Η Gallerie dell’Accademia di Venezia παρουσιάζει τη νέα προκλητική απολαυστική έκθεση του Anish Kapoor. Είναι μάλιστα ο πρώτος Βρετανός καλλιτέχνης που θα τιμηθεί με μια μεγάλη έκθεση στο μουσείο. Η έκθεση, που αναβλήθηκε από το 2021 λόγω της πανδημίας, παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της 59ης Μπιενάλε της Βενετίας. Επιμελητής είναι ο ιστορικός τέχνης Taco Dibbits, Γενικός Διευθυντής του Rijksmuseum στο Άμστερνταμ.
Η έκθεση είναι μια ολοκληρωμένη αναδρομική παρουσίαση σημαντικών εικαστικών «σημείων» της καριέρας του Kapoor και εξερευνά την ανάπτυξη της μοναδικής οπτικής του γλώσσας. Για πρώτη φορά, παρουσιάζονται πρωτοποριακά νέα έργα, που δημιουργήθηκαν με τη χρήση νανοτεχνολογίας άνθρακα. Αυτά τα νέα έργα αναπτύσσουν περαιτέρω τη γλώσσα των εμβληματικών γλυπτών του Kapoor, τα οποία διερευνούν τη συνθήκη των γλυπτικών «μη αντικειμένων», που διερευνούν τον χώρο που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο, μεταξύ φυσικής και άυλης παρουσίας, κάτι που είναι παρόν αλλά ταυτόχρονα απουσιάζει, άδειο αλλά συνάμα γεμάτο.
Το έργο αποτελεί μέρος του μακροπρόθεσμου προγραμματισμού της Accademia που επικεντρώνεται στη σύγχρονη τέχνη. Αντικατοπτρίζει την ιστορία του μουσείου, το οποίο λειτουργεί επίσης ως ακαδημία για την εκπαίδευση σύγχρονων καλλιτεχνών. Αποτελεί την πρόκληση να ανοίξουν νέες ευκαιρίες για διάλογο μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος.
Ο Giulio Manieri Elia, διευθυντής της Accademia αναφέρει:
«Με αυτήν την αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον Anish Kapoor, μετά τις μεγάλες εκθέσεις που αφιερώθηκαν στον Philip Guston το 2017 και στον Georg Baselitz το 2019, η Gallerie dell’Accademia ανοίγει και πάλι τις πόρτες της στη σύγχρονη τέχνη. Στο παρελθόν, επιλέγαμε πάντα έναν “pittore pittore”, αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα ζωγράφο του ζωγράφου, πάντα σε σχέση και διάλογο με τη συλλογή του μουσείου. Η επιλογή του γλύπτη μπορεί να φαίνεται έκπληξη, αλλά ο Kapoor, λόγω της σημαντικής και βαθιάς έρευνάς του για το χρώμα, το φως, την προοπτική και τον χώρο, αναπτύσσεται μέσα από τις ρίζες της βενετσιάνικης αναγεννησιακής ζωγραφικής, διερευνώντας την ουσία της και αλληλεπιδρώντας στενά σε ένα ιδανικό – θα μπορούσαμε ακόμη και να πούμε εννοιολογικό – επίπεδο με τους Bellini, Giorgione, Titian, Veronese και Tintoretto».
Τα έργα του Kapoor θέτουν έναν δυναμικό διάλογο με τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή τέχνη της συλλογής. Η χρήση του δέρματος ως πέπλου ενός αντικειμένου από τον Kapoor, μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου απηχεί το μοτίβο της πτυχής στην αναγεννησιακή τέχνη, όπου χρησιμεύει ως όριο μεταξύ σώματος, δέρματος και ύπαρξης, μεταξύ του υλικού και του ιερού.
Τέτοιες έρευνες για το ενσαρκωμένο αντικείμενο, οδηγούν στη νεωτερικότητα των Μalevich, Νewman και Rothko. Ο Kapoor συνεχίζει αυτή την έρευνα με αισθησιακά και ενδιαφέροντα γλυπτά, τα οποία αμφισβητούν την κατάσταση τόσο της ύλης όσο και της ύπαρξης.
Ο Taco Dibbits δηλώνει:
«Η Gallerie dell’Accademia είναι ο ιδανικός χώρος για έναν σύγχρονο δάσκαλο να εξερευνήσει σε σύγχρονη μορφή τα θέματα που πάντα απασχολούν γλύπτες και ζωγράφους. Τα τελευταία έργα του Kapoor, χρησιμοποιώντας την πιο προηγμένη νανοτεχνολογία, υπόσχονται να είναι μια αποκάλυψη».
Ο Anish Kapoor δήλωσε: «Το φως, ο χώρος της Βενετίας, και τα αριστουργήματα της συλλογής της Accademia, αποτελούν από καιρό έμπνευση για μένα. Έχω αγαπήσει αυτήν την πόλη και τους ζωγράφους, γλύπτες και αρχιτέκτονές της, και αισθάνομαι τιμή που με προσκάλεσαν να συμμετάσχω σε έναν οπτικό διάλογο μαζί τους.»
