Το Love, love, love του Mike Bartlett παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Τέχνης

Kείμενο: Τώνια Καράογλου
Ο Mike Bartlett, γνωστός στην Ελλάδα* από το έργο του Cock, γεννημένος μόλις το 1980, ανήκει στη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων που κλήθηκε να βιώσει πάνω στην ακμή της τη βίαιη κατάρρευση των δεδομένων, ιδεολογιών και σταθερών που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική – και συνεπακόλουθα κοινωνική – κρίση. Η αμφισβήτηση των σημερινών τριαντάρηδων για τη γενιά των γονιών τους και οι ευθύνες που τους αποδίδουν για τη φούσκα της ευμάρειας που έμελλε να σκάσει στα δικά τους χέρια αποτελούν την πρώτη ύλη του έργου του Bartlett Love, love, love (2010), που παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρεμιέρα στη σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη.

Στις τρεις πράξεις του έργου παρακολουθούμε τη ζωή του Κέννεθ και της Σάντρα σε τρία χαρακτηριστικά χρονικά στιγμιότυπα. Το 1967, όταν γνωρίζονται υπό τους ήχους του All you need is love των Beatles και ως γνήσιοι hippies ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε σύμβαση και στερεότυπο μιας καθωσπρέπει ζωής. Το 1990, όταν είναι πια παντρεμένοι, ευκατάστατοι, με σπίτι στα προάστια, δύο έφηβα παιδιά και μία αποτυχημένη οικογενειακή και συζυγική ζωή. Τέλος, το 2008, όταν, συνταξιούχοι και χωρισμένοι πια αλλά πλήρεις και καλοζωισμένοι, έρχονται αντιμέτωποι με την ευθεία κατηγορία της κόρης τους Ρόζι που παλεύει να ορθοποδήσει: «κοντεύω τα σαράντα και δεν έχω τίποτα. Καθόμουν εκεί στην άκρη και σκεφτόμουν, τι πήγε στραβά; Και όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν. Φταίτε εσείς. Για όλα. […] Τι κατάφερε η δική σας γενιά; Σκαρφάλωσε στη σκάλα και ανεβαίνοντας τη διέλυσε…»

Ο συγγραφέας συνδέει τη ζωή του ζευγαριού με καθοριστικά κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, ξεκινώντας από το κίνημα της αμφισβήτησης που διακήρυτταν τα παιδιά των λουλουδιών στα 60’s, περνώντας στη θατσερική Αγγλία των 90’s και τις βίαιες κοινωνικές ταραχές που προκάλεσε η πολιτική της και φτάνοντας μέχρι την πρόσφατη κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αρχή της οικονομικής κρίσης. Επισημαίνει μερικά καίρια σημεία της διαδρομής από την ουτοπία στην κατάρρευσή της, για να αναρωτηθεί τι κατάφερε τελικά η γενιά των 60’s και πόσο υπεύθυνη είναι για την σημερινή αδιέξοδη κατάσταση; Αλλά και ποια η ευθύνη των σημερινών νέων για τη ζωή τους; Το τέλος του έργου, που αντιπαραβάλλει τη μετέωρη θέση των νέων μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον με την ευκαιρία της παλιάς γενιάς να ξαναζήσει τον έρωτα, δεν παίρνει οριστική θέση και μένει ανοιχτό σε ερμηνείες.

Το Love, love, love έλαβε στην Αγγλία το βραβείο του καλύτερου νέου έργου για το 2011, προφανώς χάρη στον προβληματισμό που καταθέτει και στην εγρήγορση που υπέδειξε ο συγγραφέας απέναντι στα ερεθίσματα της εποχής μας. Ο Bartlett δεν αναζητά τόσο τις αιτίες των θεμάτων που θίγει, ούτε, κυρίως, απαντάει οριστικά στα ερωτήματα που θέτει, αλλά προσανατολίζεται πρωτίστως στην κατάθεσή τους επί σκηνής, προς διερεύνηση από τους θεατές. Ο συγγραφέας δεν τέμνει τα γεγονότα ούτε τον ενδιαφέρει να αναλύσει επισταμένα τους χαρακτήρες· στόχος του είναι να δείξει την αλλαγή που συντελέστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα κατά τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια, την πορεία από την ουτοπία στη φθορά, και γι’ αυτό καταφεύγει σε αυτήν την επεισοδιακού τύπου παρουσίαση της ζωής των ηρώων (σε σημείο που η ενδεχόμενη αρνητική κριτική θα μπορούσε να του καταλογίσει επιδερμική προσέγγιση).

Η Μαριάννα Κάλμπαρη εκμεταλλεύτηκε τα χαρίσματα του έργου και έστησε μια παράσταση με σφιχτή δομή, ρυθμό, χιούμορ, ειρωνεία, αμεσότητα και πολλή ενέργεια. Το έργο δόθηκε μέσα σε μία συνθήκη πάρτυ, που υποστηρίχτηκε ιδιαιτέρως από την –έχουσα κυρίαρχο ρόλο– μουσική (σε επιμέλεια του Γιάννη Σορώτου), από το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη που έφερε στη σκηνή μία αίσθηση από disco (εξαιρετική η δουλειά του και στα κοστούμια που με καλαισθησία σηματοδότησαν τις αλλαγές τόσο της μόδας όσο και της ιδιοσυγκρασίας των ηρώων), αλλά κυρίως από το ρόλο που εφηύρε η σκηνοθέτιδα, αυτόν του performer/dj, που ενορχήστρωνε τη δράση και λειτουργούσε ταυτόχρονα ως εξωτερικός σχολιαστής και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των σκηνών.

Η Κάλμπαρη επέλεξε, επιπλέον, να εστιάσει στην αισιόδοξη νότα του έργου, αποφεύγοντας να καταδικάσει αφοριστικά τον ιδεαλισμό της «γενιάς της αγάπης», και προσέθεσε μία –σύντομη– τέταρτη πράξη που προεκτείνεται στο εδώ και το τώρα και επιθυμεί να μας πείσει ότι, πράγματι, «το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η αγάπη». Μοναδική παραφωνία της παράστασης στάθηκε η κακή ένταση από τη μεριά των ηθοποιών στις δραματικές στιγμές του έργου, που ζημίωνε σε στιγμές τη συνολική καλή εντύπωση, και που πάντως εξισορροπήθηκε αρκετά στην τρίτη πράξη.

Η θεατρική παράσταση Love, love, love παίζεται στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου 14, Πλάκα) μέχρι τις 17 Μαρτίου του 2013.

*Αναγνώστρια μας επεσήμανε ότι ο Μάικ Μπάρτλετ πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα με το Contractions (ελληνική μετάφραση: Όροι συμβολαίου) το 2010 στο Studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία Φ. Μακρή, έργο που παρουσιάστηκε και πέρυσι σε σκηνοθεσία Λήδας Μπατσή στη Θεσσαλονίκη από το Κέντρο Θεατρικής Ερευνας του Πέτρου Ζηβανού.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.