«Μαθήματα» του Ίαν ΜακΓιούαν: Ομολογία αποτυχίας ή μήπως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της χρονιάς;

Ο ΜακΓιούαν μας ζητάει να του συγχωρέσουμε τα ελαττώματα και νομίζω ότι οφείλουμε να το κάνουμε, διότι τα εν λόγω ελαττώματα είναι αναπόφευκτα προκειμένου ο συγγραφέας να καταφέρει να ολοκληρώσει το ίσως πιο ώριμο και προσωπικό του βιβλίο

Υπάρχουν φορές που ένα λογοτεχνικό έργο για το οποίο γράφω κριτική θίγει τόσα θέματα και πυροδοτεί τόσες σκέψεις που με τη σειρά τους οδηγούν σε μια σειρά από τόσες προεκτάσεις, που η δουλειά μου φαίνεται πολύ δύσκολη. Νιώθω λες και κρατάω ένα λάστιχο υπερβολικής πίεσης και πρέπει να γεμίσω ένα μπουκαλάκι με στενό στόμιο. (Αν μπερδευτήκατε από την αμφιβόλου ευστοχίας αναλογία μου, το μπουκαλάκι με το στενό στόμιο είναι ένα σχετικά σύντομο κείμενο κριτικής). Καλούμαι λοιπόν να ρεγουλάρω την πίεση και να βάλω μια σειρά στις σκέψεις μου προκειμένου να βγάλουν νόημα αυτά που θα πω. Από πού ξεκινάς όμως;

Bildungsroman ενηλικίωσης, χρονικό του ψυχρού πολέμου, κοινωνιολογική σπουδή γύρω από τη γενιά των baby boomers, σπουδή πάνω στην καταπίεση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, πολιτική ιστορία μισού αιώνα, αναζήτηση της τομής μεταξύ ιστορίας και ατόμου, ανάλυση της φευγαλέας έννοιας του χρόνου, case study της αρσενικής σεξουαλικότητας και της σύνδεσής της με ψυχικά τραύματα, διάλογος γύρω από την ίδια τη φύση της αφήγησης, προβληματική σχετικά με τους ρόλους των δύο φύλων ; Πόσα καρπούζια μπορεί επιτέλους να χωρέσει στην ίδια μασχάλη ο Ίαν ΜακΓιούαν; Υπάρχει συνοχή ή τελικά το κέντρο δεν μπορεί να αντέξει, όπως έγραφε κι ο Γέιτς; Θα τα εξετάσουμε όλα αυτά παρακάτω, αλλά πρώτα ας πούμε δυο σύντομα λόγια για τον ίδιο τον ΜακΓιούαν.

Ο Ίαν ΜακΓιούαν είναι μέλος αυτής της τρομερής παρέας Βρετανών συγγραφέων που εκσυγχρόνησαν τη βρετανική πεζογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, δημιουργώντας νέες τεχνοτροπίες, βρίσκοντας φρέσκιες οπτικές γωνίες, επιστρατεύοντας νέες ευαισθησίες που ήταν επηρεασμένες από μια ανοιχτή προσέγγιση προς την Ευρώπη και τον κόσμο. Η παρέα αυτή αποτελούνταν από τον Μακ Γιούαν, τον Τζούλιαν Μπαρνς, τον Μάρτιν Έιμις, τον Καζούο Ισιγκούρο και τον Σαλμάν Ρουσντί, με τον καθένα εξ’ αυτών να είναι εντελώς διαφορετικός αλλά εξ’ ίσου επιδραστικός.

Ο Μακ Γιούαν ήταν ακατηγοριοποίητος, έδειχνε μια διάθεση να πειραματίζεται διαρκώς με τρόπο ώστε το κάθε του μυθιστόρημα να μοιάζει γραμμένο από διαφορετικό συγγραφέα. Αρχικά ξεκίνησε με ένα σκοτεινό, γοτθικό ύφος όπως εκφράστηκε στις εξαιρετικές του πρώτες νουβέλες (Comfort of Strangers, Cement Garden), δείγματα ενός πληθωρικού ταλέντου. Στη συνέχεια άλλαζε δέρμα σαν χαμαιλέοντας, αφού στα έργα του αφομοίωσε στοιχεία σάτιρας, κατασκοπικού μυθιστορήματος, ιστορικού μυθιστορήματος, επιστημονικής φαντασίας και πολλά άλλα. Πάντοτε όμως υπήρχαν κάποιοι κοινοί παρονομαστές, κάποιες βασικές αξίες στις οποίες επέστρεφε. Μία βασική εξ’ αυτών ήταν οι δυνατότητες της αφήγησης και της γλώσσας και οι ικανότητές τους να καθορίζουν την ίδια την πραγματικότητα, ή μάλλον τον τρόπο με τον οποίο εμείς την αντιλαμβανόμαστε και την ερμηνεύουμε.

