Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος στο ελculture.gr

"Ο Μανάβης" ταξιδεύει στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Οι ταινίες του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου μου άρεσαν πάντα για την ευαισθησία και την ικανότητα του σκηνοθέτη να μένει κοντά σ την ανθρώπινη διάσταση, σχολιάζοντας παράλληλα, χωρίς δήθεν και βαρύγδουπα σχήματα, μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, όπως η οικολογική καταστροφή, ο στρατός, ή η ρημαγμένη επαρχία. Μετά από αρκετό καιρό, επανέρχεται με το ντοκιμαντέρ «Ο Μανάβης» που κάνει πρεμιέρα στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί τον 62χρονο Νίκο Αναστασίου, που μια φορά την εβδομάδα εδώ και 30 χρόνια προμηθεύει τους κατοίκους των απομονωμένων χωριών της Πίνδου με τα απαραίτητα εφόδια – για το σώμα αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, και για την ψυχή.

ελc: Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο θέμα στη νέα σου ταινία;
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Με τον Μανάβη έχω βιωματική σχέση. Από το ’80, που περνούσα τα καλοκαίρια στο χωριό μου, το Αρματωλικό, τον έβλεπα να έρχεται και να πουλάει την πραμάτεια του. Μου είναι λοιπόν μια οικεία εικόνα. Κάποια στιγμή του ζήτησα να κάνουμε μαζί το ταξίδι αυτό, σκεπτόμενος αρχικά να κάνω ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Τελικά όμως έμεινα έκπληκτος από το τι συνέβαινε σ’ αυτό το ταξίδι γύρω απ’ το μικρό φορτηγό του μανάβη, ο οποίος με έδρα τα Τρίκαλα κάνει επί 30 χρόνια μια φορά την εβδομάδα το ταξίδι σε 8 χωριά της ΝΔ Πίνδου, κινδυνεύοντας, ειδικά το χειμώνα, από κατολισθήσεις ή παγετό. Εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας σειράς κοινοτήτων στην Πίνδο, τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει η Πολιτεία. Κάνει χρέη κούριερ, υδραυλικού, φαρμακοποιού, παίρνει την πίεση… Οι άνθρωποι ξέρουν, ότι αν και απομονωμένοι, θα πάρουν το μανάβη για να τους φέρει ό,τι χρειάζονται. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια μεγάλου μήκους ταινία, σαν road movie, όπου θα παρακολουθήσω στις 4 εποχές του χρόνου, 4 διαφορετικές αλλαγές φύσης, φρούτων και ανθρώπων.

ελc: Ήταν δύσκολο να προσεγγίσεις τον κ. Αναστασίου και να τον ακολουθήσεις στο ταξίδι του;
Δ.Κ.: Κάθε άλλο, ήθελε να μου δείξει πώς είναι η δουλειά του και το ταξίδι του. Είναι έξυπνος και ανοικτός άνθρωπος, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι έμποροι ξεκίνησαν την αστική επανάσταση! Το ίδιο και η οικογένειά του, οι γιοί του και η γυναίκα του, η κυρία Σοφία – γιατί πίσω από κάθε καλό μανάβη κρύβεται μια καλή μανάβισσα!

ελc: Έχεις σχολιάσει πάντως, ότι οι άνθρωποι των χωριών δεν ανοίγονται εύκολα στις κάμερες.
Δ.Κ.: Ναι, έχουν μια καχυποψία με τις κάμερες, ειδικά μετά από την ιδιωτική τηλεόραση. Όμως αυτό που κάνω είναι ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Στον Μανάβη δε χρησιμοποιώ συνεντεύξεις ή voice over, παρατηρώ διακριτικά αυτό που συμβαίνει γύρω απ’ το μανάβικο. Αν κάποιος ήθελε να απευθυνθεί στην κάμερα, το κινηματογραφούσα, αλλιώς δεν το ζητούσα. Επειδή εμένα με γνώριζαν ήδη, ήταν συγκινητικός ο τρόπος που μου ανοίχτηκαν κι αυτό με βοήθησε να ξαναδώ από άλλη οπτική γωνία τον ίδιο μου τον τόπο, να τον γνωρίσω καλύτερα. Δε μου αρέσει να εξιδανικεύω. Πρόκειται για μια κοινωνία με τις καλές και τις κακές πλευρές της, αλλά προσπαθώ να δω την πραγματική διάσταση, να δείξω τα προβλήματα που έχουν. Με την επαρχία είναι ένα δράμα τι θα μπορούσε να έχει γίνει και τι έχει γίνει τελικά. Η κρίση θα μπορούσε να προσφέρει ευκαιρίες, δε βλέπουμε όμως ν’ αλλάζει το τοπίο και να δίνονται ευκαιρίες σε νέους που θέλουν να επιστρέψουν. Αυτοί που τελικά επιστρέφουν είναι μεμονωμένες πρωτοβουλίες που έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή διέπονται από δονκιχωτισμό.

