Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα – σταθμοί: Τζέιμς Τζόις

Τζέιμς Τζόις

«Οι Νεκροί» είναι το μεγαλύτερο σε έκταση αλλά και με διαφορά το διασημότερο διήγημα της συλλογής «Οι Δουβλινέζοι»

Ο μεγάλος Ιρλανδός μοντερνιστής πεζογράφος θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος συγγραφέας του 20ού αιώνα, τουλάχιστον όσον αφορά την αγγλική γλώσσα. Το έργο του είναι αναλογικά περιορισμένο αλλά προϊόν κοπιαστικής και πολύ προσεγμένης δουλειάς: τρία μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων σε ένα διάστημα τριάντα πέντε περίπου ετών.

Ανεξαρτήτως του αν κανείς έλκεται από τη γραφή και το ύφος του Τζόις, οφείλει να παραδεχθεί ότι η επανάσταση του αισθητικού μοντερνισμού στη λογοτεχνία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον αυτοεξόριστο Ιρλανδό. Τα μορφολογικά πειράματα του εσωτερικού μονολόγου και της συνειδησιακής ροής, των ελλείψεων σημείων στίξης και της εναλλαγής αφηγηματικής εστίασης, της ταύτισης ύφους και περιεχομένου αλλά και της εμμονής στην καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής έστω κι αν αυτή δεν χαρακτηρίζεται από συμβατική μυθιστορηματική πλοκή, είναι στοιχεία που λίγο πολύ εισήγαγε στην πεζογραφία ο Τζόις, και τα οποία έκτοτε μιμήθηκαν και τελειοποίησαν οι υπόλοιποι μεγάλοι μοντερνιστές.

Ο Τζόις ήθελε να εκφράσει την πραγματική ζωή των ανθρώπων όπως αυτή φιλτράρεται μέσα από την ίδια τη συνείδησή τους, όχι όπως έχουμε συνηθίσει την τέχνη να την αναπαριστά. Αυτή του η φιλοδοξία σοκάρισε τους εκδότες αλλά και το αναγνωστικό κοινό της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή διηγημάτων «Οι Δουβλινέζοι» τελικά κυκλοφόρησε 9 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, ενώ ο «Οδυσσέας» αρχικά εκδόθηκε σε χίλια υπογεγραμμένα αντίτυπα από το αμερικανικό βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co στο Παρίσι, αλλά κατόπιν απαγορεύτηκε τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική λόγω τολμηρών σεξουαλικών και όχι μόνο περιγραφών για να κυκλοφορήσει εν τέλει με δεκαπέντε σχεδόν χρόνια καθυστέρηση.

Τζέιμς Τζόις

Ο Τζόις σε γράμμα στον εκδότη του είχε αναφέρει ότι ο στόχος του γράφοντας τους «Δουβλινέζους» ήταν να παρουσιάσει ένα κεφάλαιο της ηθικής ιστορίας της χώρας του, και προφανώς διάλεξε το Δουβλίνο καθώς, όντας η πρωτεύουσα, θεωρούσε ότι είναι το κέντρο μιας ευρύτερης παράλυσης που χαρακτηρίζει την Ιρλανδία: μια παράλυση ηθική και πνευματική. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η σχέση του Τζόις με την Ιρλανδία μοιάζει με τη σχέση αρκετών Ελλήνων καλλιτεχνών και επιστημών με την Ελλάδα, από την οποία έφυγαν πληγωμένοι για να σταδιοδρομήσουν στο εξωτερικό, αλλά την οποία πάντα εξακολουθούσαν να αγαπούν βαθιά και να επηρεάζει ριζικά το έργο τους.

Ο Τζόις μέσα από τις ιστορίες της συλλογής προχωράει σε μια βαθιά ανατομία της καθημερινότητας διαφόρων χαρακτηριστικών τύπων κατοίκων της πόλης, ενώ ο ίδιος είχε επίσης αναφέρει ότι τα διηγήματα χωρίζονται σε τέσσερις βασικές ενότητες: τρία για την παιδική ηλικία, τρία για την εφηβεία, τρία για την ενήλικη ζωή και τρία για τη δημόσια ζωή. Με αυτό τον τρόπο καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα της σύγχρονης ιρλανδικής κοινωνίας. Μετά την αναβολή της έκδοσης της συλλογής, το 1907 ο Τζόις πρόσθεσε ένα επιπλέον διήγημα που σκόπευε να αποτελέσει τη σύνθεση όλων των προηγουμένων. «Οι Νεκροί» είναι το μεγαλύτερο σε έκταση αλλά και με διαφορά το διασημότερο διήγημα της συλλογής.