Anish Kapoor, Photo: Attilio Maranzano
Ο Anish Kapoor εκπροσώπησε τη Μ. Βρετανία στην 44η Venice Biennale το 1990 όπου του απονεμήθηκε το βραβείο Premio Duemila. Το 1991 κέρδισε το βραβείο Turner και έχει λάβει πολυάριθμα διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένων των Praemium Imperiale το 2011 και το Padma Bhushan το 2012.
Επίσης, είναι γνωστός για τα αρχιτεκτονικά έργα του, τα δημόσια έργα περιλαμβάνουν τα: Cloud Gate (2004), Millennium Park, στο Σικάγο, το Leviathan (2011) που εκτέθηκε το 2011 στη Monumenta, στο Παρίσι, το Orbit (2012), στο Queen Elizabeth Olympic Park, στο Λονδίνο, το Ark Nova, μια αίθουσα συναυλιών που δημιουργήθηκε για το Lucerne Festival στην Ιαπωνία (2013-) και το Descension, (2014) το πρόσφατα εγκατεστημένο στο Brooklyn Bridge Park στη Νέα Υόρκη, ΗΠΑ (2017).
Στην έκθεση λοιπόν, η αλληλεπίδραση επιστήμης και τέχνης έχει δημιουργήσει έργα που τοποθετούνται μέσα σε μια πανάρχαιη γλώσσα ζωγραφικής, που παράλληλα με εγκαταστάσεις όπως οι: Shooting into the Corner (2008–2009) και νέους πίνακες συνάπτουν έναν πολύπλοκο διάλογο με την ιστορική συλλογή της Gallerie dell’Accademia. Ίσως πιο συγκεκριμένα από ποτέ, αυτή η έκθεση αφορά σε μια γλώσσα του έργου του που αφορούσε πάντοτε στην τεχνική του Kapoor. Στο Pregnant White Within Me (2022) η αρχιτεκτονική της γκαλερί επαναπροσδιορίζεται, υποδηλώνοντας την αναδιαμόρφωση των ορίων μεταξύ σώματος, κτιρίου και ύπαρξης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης τα έργα του Kapoor απορροφούν και επεκτείνουν τον χώρο μέσα και γύρω τους σε παράξενα τοπία, μετατρέποντας τη Gallerie dell’Accademia σε μαγικό τόπο.
Η έκθεση των δύο τμημάτων συνεχίζεται με το Mount Moriah at the Gate of the Ghetto (2022) γυρίζοντας τον κόσμο ανάποδα στην είσοδο του ιστορικού Palazzo Manfrin, όπου μερικά από τα διασημότερα έργα στη συλλογή του Gallerie dell’ Accademia βρίσκονται τοποθετημένα.
Αυτή η πενθούσα μάζα οδηγεί τους επισκέπτες σε ένα σύνολο δωματίων στο ημιτελές κτίριο με έργα από όλη την καριέρα του καλλιτέχνη. Tο τρίπτυχο ζωγραφικής: Internal Objects in Three Parts (2013– 2015), όπως και το White Sand Red Millet Many Flowers (1982). Μια σειρά από εφέ καθρέφτη λειτουργούν προς την αντιστροφή και την παραμόρφωση του θεατή. Ο ουρανός, η κόλαση, η γη και η θάλασσα επικαλούνται έργα όπως τα Turning Water Into Mirror, Blood into Sky (2003) και Destierro (2017). Η κεντρική εγκατάσταση Symphony for a Beloved Sun (2013) βυθίζει τον ιστορικό χώρο στο αρχέγονο χρώμα και το υλικό της ζωής και του θανάτου.
«O Kapoor δημιουργεί έργα που υφίστανται καθώς τα βιώνουμε. Σε όλους τους χώρους της έκθεσης της Gallerie dell’Accademia και του Palazzo Manfrin, υπάρχει μια διαδικασία και διαχρονικότητα στην έκθεση και τη δράση.» Taco Dibbits
Στην Accademia έχει τοποθετήσει έργα φτιαγμένα από Vantablack, το έντονα μαύρο υλικό για το οποίο εξασφάλισε τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης του στην τέχνη (δημιουργώντας μια θορυβώδη διαμάχη) σε έναν τοίχο σε σχήμα ψηλού, λεπτού οβάλ. Απορροφά σχεδόν όλο το φως που το χτυπά και γίνεται μια απύθμενη άβυσσος που το μάτι προσπαθεί να διεισδύσει αλλά αποτυγχάνει. Μαγεύει για μια στιγμή, και στη συνέχεια καταγράφεται ως ένα είδος τεχνάσματος, χωρίς κάποιο στοιχείο που να θυμίζει το μεγαλείο που ακτινοβολεί το επιτυχημένο έργο του Kapoor.
«Η πρότασή μου είναι ότι αυτό το υλικό υπάρχει πέρα από την ύπαρξη», λέει ο καλλιτέχνης. «Είναι ένας τολμηρός ισχυρισμός, αλλά αυτό είναι ένα τολμηρό υλικό που φτάνει στην καρδιά της τέχνης ως ψευδαίσθηση, τον λόγο ύπαρξης της Αναγέννησης».
