσα στην ομορφιά και τον πλούτο, σίγουρα όμως υπάρχει πλούτος χωρίς καλαισθησία, πλούτος επιδεικτικά άσχημος, πλούτος αισθητικά χυδαίος. Όχι στο Βισκόντι και σίγουρα όχι στον «Αθώο».

Αλλά δεν είπαμε ποια είναι η Τερέζα και ποιος ο Τούλιο. Η Τερέζα είναι αριστοκράτισσα, ο Τούλιο μάλλον δεν έχει κάποιο τίτλο, έχει όμως οικογενειακή περιουσία. Ο πατέρας του είχε χτίσει αρχοντικό στη μάνα του στη Ρώμη, αλλά κάπου πιο απόμερα για να έχει πράσινο. Όταν ο πατέρας του πέθανε, η μάνα του πήγε να ζήσει στο άλλο αρχοντικό στην εξοχή, ο Τούλιο ζει από αρχοντικό σε αρχοντικό κι από καλοπέραση σε καλοπέραση.

Και από γυναίκα σε γυναίκα. Πιθανότατα και σε άλλες γλώσσες, πάντως σίγουρα στην ελληνική, υπάρχει η έκφραση «η γυναίκα μου». Απ’ όλες τις γυναίκες, η Τζουλιάνα είναι η γυναίκα «του», η σύζυγός του. Όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι και ο Τούλιο δεν την παλεύει άλλο, της μιλάει ανοιχτά: είναι σίγουρος ότι οι καλοθελητές και οι καλοθελήτριες της τα έχουν προλάβει, η Τζουλιάνα προφανώς ξέρει πως ο Τούλιο υπήρξε άπιστος και επιδιδόταν στο σπορ της απιστίας. Κι ο μόνος λόγος που δεν της το έλεγε ήταν επειδή οι ως τώρα απιστίες δεν σήμαιναν τίποτα. Τώρα όμως το ψυχοπνευματικό του στάτους έχει αλλάξει, τώρα υπάρχει μια γυναίκα που σημαίνει κάτι για εκείνον. 

Η Τζουλιάνα όντως ήξερε. Και τώρα ξέρει ότι ο Τούλιο μιλάει για την Τερέζα, όλοι στους κύκλους τους το ξέρουν. Θέλει να την εγκαταλείψει λοιπόν και να παντρευτεί εκείνη; Δεν τον εμποδίζει κάτι, η Τερέζα είναι χήρα γυναίκα. Ο Τούλιο έχει αλλάξει ψυχοπνευματικό στάτους, αλλά όπα κάπου. Δεν έχει κάνει λόγο στην Τερέζα για γάμο. Τον έχει σαγηνεύσει, την ποθεί, τη σκέφτεται, θέλει να ζει μαζί της, αλλά ως εκεί. Και από την Τζουλιάνα ζητά συμπαράσταση. Να τον ανεχτεί. Μπορεί αυτό που ένιωθε κάποτε για εκείνη ερωτικά να έχει ξεθωριάσει, αλλά έχει μεγαλώσει η εκτίμηση, ο σεβασμός, το νοιάξιμο, είναι ο δικός του άνθρωπος, τη βλέπει ως τη γλυκύτατη αδελφή του. Και για αυτό δεν μπορεί να σκεφτεί τη ζωή του εντελώς χώρια της. 

Ο Τούλιο είναι ένας άνθρωπος που δεν λογοδοτεί πουθενά. Ένας άνθρωπος γεννημένος σε έναν κόσμο γεμάτο προνόμια τάξης και φύλου. Και σκέφτεται τόσο ελεύθερα, ώστε δεν έχει καν τους φραγμούς και τις δυσκολίες που θα είχαν άλλοι στην ίδια θέση με εκείνον: τα σχόλια της κοινωνίας τα γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και Θεό πάνω από το κεφάλι του δεν έχει. Δεν πιστεύει σε επόμενες ζωές, κολάσεις και παραδείσους, μπορεί να βρισκόμαστε στη βαθιά Καθολική Ιταλία των τελών του 19ου αιώνα, αλλά ο Τούλιο είναι δηλωμένος άθεος, ζει για αυτή τη ζωή και μόνο, για το τώρα και μόνο, όλα κρίνονται εδώ, όλα αρχίζουν εδώ και τελειώνουν εδώ. Κι αφού δεν λογοδοτεί πουθενά, όλα τελικά ανάγονται στη συνείδησή του και μόνο.