ελc: Συχνά οι ταινίες σου μιλούν για τον τόπο καταγωγής σου ή αναφέρονται σε δικούς σου ανθρώπους και βιώματά σου.
Δ.Κ.: Ο τόπος εντάσσεται μόνος του στις ταινίες μου. Στον Αχελώο ήταν η γιαγιά μου που είχαμε επισκεφθεί. Στο Ύψωμα 33 υπηρέτησα ο ίδιος, το σενάριο το είχα γράψει όταν ήμουν εκεί. Βασιζόταν σε μια πραγματική κατάσταση: Όταν έφτασα εκεί, οι μισοί ισχυρίζονταν ότι έβλεπαν μια βοσκοπούλα, οι άλλοι μισοί τους θεωρούσαν τρελούς! Η στάνη πάντως υπήρχε, κι έτσι περίμενα κι εγώ να δω τη βοσκοπούλα. Τελικά, φεύγοντας από το φυλάκιο την είδα, ήταν ένα κορίτσι με τα τζιν και το βιβλίο της. Τα θέματα λοιπόν που επιλέγω με αφορούν άμεσα. Γι’ αυτό οι ιστορίες που αφηγούμαι έχουν περισσότερο βιωματικό χαρακτήρα και προκύπτουν χωρίς να το έχω προσχεδιάσει.

ελc: Έχεις σπουδάσει από το 1989 στη μοναδική σχολή κινηματογράφου στη Σοβιετική Ένωση, όπου 11.000 άτομα έδιναν εξετάσεις για να εισαχθούν σε μια από τις 13 θέσεις ετησίως! Πώς ήταν η εμπειρία;
Δ.Κ.: Ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος, έντονη. Δε θα έλεγα ωραία, γίνονταν πράγματα που πονούσαν και σόκαραν, άλλα που σ’ ενθουσίαζαν. Κινηματογραφικά είχε επίσης ενδιαφέρον, γιατί μετά την Περεστρόικα άρχισαν πια να προβάλλονται οι απαγορευμένες ταινίες. Οι αποκαλούμενες τότε «ταινίες στα ράφια», γιατί πριν δεν σου απαγόρευαν τόσο να κάνεις μια ταινία, όσο να τη βγάλεις. Η δε σχολή ήταν πολύ οργανωμένη και παρείχε εφόδια και δυνατότητες στους σπουδαστές να κάνουν ταινίες, διέθετε πχ. εργαστήρια εκτύπωσης και εμφάνισης φιλμ. Από εκεί πήρα και τα θεωρητικά εφόδια που μοιράζομαι τώρα με τους φοιτητές στο τμήμα κινηματογράφου του Πανεπιστημίου. Τελικά όμως επέστρεψα, δεν ξέρω αν έκανα καλά ή όχι, αλλά ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου το πρωί όταν ξυπνάω δε θ’ ανάβω το ηλεκτρικό φως…

ελc: Πώς βλέπεις την κατάσταση στο τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκεις;
Δ.Κ.: Το τμήμα κρίνεται από τις δουλειές των φοιτητών του κι έχουμε αρχίσει να βλέπουμε καλές δουλειές, που συμμετέχουν και διακρίνονται σε φεστιβάλ. Η σχολή αναβαθμίζεται και αποτελεί πια αντικείμενο πιο συνειδητής επιλογής. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί όπως ξέρεις ακόμα στη σχολή μπαίνεις με γενικές πανελλαδικές εξετάσεις, όχι με κάποιες ειδικές εξετάσεις, όπως γίνεται πχ. με το σχέδιο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πιστεύω όμως ότι θα γίνουν θεσμικές βελτιώσεις.

ελc: Υπάρχει κι εκεί το γενικό κλίμα φόβου και συντηρητισμού;
Δ.Κ.: Στη σχολή όχι ιδιαίτερα. Γενικώς όμως, όταν ξέρεις τη χώρα σου και το παρελθόν της, το παρόν με τον φόβο και τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας σου δημιουργεί ανησυχία για το μέλλον… Αλλά για την τέχνη είναι αλλιώς, η τέχνη με την κρίση έχει μια ιδιαίτερη σχέση, όχι γραμμική. Η κρίση μπορεί και ν’ αποτελέσει και πηγή έμπνευσης. Η κρίση μπορεί να κινητοποιήσει τα νέα παιδιά να βρουν άλλους τρόπους για να γυρίσουν και να προωθήσουν τις ταινίες τους. Επίσης έχει δημιουργήσει παγκόσμιο ενδιαφέρον για τις ελληνικές ταινίες. Θα περάσει ίσως κι αυτό, αλλά οι πραγματικά ενδιαφέρουσες ταινίες έχουν σίγουρα μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν γνωστές.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.