Με την εμμονή του σε έργα δραματικής κλίμακας και τη μεγάλη φιλοδοξία του, ο Kapoor έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους “crowdpleasers” καλλιτέχνες της εποχής μας. Χαρακτηριστικό το απίστευτο “Cloud Gate” (2004–06) στο Chicago, επονομαζόμενο χαριτολογώντας “The Bean” είναι ένα αριστούργημα—το σπάνιο αυτό έργο τέχνης έχει καταφέρει να γίνει ορόσημο της πόλης.
Όμως η τάση του Kapoor για μια αισθητική μεγαλοπρέπεια τον έχει κάνει αποδέκτη σχολίων που υποβαθμίζουν το έργο του σε «κενό» και οριακά ξιπασμένο. Δυστυχώς πολλά από τα έργα στην παρούσα έκθεση πλησιάζουν οριακά σε αυτόν τον ισχυρισμό.
Ο πρώτος χώρος λοιπόν λειτουργεί σαν ένα σφαγείο, χαοτικό και κόκκινο: «το χρώμα της εσωτερικότητας». Οι τοίχοι και τα πατώματα μοιάζουν ματωμένα. Υπάρχουν κομμάτια σωμάτων με το δέρμα ανοιχτό ή ακόμα και σώματα που δεν είχαν ποτέ δέρμα. Το τελευταίο κρέμεται σε δομές που μοιάζουν με σκάλες πάνω από λίμνες από αστραφτερή ρητίνη που θυμίζει αίμα. Το κεντρικό στοιχείο είναι ένα τεράστιο ατσάλινο γλυπτό.
Ένα ειδικά κατασκευασμένο κανόνι λοιπόν έχει ανατινάξει βαριές μπάλες από βαθύ κόκκινο κερί σε ένα δωμάτιο, μετατρέποντάς το σε πεδίο μάχης αίματος. Στο Palazzo Manfrin, παρόμοια σώματα κείτονται στο πάτωμα ενός μεγάλου χώρου, προφανώς πεσμένα από τους δύο ψηλούς μεταφορικούς ιμάντες, για το Symphony for a Beloved Sun (2013). Ένα γιγαντιαίο κόκκινο κυκλικό έργο τέχνης (μπάλα) στέκεται πάνω από όλα, σιωπηλό και αδιαπέραστο. Αυτή είναι τέχνη που έχει ως στόχο να κυριαρχήσει. Συναρπαστική και οριακά περιφρονητική.
Πρόκειται για μια εξεζητημένη έκθεση με πολλά σημεία που είναι προκλητικά ευφυώς και ακροβατούν οριακά σε μονοπάτια επιτήδευσης. Υπάρχουν επίσης στην έκθεση μερικά υπέροχα πρώιμα έργα του. Τα White Sand, Red Millet, Many Flowers, από το 1982. Αποτελούνται από τέσσερα μικρά, περίπλοκα παραθαλάσσια κάστρα από άμμο, κατασκευασμένα από χρωστική ουσία. Με κάποιον τρόπο, στέκονται, και είναι άψογα. Είναι θαυματουργά καθώς περπατάτε δίπλα τους και προσπαθώντας να καταλάβετε πώς λειτουργούν, μπορεί να βρεθείτε να κινείστε πιο αργά, έχοντας την αίσθηση ότι ένα αεράκι θα μπορούσε να τα ρίξει κάτω.
Είναι μια αμφιλεγόμενη δουλειά που στο ένα μέρος της σε γεμίζει αισιοδοξία και στο άλλο είναι μια in your face δουλειά αίματος και νταρκ κουλτούρας. Τα έργα του δημιουργούν λεπτές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο τεχνητό και το φυσικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 δίνουν έμφαση στην αυτονομία της φόρμας και δημιουργούν έναν άμεσο διάλογο με τον περιβάλλοντα χώρο. Πολλά από αυτά μοιάζουν με φυσική προέκταση του χώρου. Η υλικότητα του χρώματος και η γεωμετρία των έργων του μοιάζουν να έχουν δική τους βούληση. Ο επισκέπτης τα αντιμετωπίζει βιωματικά.
Προσωπικά αγαπώ πολύ τη δουλειά του και τον εκτιμώ για την εκπληκτική του τεχνική, την ενέργεια αλλά και το όραμά του. Αυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Εξελίσσεται, αλλάζει και προσαρμόζεται ανάλογα με την τρέχουσα ψυχοσύνθεση του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αλλά και τη δική μας. Αλλιώς βλέπουμε έργα σήμερα αλλιώς τα βλέπαμε χθες και εντελώς αλλιώς θα τα αφουγκραζόμαστε σε 10 χρόνια. Πολλά γράφονται για το έργο του Kapoor. Ένα όμως είναι σίγουρο. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με άρτιες τεχνικές προδιαγραφές που δεν σταματά να εξελίσσεται. Το εάν μας ταιριάζει αυτή η εξέλιξη είναι καθαρά υποκειμενικό. Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε το μεγαλείο του. Ένα μεγαλείο που από ότι φαίνεται αναζητά και ο ίδιος. Και ας μην γελιόμαστε, του αξίζει.