Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα – σταθμοί: Ρέιμοντ Κάρβερ

Ο «Καθεδρικός Ναός» είναι ένα από τα πολλά αριστουργήματα του μεγάλου Αμερικανού διηγηματογράφου και μια ιδανική εισαγωγή για όσους θα ήθελαν να γνωρίσουν τα έργα του

Ο Ρέιμοντ Κάρβερ υπήρξε μάλλον ο σημαντικότερος Αμερικανός διηγηματογράφος στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η γραφή του οφείλει πάρα πολλά καταρχάς στον Χέμινγουεϊ, από τον οποίο δανείζεται τη λακωνική, αντιλογοτεχνική γλώσσα χωρίς διακοσμητικά στοιχεία και εξεζητημένο λεξιλόγιο, αλλά και το μινιμαλιστικό, ελλειπτικό ύφος του.

Εξ’ ίσου μεγάλη επιρροή είναι σαφώς και ο Τσέχοφ, ο πατέρας του μοντέρνου διηγήματος, κυρίως λόγω της στροφής του προς την καθημερινότητα, τους απλούς, συνηθισμένους χαρακτήρες που αποτελούν τον μέσο όρο της κοινωνίας. Τέλος, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν επιρροή και τον Τζόις των «Δουβλινέζων», από τον οποίο δανείζεται την αρχή του “epiphany”, δηλαδή της ξαφνικής αποκάλυψης και συνειδητοποίησης κάποιας αλήθειας από πλευράς κεντρικού ήρωα, η οποία συνήθως λαμβάνει χώρα στο τέλος του διηγήματος.

Όμως ο Κάρβερ προσάρμοσε τις παραπάνω επιρροές σε ένα ιδιότυπο, προσωπικό ύφος με ξεχωριστή θεματολογία. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει το έργο του Κάρβερ σαν blue collar μυθοπλασία, δηλαδή ότι οι χαρακτήρες του είναι βγαλμένοι από την εργατική τάξη, ούτε καν την αστική. Σε ορισμένα διηγήματα αυτό είναι αλήθεια, αν και ο ίδιος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην κοινωνικό-πολιτική προέκταση αυτής της επιλογής του, αλλά στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπική τους ζωή με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να τη φωτίζει υπό διαφορετικό πρίσμα.

Τα περισσότερα διηγήματά του θίγουν επίπονα, βαριά ζητήματα, αλλά παραδόξως διατηρούν μια κυνικά διακριτική αίσθηση του χιούμορ. Κάποιοι είχαν μάλιστα εφεύρει τον όρο «βρώμικος ρεαλισμός (dirty realism)» για να χαρακτηρίσουν το έργο συγγραφέων όπως ο Κάρβερ, ο Φορντ και ο Τομπάιας Γουλφ, τονίζοντας έτσι την αντιρομαντική τους προσέγγιση στη μυθοπλασία.   

Ο «Καθεδρικός Ναός» είναι ένα πολύ σύντομο διήγημα που ουσιαστικά εκτυλίσσεται σε ένα βράδυ. Ο ανώνυμος αφηγητής μας ενημερώνει ότι η γυναίκα του έχει καλέσει σπίτι έναν παλιό της φίλο, τον Ρόμπερτ, ο οποίος έχει πρόσφατα χάσει τη σύζυγό του. Ο Ρόμπερτ όμως είναι τυφλός, κάτι που προκαλεί αμηχανία στον αφηγητή, ο οποίος δεν νιώθει άνετα με την ιδέα ότι πρέπει να περάσει χρόνο με έναν τυφλό, μη γνωρίζοντας πώς πρέπει να φερθεί. Ο αφηγητής από πολύ νωρίς μας δείχνει ότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο μάλλον προσεγγίζει με προκατάληψη.

Όταν ο Ρόμπερτ φτάνει, τον υποδέχονται στο σπίτι τους, δειπνούν μαζί και κατόπιν η γυναίκα του συζητάει μαζί του για τα παλιά. Η νύχτα έχει προχωρήσει και η γυναίκα του έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ, όμως ο Ρόμπερτ παραμένει ζωηρός. Ο αφηγητής βλέπει στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την κατασκευή των καθεδρικών ναών στον μεσαίωνα. Ο Ρόμπερτ τον παρακαλεί να μην αλλάξει κανάλι καθώς τον ενδιαφέρει το θέμα. Λίγο αργότερα του ζητάει να του περιγράψει τον καθεδρικό που δείχνει η τηλεόραση. Ο αφηγητής προσπαθεί αποτυχημένα, καθώς δεν μπορεί να βρει τα σωστά λόγια. Αντί αυτού, ο Ρόμπερτ του προτείνει να το σχεδιάσει σε ένα χαρτί κι εκείνος κρατάει το χέρι του ώστε να κατανοήσει το σχέδιο μέσα από την κίνηση των χεριών του. Η διαδικασία όμως  αυτή είναι πολύ έντονη για τον αφηγητή, ο οποίος νιώθει κάτι μοναδικό, σαν να είναι υπνωτισμένος. Η εμπειρία αυτή μοιάζει με πνευματική, σχεδόν μεταφυσική, και όταν ολοκληρώνεται, ο αφηγητής προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι συνέβη.