Πάμε τώρα στα Μαθήματα, το τελευταίο του μυθιστόρημα, ένα πολύ γοητευτικό, αρκετά αυτοβιογραφικό, αλλά και υπερβολικά σύνθετο εγχείρημα, το οποίο τυγχάνει να είναι και το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του. Πρωταγωνιστής είναι ο Ρόλαντ Μπέινς, του οποίου η ζωή αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος, και τον οποίο ο αναγνώστης γνωρίζει σταδιακά μέσα από επεισόδια που κινούνται μπρος και πίσω στον χρόνο, από την παιδική του ηλικία ως μαθητή σε οικοτροφείο μέχρι τη ζωή του ως πατέρα και παππού, τη διαμόρφωση των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών του πεποιθήσεων, τους κώδικες συμπεριφοράς του.

Είναι σαφές εξ’ αρχής ότι δύο επεισόδια παίζουν κομβικό ρόλο στη ζωή του: το πρώτο έχει να κάνει με την πρώτη του σεξουαλική σχέση στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών με τη δασκάλα πιάνου του στο σχολείο, μια σχέση μαγική μεν που όμως άγγιζε τα όρια της σεξουαλικής κακοποίησης και τον στιγμάτισε για όλη την ενήλικη ζωή του διαμορφώνοντας μοτίβα συμπεριφοράς. Το δεύτερο έρχεται εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, όταν η Αλίσσα, η γυναίκα του εξαφανίζεται για να αναζητήσει τον εαυτό της και να γίνει συγγραφέας, αφήνοντάς τον ολομόναχο με τον σχεδόν νεογέννητο γιο του. Και τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν «μαθήματα», κυριολεκτικά και μη, και είναι σαφές ότι είναι γεγονότα που συνδέονται, έστω κι αν η εν λόγω σύνδεση δεν είναι άμεσα προφανής.

Έχοντας λοιπόν αυτό ως βάση εκκίνησης, (για να μην αποκαλύψω περισσότερα) αρχίζει κάποιος να συνειδητοποιεί πόσα θέματα θίγει ο ΜακΓιούαν. Αρχικά, μιλάει για έναν ετεροφυλόφιλο άντρα του οποίου η ζωή καθορίζεται απόλυτα από τις γυναίκες. Σε ποιο βαθμό αυτό είναι προϊόν από την μεθυστική του εμπειρία με την πληθωρική δασκάλα του πιάνου; Είναι κάτι που τον κατέστρεψε προκαλώντας του σεξουαλικό εθισμό μέσα από έναν απίστευτα ψηλό πήχη από τον οποίο είναι καταδικασμένος να περνάει από κάτω, να κινείται από γυναίκα σε γυναίκα αναζητώντας ένα φευγαλέο ιδεώδες; Είναι ένα αναμφίβολο ψυχικό τραύμα, ένα είδος κακοποίησης σε μια ασχημάτιστη ακόμα ψυχή; Σύντομα ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι αν και ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι άντρας, σχεδόν κάθε ψηφίδα από το μωσαϊκό του ψυχισμού του έχει τοποθετηθεί εκεί από γυναίκες.

Όμως ο ΜακΓιούαν σχολιάζει και μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά εκείνη που απόλαυσε τα αποτελέσματα των φριχτών θυσιών της προηγούμενης γενιάς του πολέμου, μιας γενιάς που σέρφαρε πάνω στα ήρεμα κύματα μιας άνευ προηγουμένου ευμάρειας, χωρίς ιδιαίτερες τριβές, μια γενιά που σύντομα φλέρταρε με τον ναρκισσισμό, με τον σολιψισμό. Ο Ρόλαντ είναι μεν πολυτάλαντος και ευφυής, αλλά του λείπει η αίσθηση προορισμού. Αλλάζει πολλές καριέρες και επιτυγχάνει τελικά χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Μοιάζει λίγο με έναν «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες», για να θυμίσω τον τίτλο του περίφημου αριστουργήματος του Μούζιλ.

Η ψυχροπολεμική παράνοια είναι επίσης κάτι παραπάνω από εμφανής στο μυθιστόρημα. Από την κρίση των σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα όταν ο Ρόλαντ ήταν παιδί και ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή με τη δασκάλα του πιάνου, μέχρι το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ, όταν η γυναίκα του τον εγκαταλείπει μόνο με τον επτά μηνών γιο του. Βλέπουμε λοιπόν ότι και τα δύο κρίσιμα επεισόδια της ζωής του πλαισιώνονται από δύο κομβικά ψυχροπολεμικά γεγονότα που ενθαρρύνουν τις παρανοϊκές αντιδράσεις. Στην περίπτωση των πυραύλων, ο Ρόλαντ αποφασίζει να δοθεί στη δασκάλα επειδή φοβάται ότι με την επικείμενη καταστροφή θα πεθάνει παρθένος. Αντίστοιχα, όταν μένει μόνος του με το μωρό και ακούει τις ειδήσεις για το Τσερνόμπιλ, σφραγίζει τις πόρτες και τα παράθυρα του διαμερίσματός του με σελοφάν, ώστε να εμποδίσει τυχόν ραδιενεργά αέρια να εισέλθουν. Η διεθνής πολιτική διεισδύει στην ιδιωτική ζωή, επηρεάζει αποφάσεις, καθορίζει συμπεριφορές και ψυχισμούς.

