«Μέρα απελευθέρωσης» του Τζορτζ Σόντερς: Διαφυλάσσοντας τα κεκτημένα

Το τελευταίο βιβλίο του Σόντερς αποτελεί εξαιρετική εισαγωγή για όποιον δεν έχει γνωρίσει το μυθοπλαστικό σύμπαν ενός από τους καλύτερους και πιο ευρηματικούς διηγηματογράφους της εποχής μας

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το διήγημα είναι το απόλυτο αμερικάνικο λογοτεχνικό είδος. Ναι μεν ο Τσέχοφ δικαίως θεωρείται ο θεμελιωτής του μοντέρνου διηγήματος, αλλά το διήγημα ως υψηλή λογοτεχνία διαμορφώθηκε, αναπτύχθηκε, τελειοποιήθηκε και θεωρητικοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι συνεπώς λογικό να θεωρεί κάποιος ότι οι καλύτεροι Αμερικανοί διηγηματογράφοι είναι αυτομάτως και οι καλύτεροι διηγηματογράφοι στον κόσμο.

Έτσι, η παραγωγικότητα και ποικιλομορφία της διηγηματογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο υψηλή που σε κάθε γενιά (ίσως και σε κάθε δεκαετία), αναγνωστικό κοινό και κριτικοί αναζητούν τον απόλυτο εκφραστή του αμερικάνικου διηγήματος, άρα τον απόλυτο εκφραστή της εθνικής τους λογοτεχνικής φόρμας. Είναι βεβαίως πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα μονάχα όνομα, όμως είναι πιο λογικό να κατασταλάξεις σε μια ομάδα διηγηματογράφων που αναμφίβολα έχουν αφήσει ένα πανίσχυρο αποτύπωμα στη γενιά τους.

Ο Τζορτζ Σόντερς λοιπόν βρίσκεται ίσως στην κορυφή αυτής της λίστας, τουλάχιστον όσον αφορά τα δεκαπέντε τουλάχιστον τελευταία χρόνια. Δεν ξέρω αν είναι ο κορυφαίος διηγηματογράφος της εποχής μας, αλλά σίγουρα είναι μεταξύ των κορυφαίων, περί αυτού ουδεμία αντίρρηση. Όμως ακόμα και όσοι διαφωνούν για το κατά πόσο είναι ο κορυφαίος του είδους, δεν νομίζω ότι θα διαφωνήσουν ότι είναι ο εφευρετικότερος. Με αυτό εννοώ ότι ο Σόντερς είχε πάντα τη διάθεση να πειραματιστεί θεματικά με τα στενά όρια του διηγήματος.

Από την περίφημη συλλογή του Δεκάτη Δεκεμβρίου (ίσως την πιο επιδραστική συλλογή διηγημάτων της δεκαετίας του 2010, στην οποία ουσιαστικά οφείλει τη φήμη του) ο Σόντερς έλκεται από τις δυστοπικές αλληγορίες του κοντινού μέλλοντος φλερτάροντας έτσι με την επιστημονική φαντασία, επιστρατεύοντας μια γλώσσα και ορολογία που να αντιπροσωπεύει αυτό το μετέωρο βήμα στο μέλλον. Για όποιον έχει δει την περίφημη σειρά Black Mirror, δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί ότι σε κάθε συλλογή του Σόντερς υπάρχουν μερικά διηγήματα που θα μπορούσαν άνετα να παραλληλιστούν με επεισόδια της σειράς ως προς τον τρόπο που προσεγγίζουν τις τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας και τους κινδύνους που αυτές επιφυλάσσουν.

Όμως επειδή τα διηγήματα του Σόντερς δεν είναι οπτικά δημιουργήματα αλλά γλωσσικά, ο Σόντερς δεν διστάζει να επινοήσει την ορολογία, την αργκό που να ταιριάζει σε αυτό το εγγύς μεν αλλά εξελιγμένο μέλλον. Αλλά αυτό είναι μονάχα μέρος της θεματικής του. Τα περισσότερα διηγήματα δεν είναι δυστοπικά αλλά επικεντρώνονται σε πτυχές τις καθημερινότητας. Το ότι άπτονται της καθημερινότητας όμως δεν σημαίνει ότι είναι και συμβατικά ή συνηθισμένα. Ο Σόντερς καταφέρνει σχεδόν πάντα να βρίσκει φρέσκες οπτικές γωνίες και προοπτικές, επιτυγχάνει να εστιάζει σε σημεία που ο αναγνώστης δεν έχει συνηθίσει να κοιτάζει. Ανεξαρτήτως του αν όλες του οι απόπειρες λειτουργούν σωστά ή όχι, δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει ότι ο Σόντερς επιτελεί τον ύψιστο ρόλο του σύγχρονου διηγηματογράφου: να βρίσκει πρωτότυπους τρόπους να ατενίζει την ανθρώπινη ζωή, τρόπους οι οποίοι να αναδεικνύουν την ποικιλομορφία και τον πλούτο της ανθρώπινης εμπειρίας.

 

 

Πάμε τώρα στο τελευταίο βιβλίο του Σόντερς με τίτλο Μέρα Απελευθέρωσης, μια συλλογή εννέα διηγημάτων (ή μάλλον μίας νουβέλας και οκτώ διηγημάτων) που αποτελεί εξαιρετική εισαγωγή για όποιον δεν έχει γνωρίσει το μυθοπλαστικό σύμπαν του Αμερικανού συγγραφέα. Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο και μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα-νουβέλα, το οποίο δανείζει τον τίτλο και στη συλλογή. Το κείμενο είναι ένα καλό παράδειγμα των δυστοπικών εκείνων διηγημάτων που τόσο αρέσκεται ο Σόντερς να γράφει.