Το διήγημα εκτυλίσσεται σε ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ με χιονιά στο Δουβλίνο, και μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: το πρώτο έχει να κάνει με το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο σπίτι των δεσποινίδων Μόρκαν, δύο ευγενικές γεροντοκόρες που κάθε χρόνο καλούν συγγενείς και φίλους για μια βραδιά που έχει εξελιχθεί σε θεσμό. Ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος είναι ο Γκάμπριελ Κόνροϊ, στον οποίο εστιάζεται η ετεροδιηγητική τριτοπρόσωπη αλλά εσωτερική αφήγηση. Ο Γκάμπριελ είναι ανιψιός των δεσποινίδων Μόρκαν και κριτικός λογοτεχνίας σε μια τοπική εφημερίδα, ενώ φυσικά είναι ένας από τους καλεσμένους στο δείπνο μαζί με την γυναίκα του την Γκρέτα. Το δεύτερο μέρος του διηγήματος εκτυλίσσεται μετά το τέλος του τραπεζιού και ακολουθεί την επιστροφή του Γκάμπριελ και της γυναίκας του σπίτι.

Στο πρώτο μέρος της ιστορίας ο Τζόις δημιουργεί μια μικρογραφία της μικροαστικής τάξης του Δουβλίνου. Τραγούδια στο πιάνο φιλική ατμόσφαιρα, ευγένεια και σεβασμός από όλους, όμως ο Γκάμπριελ νιώθει αποκομμένος από το περιβάλλον του, αδυνατεί να ενταχθεί στο γιορτινό κλίμα και να διασκεδάσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αποθέωση του μπανάλ και της κοινοτυπίας που κυριαρχεί στο δείπνο, σαν ένα σύμβολο της πνευματικής παράλυσης και του επαρχιωτισμού που επικρατεί σε ολόκληρη τη χώρα. Καμία πρωτοτυπία, καμία συζήτηση με έστω το ελάχιστο ενδιαφέρον, τίποτα που να ερεθίζει διανοητικά τον Γκάμπριελ. Μάλιστα, μια νεαρή κοπέλα κατηγορεί μεταξύ σοβαρού και αστείου τον Γκάμπριελ ότι δεν έχει αρκετή ιρλανδική συνείδηση, κι αυτό επειδή γράφει για αγγλικά βιβλία, ταξιδεύει στην Ευρώπη και έχει στρέψει την πλάτη του στα παλιά κέλτικα ιρλανδικά. Ο Γκάμπριελ αποκρίνεται ότι τα Ιρλανδικά δεν είναι η γλώσσα του, λειτουργώντας στην προκειμένη περίπτωση σαν ένα alter-ego του Τζόις, ο οποίος έτσι επικρίνει τον υποκριτικό ψευτο-πατριωτισμό που επικεντρώνεται σε μια νεκρή γλώσσα που κανένας πια δεν μιλάει, αντί να αντικρίσει κατάματα την σύγχρονη κοινωνία με τις ιδιόμορφες ανάγκες της. Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι το διήγημα γράφτηκε πριν αποκτήσει η Ιρλανδία την ανεξαρτησία της και ενώ αποτελούσε επαρχία της βρετανικής αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο συντηρητικός καθολικισμός με την εμμονή στην ενοχή και οι πατριωτικές κορώνες που μετέτρεπαν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο με ανοιχτό μυαλό σε προδότη της ιρλανδικής ταυτότητας ήταν δύο από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν τον Τζόις στην αυτοεξορία στην Ευρώπη.