Αρχικά το διήγημα κινείται πάνω στην κυριολεκτική και μεταφορική έννοια της τύφλωσης, της έλλειψης όρασης αλλά και διορατικότητας. Ο αφηγητής δεν είναι τυφλός ενώ ο Ρόμπερτ προφανώς είναι. Όμως μεταφορικά, ο τυφλός είναι ο αφηγητής, ο οποίος επιδεικνύει αναισθησία και προκατάληψη στο ζήτημα αυτό, αδυνατώντας να προσεγγίσει τον φίλο της γυναίκας του με ανοιχτό μυαλό. Αντίστοιχα, ο Ρόμπερτ δείχνει ιδιαίτερα ζεστός και ενδιαφέρων άνθρωπος, με ευαισθησίες που αγγίζουν τη γυναίκα του αφηγητή. Ο Κάρβερ φαίνεται να υπονοεί ότι ο Ρόμπερτ δείχνει να επικοινωνεί μαζί της, στις ελάχιστες ώρες που βρίσκονται μαζί, πολύ καλύτερα, πολύ πιο ουσιαστικά από τον ίδιο τον αφηγητή που είναι ο σύζυγός της. Άρα ο τυφλός Ρόμπερτ φαίνεται πως μπορεί να δει πιο μακριά από τον αφηγητή που έχει την όρασή του, μπορεί να διακρίνει τις ανάγκες της γυναίκας, να δεθεί μαζί της αβίαστα, ανθρώπινα.

Σε δεύτερο επίπεδο όμως το διήγημα αποκτάει μια θεολογική υπόσταση. Το αντικείμενο της συζήτησης των δύο αντρών, το οποίο άλλωστε προκαλεί την ακόλουθη ξεχωριστή εμπειρία του αφηγητή είναι οι καθεδρικοί ναοί, οι οίκοι λατρείας του Θεού. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται ότι οι καθεδρικοί ήταν αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, όπου χιλιάδες άνθρωποι δούλευαν μαζί για δεκάδες χρόνια προκειμένου να επιτύχουν ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Ρόμπερτ κάποια στιγμή ρωτάει τον αφηγητή αν είναι θρησκευόμενος, κι εκείνος του απαντάει ότι δεν πολυενδιαφέρεται για τέτοια ζητήματα κι ότι μάλλον δεν πιστεύει. Είναι ακριβώς μετά από αυτή τη συζήτηση που ο Ρόμπερτ τον παρακαλεί να σχεδιάσει τον καθεδρικό σε ένα χαρτί, όντας συγκεντρωμένος με κλειστά μάτια, όσο εκείνος του πιάνει το χέρι.

Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη μυθολογία ή τις λαϊκές παραδόσεις, συχνά οι τυφλοί παρουσιάζονται να έχουν μεταφυσικές ή μαντικές ικανότητες και αυξημένη διορατικότητα. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ο τυφλός γίνεται πράκτορας της αφύπνισης του αφηγητή, ή μάλλον του δίνει λίγη από την εσωτερική όραση που τόσο δείχνει να του λείπει. Το αν αυτή η εμπειρία είναι απλώς μια αφύπνιση του αφηγητή από τον αποκομμένο, εγωιστικό κόσμο του, μια προτροπή να προσεγγίζει τους κοντινούς, και όχι μόνο, ανθρώπους του με ευαισθησία και ενδιαφέρον, ή κάτι παραπάνω, μια θρησκευτική, μεταφυσική εμπειρία είναι κάτι που φυσικά ο Κάρβερ αφήνει τον αναγνώστη να συμπεράνει από μόνος του. Σίγουρα η συνεργασία που απαιτείται για την κατασκευή ενός καθεδρικού είναι μια αλληγορία για τις ανθρώπινες σχέσεις στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

Ο αφηγητής είναι αποκομμένος όχι απλά από το περιβάλλον του αλλά και από την ίδια του τη γυναίκα. Ο Ρόμπερτ αφυπνίζει τον αφηγητή μέσα από τη δύναμη της ανθρώπινης επαφής, δηλαδή αγγίζοντας τα χέρια του, μεταδίδοντάς του λίγο τη δική του εσωτερική οπτική, και άρα η εμπειρία του αφηγητή αποτελεί κι αυτή με τη σειρά της αντικείμενο συνεργασίας δύο ανθρώπων.

Ο «Καθεδρικός Ναός» είναι ένα από τα πολλά αριστουργήματα του μεγάλου Αμερικανού διηγηματογράφου και μια ιδανική εισαγωγή για όσους θα ήθελαν να γνωρίσουν τα έργα του.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.