Αυτό μας οδηγεί σε ένα δεύτερο πολιτικής φύσεως μοτίβο: το αποτύπωμα της κρατικής καταπίεσης στο άτομο. Αυτό εδράζεται σε δύο βασικές πηγές καταπίεσης, και οι δύο με επίκεντρο τη Γερμανία (η σύζυγος του Ρόλαντ ήταν Γερμανίδα κατά το ήμισυ). Αρχικά, υπάρχει η αναφορά για το Λευκό Ρόδο, μία αντιστασιακή οργάνωση κατά των ναζί της οποίας τα περισσότερα μέλη εκτελέστηκαν. (Ο πατέρας της Αλίσσα είχε συμμετάσχει σε αυτή την οργάνωση). Ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στο μυαλό του Ρόλαντ όμως είχε η εμπειρία του από το καθεστώς της ανατολικής Γερμανίας, από τις παρακολουθήσεις της Στάζι, τις φυλακίσεις, τους εσωτερικούς εκτοπισμούς, τις καθημερινές και διαρκείς καταστροφές των αθώων ζωών.

Η αηδία του Ρόλαντ προς αυτό το καθεστώς τον έκανε να απομακρυνθεί από τις αριστερές του καταβολές. Όμως γιατί επανέρχεται σε αυτά ο ΜακΓιούαν; Τι θέλει να πει; Ίσως σχολιάζει το πόσο αχάριστο είναι για τις νεότερες γενιές να θεωρούν δεδομένη τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τις κατακτήσεις της ανεκτικότητας και της αξιοπρέπειας, ιδιαίτερα σε σχέση με το ζοφερό παρελθόν της φριχτής καταπίεσης. Ένα απόσπασμα που θεωρώ ότι συμπυκνώνει τη βασική ιδέα του ΜακΓιούαν είναι το ακόλουθο και λαμβάνει χώρα όταν ο Ρόλαντ κάνοντας βόλτα στο Βερολίνο τις ιστορικές ημέρες της πτώσης του τείχους ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στο παλιό αρχηγείο της Γκεστάπο:

«Ήταν ανυπολόγιστη τύχη που είχε γεννηθεί στο γαλήνιο Χάμσιρ το 1948 και όχι στην Ουκρανία ή την Πολωνία το 1928, που δεν τον είχαν σύρει από τα σκαλιά της συναγωγής το 1941 για να τον φέρουν εδώ. Το δικό του λευκό κελί – ένα μάθημα πιάνου, μια πρόωρη ερωτική ιστορία, μια χαμένη εκπαίδευση, μια αγνοούμενη σύζυγος – ήταν, συγκριτικά, μια πολυτελής σουίτα. Αν, όπως συχνά σκεφτόταν, η ως τώρα ζωή του υπήρξε μία αποτυχία, ήταν γιατί ο ίδιος δεν είχε ανταποκριθεί ως όφειλε στη γενναιοδωρία της ιστορίας».  

Η πρόζα του είναι συχνά κομψή χωρίς να είναι εξεζητημένη, η ψυχολογική του οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα υποδειγματική, η προσέγγισή του ανεκτική και καθόλου κυνική, τα επιχειρήματα ισορροπούν στην τραμπάλα των διλημμάτων, αναδεικνύουν με τρόπο ουσιαστικό και ανθρώπινο όλες τις πλευρές χωρίς να δαιμονοποιούν αλλά και ούτε να υπεραπλουστεύουν τις διαφορετικές επιλογές και μονοπάτια των κεντρικών χαρακτήρων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της εγκατάλειψης από πλευράς Αλίσσα τόσο του Ρόλαντ όσο και του νεογέννητου γιου της. Αρχικά αυτή φαίνεται μια ασυγχώρητη πράξη σκληρότητας, και πράγματι είναι. Όμως ο ΜακΓιούαν δεν διστάζει να δείξει με θάρρος και την εναλλακτική οπτική γωνία: ανέκαθεν υπήρχαν άντρες διανοούμενοι και καλλιτέχνες που επεδείκνυαν ανευθυνότητα ως προς την οικογένειά τους και όλοι τους συγχωρούσαν τις απιστίες και την απουσία τους ως γονείς λόγω, των έργων που δημιουργούσαν. Θα συνέβαινε το ίδιο και με τις γυναίκες; Δεν είχαν και αυτές το δικαίωμα να επιλέξουν την εκπλήρωση των φιλοδοξιών τους, να επιδείξουν την ίδια ανευθυνότητα ως προς την οικογένεια; Ή μήπως αυτό παραμένει ένα ταμπού;