Οι ομοιότητες όμως του Τζόις με τον Γκάμπριελ δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ταύτιση, ούτε και ο Γκάμπριελ σκιαγραφείται σαν μια προοδευτική δύναμη σε ένα περιβάλλον που λιμνάζει. Αυτό διαφαίνεται στο δεύτερο μέρος του διηγήματος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής του ζευγαριού σπίτι τους με την άμαξα, ο Γκάμπριελ νιώθει ένα ρομαντικό, λυρικό ξέσπασμα έρωτα και σεξουαλικού πόθου προς τη Γκρέτα. Όπως και στο δείπνο όπου ο Γκάμπριελ είχε δημιουργήσει μια ιδεαλιστική εικόνα σχετικά με τον εαυτό του σαν διανοούμενο που κανείς δεν καταλαβαίνει, ο οποίος ασφυκτιά σε ένα περιβάλλον που δεν προσφέρεται για καινούριες, τολμηρές ιδέες, έτσι και στο ταξίδι της επιστροφής ο Γκάμπριελ αφήνεται στην γλύκα ενός φαντασιακού παραληρηματικού μίγματος έρωτα, πόθου και συζυγικής ευτυχίας που αποδίδεται με διακριτική ειρωνεία από τον Τζόις. Όταν φτάνουν σπίτι τους ο Γκάμπριελ προσπαθεί να προσεγγίσει την γυναίκα του για να κάνουν έρωτα, όμως συνειδητοποιεί ότι εκείνη κλαίει. Την ρωτάει τον λόγο κι εκείνη του αποκρίνεται ότι ένα τραγούδι στο δείπνο της θύμισε μια σκηνή από τα παιδικά της χρόνια στο Γκόλγουεϊ της δυτικής Ιρλανδίας. Τότε, ένα δεκαεφτάχρονο ασθενικό αγόρι ήταν ερωτευμένο μαζί της. Όταν εκείνη έπρεπε να φύγει από το Γκόλγουεϊ για να πάει στο Δουβλίνο, το άρρωστο αγόρι έφυγε από το σπίτι του και πέρασε όλη την παγωμένη νύχτα έξω από το παράθυρό της, προκειμένου να της εκφράσει την αγάπη του. Αυτή του όμως η κίνηση τον οδήγησε και στον θάνατο μια εβδομάδα αργότερα. Αυτή η ανάμνηση έχει στιγματίσει την Γκρέτα και εξακολουθεί να την συγκινεί βαθιά. Ο Γκάμπριελ νιώθει συντετριμμένος. Ο ίδιος είχε επινοήσει μια ιδανική κατάσταση έρωτα στο μυαλό του, η οποία έχει συντριβεί. Είναι προφανές ότι ο δεκαεφτάχρονος Μάικλ, (το όνομα του αγοριού που αντιδιαστέλλεται με τον Γκάμπριελ σαν οι δύο αρχάγγελοι) έχει παίξει σημαντικότερο ρόλο στη ζωή της Γκρέτα απ’ ότι ο ίδιος που είναι ο σύζυγός της. Κι αυτό επειδή το νεαρό αγόρι που δεν είχε τίποτα, ήταν πάμπτωχο, αμόρφωτο και ασθενικό, είχε κάνει κάτι που εκείνος δεν έκανε ποτέ: είχε θυσιάσει τον εαυτό του για την πραγματική αγάπη όπως την αντιλαμβανόταν. Είχε κάνει μια πράξη ανάλογη της οποίας ο Γκάμπριελ δεν είχε επιχειρήσει ποτέ. Αυτή η τραγική επιλογή του αγοριού ήταν όμως μια πραγματική ρομαντική ενέργεια και όχι το ψευτοπαραλήρημα του Γκάμπριελ, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι ζει μέσα στο μυαλό του, ανήμπορος να πράξει οτιδήποτε που μπορεί κάνει τη διαφορά.

Έτσι, χαμένος στις σκέψεις του ενώ σιγά, σιγά ξημερώνει η μέρα στο χιονισμένο Δουβλίνο, ο Γκάμπριελ και μαζί του ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι κανείς δεν γλιτώνει από αυτή την παράλυση. Το χιόνι καλύπτει τα πάντα συμβολικά, τίποτα από όσα έχουν συμβεί εκείνο το βράδυ δεν είναι αξιομνημόνευτα. Όλοι οι ζωντανοί είναι αλληγορικά νεκροί, ζουν χωρίς η ζωή τους να έχει καμία σημασία. Ο μοναδικός νεκρός της ιστορίας, ο νεαρός Μάικλ, είναι και ο μοναδικός ζωντανός αφού η ανάμνησή του έχει χαραχτεί στο μυαλό της Γκρέτα μετά από τόσα χρόνια. Το χιόνι έρχεται και καλύπτει μια ηθική και πνευματική νεκρόπολη.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

  1. Μόνο ένα λαθάκι εντόπισα στο καταπληκτικό άρθρο του κου Καλογρούλη για τους νεκρούς του Τζόις. «ανήμπορος να πράξει οτιδήποτε που μπορεί κάνει τη διαφορά» λείπει ένα «να» στην παραπάνω πρόταση. Θα ήθελα να τον καλέσω να διαβάζει μαζί μας κάθε Δευτέρα μεσημέρι τον Οδυσσέα του Τζόις στα Ελληνικά, μέσω του φαρμακείου Sweny’s.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.