Ένα θεμελιώδες τεστ σε κάθε κατά τη δική του δήλωση ελευθερόφρονα άνθρωπο και ανοικτό μυαλό, είναι κατά πόσο έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αν δέχεται να κάνουν οι άλλοι ό,τι κάνει κι ο ίδιος. Κι όταν ο Τούλιο καταλάβει ότι η Τζουλιάνα έχει κι εκείνη σχέση, θα περάσει το τεστ με άριστα. Δεν θα στραβώσει. Αντίθετα θα γοητευτεί. Και θα προσπαθήσει να την ξανακερδίσει. Θα την ερωτευτεί από την αρχή ή ίσως για πρώτη φορά. Θα τη δει όχι ως αδελφή αλλά ως σεξουαλικό πλάσμα. Αναγνωρίζει δε το λάθος του που δεν ήταν από την αρχή πιο ανοικτός σεξουαλικά απέναντί της.

Ο Τούλιο θα σχολιάσει κάπου το πώς ρομαντικοποιούνται και εξιδανικεύονται σχέσεις πρόσκαιρες και σπάνιες, προκειμένου να ταιριάξουν στα πρότυπα της κακής λογοτεχνίας. Ο ίδιος βρίσκεται στο άλλο άκρο. Έχοντας ζήσει ένα σωρό ερωτικές περιπέτειες, του είναι δύσκολο να αφεθεί στον ρομαντισμό ή έστω σε ένα ρομαντισμό που διαρκεί και δεν είναι έτοιμος να αυτοδιαψευστεί την επόμενη στιγμή. Χορταίνεται άραγε ποτέ αυτή η δίψα; Η Τερέζα είναι αρκετά σαν εκείνον, είναι αρκετά ένας καθρέφτης του, αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία μαζί του είναι συναισθηματικά επικίνδυνη. 

Τι βλέπει ο Τούλιο στην Τζουλιάνα όταν εκείνη ξανανιώνει με τη νέα σχέση της; Μια νέα διανοητική και μαζί συναισθηματική πρόκληση; Ίσως όλα ξεκινούν από κάποια ανία. Από την ανάγκη να ζεις με κάποια διακυβεύματα. Άνθρωποι που έχουν εντελώς λυμένα τα οικονομικά τους προβλήματα, άνθρωποι σαν τον Τούλιο, που ούτε μοιάζει να ενδιαφέρεται για τα κοινά, ούτε έχει τη δυνατότητα ή το μεράκι να γράφει και να αφήσει κάτι πίσω του όπως ο συγγραφέας αντίζηλός του, βρίσκουν το ναρκωτικό τους στην ανάγκη ενός διαρκούς ερωτικού ενδιαφέροντος. Για την ύπαρξη και τη διατήρηση όμως του οποίου είναι αναγκαία μια διαρκής τσίτα. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι η κατάληξη, το να βρει αυτό που θέλει, αλλά το να συνεχίσει να θέλει.

Ο Τούλιο λοιπόν δεν είναι στενόμυαλος. Αφού η Τζουλιάνα υπήρξε ποθητή για κάποιον άλλον, μπορεί να την ποθήσει κι εκείνος. Αλλά συνιστά άραγε αυτό όντως απόδειξη ισότητας; Όταν έχεις ξεκινήσει εσύ, όταν το έχεις κάνει πολλές φορές, όταν την έχεις εγκαταλείψει και όταν τότε και μόνο εκείνη κάνει κάτι, πάλι άνισο δεν είναι; Κι αν όλα γίνονται με όρους περιστροφής γύρω από το εγώ σου και κτητικότητας, ποια είναι τα όρια της ανοιχτοσύνης σου; Ο Τούλιο πέρασε το πρώτο τεστ, αλλά θα βρεθεί ενώπιον μιας δεύτερης υπέρβασης, ακόμα μεγαλύτερης. Και είτε ανταποκριθεί και σε αυτήν είτε το ακριβώς αντίθετο, τον εαυτό του θα τον κρίνει μόνο ο ίδιος. 

Όσο για εμάς μπορούμε να επιστρέφουμε στο κλασικό σινεμά, σε επανεκδόσεις ή μη, ξέροντας πως αν μη τι άλλο αυτός ο κινηματογραφικός και πνευματικός πολιτισμός κάποτε υπήρξε και πρόσφερε στους ανθρώπους κάτι που βρισκόταν στον αντίποδα της φτήνιας, της ευτέλειας, της ψυχικής εξαχρείωσης.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.