Στο κοντινό μέλλον λοιπόν, διάφοροι άνθρωποι που είναι χρόνια άνεργοι επιλέγουν εθελοντικά να μπουν σε ένα πρόγραμμα, στο οποίο σβήνεται η μνήμη τους και προγραμματίζονται ώστε να κάνουν παρέα σε οικογένειες, και κυρίως στο να τους ψυχαγωγούν με μοναδική αμεσότητα αναπαράγοντας οποιοδήποτε γεγονός από την ιστορία. Περίπλοκο; Αναμφίβολα. Αυτό που το κάνει ακόμα πιο δύσκολο είναι ότι ο αναγνώστης μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά προσπαθώντας να κατανοήσει σταδιακά το τι ακριβώς συμβαίνει και να προσανατολιστεί σε σχέση με τους διάφορους παράξενους όρους που βρίσκει μπροστά του, όρους όπως «Τοίχος του Ομιλείν», «Αίθουσα Ακροάσεων» κλπ.

Όμως υπάρχουν φορές που η ορολογία αγγίζει τα όρια της χαριτωμενιάς και της ασυναρτησίας, όπως στο διήγημα «Βρικόλακας», το οποίο δύσκολα διαβάζεται. Ο Σόντερς εδώ φαίνεται να αρμέγει υπερβολικά τα τεχνάσματα με τα οποία δικαιολογημένα τράβηξε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών σε προηγούμενες συλλογές του με αποτέλεσμα να κουράζει. Υπάρχει όριο για το πόσες άσχετες λέξεις θα γράφεις με το πρώτο γράμμα κεφαλαίο προκειμένου να επιδείξεις ένα αλλόκοτο και ανεξοικείωτο δυστοπικό σύμπαν.

Τα καλύτερα διηγήματα στη συλλογή είναι τα πιο συμβατικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα το «Γράμμα Αγάπης», το οποίο είναι πράγματι μια επιστολή που στέλνει ένας παππούς στον εγγονό του σχετικά με την προσπάθεια του εγγονού να βοηθήσει μια φίλη του που έχει μπλέξει με τις αρχές κάπου στη δεκαετία του 2020, όταν υπονοείται πως ο Τραμπ έχει επανεκλεγεί και αλλάξει το σύνταγμα ώστε να αποκτήσει εκτεταμένες εξουσίες και να οδηγήσει τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ σε ένα καταπιεστικό, σχεδόν δικτατορικό καθεστώς. Ο Τραμπ δεν αναφέρεται ως όνομα αλλά ο Σόντερς δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας:

«Δεν φαινόταν… ότι ένας τόσο γελοίος παλιάτσος θα μπορούσε να διαταράξει κάτι τόσο ευγενές και δοκιμασμένο στον χρόνο και κατά τα φαινόμενα σθεναρό… Επειδή ο όλεθρος προερχόταν από έναν τόσο άσχετο τύπο, που έμοιαζε να ξέρει τόσο λίγα σχετικά με αυτά που διαταράσσει… σύντομα διαπιστώσαμε ότι δεν μας ήταν πλέον διαθέσιμη καμία γνήσια οργή».

Ο Σόντερς με αυτό τον τρόπο δείχνει πως όταν αποδεχόμαστε τελικά το εξωφρενικό ως κανονικότητα τότε αρχίζουμε να συνηθίζουμε το παράλογο, να το εκλογικεύουμε, και κατά προέκταση να τροποποιούμε την ίδια μας την αντίληψη. Είναι επίσης ένα διήγημα με ενσυναίσθηση και τρυφερότητα, σήμα κατατεθέν του Σόντερς, του οποίου ο κόσμος δεν αποτελείται από «καλούς» και «κακούς», αλλά από ανθρώπους: ανθρώπους ευάλωτους, φοβισμένους, επιρρεπείς στα λάθη, με άλλα λόγια κανονικούς, πραγματικούς ανθρώπους.

Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι αρνητικοί, δεν μοιάζουν με καρικατούρες. Όπως για παράδειγμα στο διήγημα «Ημέρα της Μητέρας», την ιστορία δύο εγωκεντρικών γυναικών και κακών μητέρων που αντικρίζουν η μία την άλλη μετά από χρόνια. Μέσα από τους δύο εσωτερικούς μονολόγους των γυναικών ο Σόντερς δείχνει μεν τις αποτυχίες και τις χτυπητές τους αδυναμίες αλλά αναδεικνύει και τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τα τραύματα που έχουν διαμορφώσει τις προβληματικές τους προσωπικότητες.

Η αλήθεια είναι ότι η Μέρα Απελευθέρωσης ίσως να μη φτάνει το ομολογουμένως πολύ υψηλό επίπεδο της Δεκάτης Δεκεμβρίου, κυρίως επειδή έχω την αίσθηση ότι ο Σόντερς έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται ή έστω να συμβιβάζεται με μια αναγνωρίσιμη μανιέρα που τον έχει κάνει διάσημο. Όμως παραμένει μια πολύ καλή συλλογή με μερικά διαμαντάκια (ξεχωρίζω μεταξύ άλλων το «Η μαμά που δρα θαρραλέα», το «Γράμμα Αγάπης», το «Ημέρα της Μητέρας»). Τι κι αν επαναλαμβάνεται ολίγον τι, τι κι αν αναπαύεται βολικά στις δάφνες του, τι κι αν έχει γίνει το χαϊδεμένο παιδί των κριτικών, κάτι που τον έχει κρατήσει σε μια στασιμότητα; Ο Σόντερς παραμένει ένας από τους καλύτερους και πιο ευρηματικούς διηγηματογράφους της εποχής μας. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.