Κάπου εδώ όμως προκύπτουν αναπόφευκτα και τα ζητήματα συνοχής. Αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατήσει είναι ότι ο ΜακΓιούαν δεν υπήρξε ποτέ φλύαρος συγγραφέας. Ξεκίνησε με κομψές και συνεκτικές νουβέλες και όταν προχώρησε στα πιο εκτεταμένα και γνωστά του έργα όπως η Εξιλέωση, εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη οικονομία. Συνεπώς, είμαι σίγουρος ότι ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αυτή του η οικονομία έχει χαθεί. Παρέχει πολύ υπόβαθρο για πολλούς χαρακτήρες, παρεκκλίνει συχνά, προσφέρει υπερβολικές λεπτομέρειες σε ελάσσονος σημασίας επεισόδια. Όμως φαίνεται ότι ο ίδιος έχει συνειδητά αποδεχθεί αυτό το ελάττωμα και ζητάει και από εμάς ως αναγνώστες να το αποδεχτούμε γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί αλλιώς να εκφράσει συνολικά ένα τόσο σύνθετο σχόλιο για μια σειρά από προβληματικές που βρίσκονται τόσο κοντά στη δική του ζωή αλλά ευρύτερα στη δική του γενιά.

Σε κάποιο σημείο ο Ρόλαντ πιάνει στα χέρια του το μυθιστόρημα της Αλίσσα. Οι σκέψεις που κάνει νομίζω ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να απευθύνονται στα Μαθήματα, για την ακρίβεια έχω την εντύπωση ότι ο ΜακΓιούαν κλείνει το μάτι στον αναγνώστη αφού συνειδητά αναφέρεται στο δικό του μυθιστόρημα: «…τη γενναιόδωρη, ανεκτική, μεγαλόθυμη αφήγηση που με αυτεπίγνωση οργανώνει μπροστά στον αναγνώστη σαν σε αργή κίνηση το αχανές σώμα του υλικού της…». Πράγματι λοιπόν, ο ΜακΓιούαν μας ζητάει να του συγχωρέσουμε τα ελαττώματα και νομίζω ότι οφείλουμε να το κάνουμε, διότι στην προκειμένη περίπτωση τα εν λόγω ελαττώματα είναι αναπόφευκτα προκειμένου ο συγγραφέας να καταφέρει να ολοκληρώσει το ίσως πιο ώριμο και προσωπικό του βιβλίο, αν όχι απαραιτήτως το καλύτερο, (ο ΜακΓιούαν έχει γράψει εξαιρετικά έργα και το γούστο είναι υποκειμενικό).

Κλείνοντας, έχω να επισημάνω το εξής. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από έναν λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα με πρωταγωνιστή έναν λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα, κάτι που ίσως πάει κόντρα στη «μόδα» της εποχής. Προφανώς και ο καθένας επιλέγει να διαβάσει ό,τι τον αγγίζει και τον ενδιαφέρει, περί αυτού δεν τίθεται το παραμικρό θέμα. Όμως αν κάποιος επιχειρήσει να απορρίψει ή ακυρώσει ένα βιβλίο απλά και μόνο για τον παραπάνω λόγο, χωρίς μάλιστα καν να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, πρέπει να αντιληφθεί ότι η καλή λογοτεχνία (και εδώ περί αυτού μιλάμε) παίρνει συγκεκριμένες και υποκειμενικές προοπτικές και τις αναβαθμίζει σε πανανθρώπινους κοινούς τόπους. Προσφέρει επιφοιτήσεις για την ανθρώπινη φύση και τον πολιτισμό μας που έχουν σφαιρική, καθολική διάσταση ανεξαρτήτως υποβάθρου, φύλου, ιδεολογιών και προτιμήσεων. Όποιος αυτό δεν μπορεί να το αντιληφθεί, τότε ας επιλέξει να διαβάσει κάποιο εφήμερο και βολικά ρηχό ανάγνωσμα πολιτικής ορθότητας υποκύπτοντας στις εκάστοτε επιταγές του twitter και την πλασματική ασφάλεια που αυτό δίνει.

Για τους υπόλοιπους, υπάρχουν πολύτιμα «Μαθήματα» που μπορεί κανείς να πάρει από ένα μυθιστόρημα που, παρά τα ελαττώματά του, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς.  

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.