…Κι όλα έγραφαν πάνω τους Μιράντα

Στα γενέθλιά μου θέλω τούρτα Μιράντα, τα κεριά που σβήνω να είναι πάνω στην τούρτα Μιράντα

Κείμενο: Αργυρώ Πιπίνη

 

Στο χωριό της μαμάς μου τις πυγολαμπίδες τις λένε κωλοφωτιές και την κουκουβάγια κόρη του ψωμά. Το καλοκαίρι, τα βράδια, μιας και τα φώτα είναι λίγα, βλέπεις όλα τ’ αστέρια στον ουρανό. Κι αρχίζεις να τα μετράς κι ας σε απειλούν πως θα γεμίσεις σπυράκια ολόκληρη. Γρήγορα όμως χάνεις τον λογαριασμό, τα μάτια σου κλείνουν απ’ τη νύστα και σε παίρνει ο ύπνος, έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη στο περβάζι του ανοιχτού παράθυρου.

Στο χωριό της μαμάς μου, στα περιβόλια, τριγυρίζει ένας αγαθός «τρελός» που τον λένε Κοκολέτζο και είναι γιος του Αλίμονου, ένα αιώνιο αγόρι που όλο γελάει, κυνηγάει τα κοτόπουλα και τρομάζει τα πουλιά.

Είναι φίλος μου κι όταν παίζουμε με τ’ άλλα παιδιά, λέει πως μόνο εγώ είμαι πριγκίπισσα.

– Γιατί, γιατί; τον ρωτάει η ξαδέρφη μου η Ρηνούλα. Γιατί μόνο αυτή είναι πριγκίπισσα, ε;

– Γιατί είναι το κορίτσι με τα πιο μακριά μαλλιά.

Στο χωριό της μαμάς μου μένει και η νονά μου που μαγειρεύει όλη μέρα. Φτιάχνει μαρμελάδες, μηλόψωμα, βύσσινο γλυκό, κρύα λεμονάδα και τούρτα Μιράντα. Αχ, πόσο αγαπώ την τούρτα Μιράντα. Έχει πολλούς, πολλούς ορόφους αυτή η τούρτα. Μπισκότα και κρέμα και ζελέ, κι άλλα μπισκότα και κρέμα και ζελέ, κι άλλον έναν όροφο ακόμα μπισκότα και κρέμα και ζελέ. Στα γενέθλιά μου θέλω τούρτα Μιράντα, τα κεριά που σβήνω να είναι πάνω στην τούρτα Μιράντα.

Φέτος περίμενα με αγωνία να έρθει ο Αύγουστος για να πάμε στο χωριό. Θα έκανα ποδηλατάδα γύρω απ’ τη λίμνη με το καινούριο μου ποδήλατο. Θα τρέχαμε με τα παιδιά στο δάσος, θα κρυβόμασταν κάτω απ’ τις φυλλωσιές ώρες ατέλειωτες και θα λέγαμε ιστορίες για δράκους και φαντάσματα.

Φέτος θα γιόρταζα εκεί τα γενέθλιά μου. Και θα έσβηνα τα κεράκια στην αγαπημένη μου τούρτα ― η νονά θα μου έφτιαχνε τούρτα Μιράντα. Και θα τη βοηθούσα κι εγώ για να μαθαίνω.

Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Καβάλησα το ποδήλατο κι έτρεξα πρωί-πρωί στο σπίτι της νονάς. Και τη βρήκα στην αυλή να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Γιατί δεν είχε μπισκότα. Τα είχε φάει όλα ο νονός, κι όσα δεν πρόλαβε να φάει τα είχε πάρει μαζί του στο περιβόλι για να τα φάει αργότερα. Δεν έχασα καιρό. Δεν θ’ άφηνα εγώ μια αναποδιά να μου χαλάσει τα γενέθλια. Την παρηγόρησα· και οι μεγάλοι χρειάζονται φροντίδα και παρηγοριά. Μετά καβάλησα το ποδήλατό μου και ξεκίνησα για το μπακάλικο ― ήταν στην άλλη άκρη του χωριού. Στον δρόμο βρήκα τον φίλο μου Πέτρο και τον πήρα κι αυτόν μαζί. Έτρεχα, έκανα πετάλι, έτρεχα, σαν αέρας έτρεχα. Και άκουγα τον Κοκολέτζο να φωνάζει.

-Τρέχα, πριγκίπισσα, τρέχα, τον μπακάλη χαιρέτα.

Έφτασα λαχανιασμένη στο μπακάλικο. Πήδησα απ’ το ποδήλατο, ο Πέτρος κόντεψε να κουτρουβαλιαστεί στο χώμα, και μπούκαρα στο μαγαζί. Και πριν προλάβω να μιλήσω στον μπακάλη… τι να δω! Στον απέναντι τοίχο, δίπλα απ’ το παράθυρο, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, κουτιά, αμέτρητα κουτιά με μπισκότα, εκατοντάδες κουτιά με μπισκότα. Κι όλα έγραφαν πάνω τους Μιράντα. Έβαλα τα γέλια. Γι’ αυτό την έλεγαν Μιράντα την τούρτα: απ’ τα μπισκότα κι όχι επειδή λένε Μιράντα τη νονά μου.

Info έκθεσης

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 100 | Η ιστορία της Εταιρείας 1922-2022 | 9 Δεκεμβρίου 2021 – 27 Φεβρουαρίου2022 | Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.