«Για να εξαπλωθεί το καλό θέλει χρόνο»

Ο Μανώλης Μαυροματάκης σκηνοθετεί την «Καταστρούπολη» του Φίλιπ Ρίντλεϋ στο Φεστιβάλ Αθηνών

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Η συνάντηση με τον Μανώλη Μαυροματάκη αποδείχθηκε μία από εκείνες τις ευτυχείς συγκυρίες που ενώ έχεις ετοιμάσει ένα σωρό ερωτήσεις, τελικά τις ξεχνάς για να απολαύσεις μία υπέροχη συζήτηση με έναν σπουδαίο ηθοποιό που έχει πολλά να πει, και όχι μόνο για τη δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του, που αποτέλεσε την αφορμή της συνάντησης. Ίσα-ίσα, τα λιγότερα ήταν που αφιέρωσε στα δικά του επαγγελματικά επιτεύγματα κι ας μην είναι λίγα, ειδικά φέτος που η δουλειά του επιβραβεύτηκε με το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Διεθνές Φεστιβάλ της Νάσβιλ για την ερμηνεία του στην ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Ο εχθρός μου». Και στο τέλος της συζήτησης συνειδητοποιείς ότι όλες οι ερωτήσεις απαντήθηκαν, και άλλες τόσες ακόμη, χωρίς καν να τεθούν στο τραπέζι.

Ευγενέστατος και αφοπλιστικά ειλικρινής, δεν έκρυψε στιγμή το άγχος του για την «Καταστρούπολη», που σκηνοθετεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (και που θα επαναληφθεί από τον Οκτώβρη στο θέατρο Πόρτα). «Ευθαρσώς και όχι με ταπεινοφροσύνη, σας λέω ότι δεν είμαι σκηνοθέτης», παραδέχτηκε. Κι αν η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά με το επίσης εφηβικό έργο του Ουαζντί Μουαουάντ «Διψασμένοι» του φάνηκε -παραδόξως, καθώς έπαιζε κιόλας- πιο εύκολη, η «Καταστρούπολη» του έβαλε περισσότερες τρικλοποδιές: «Το πρώτο είχε μια πολύ γερή ιστορία για να πιαστείς. Εδώ δεν έχουμε μια γερή ιστορία, δεν έχουμε καν μία μόνο ιστορία και έτσι αποτέλεσε μεγάλη σκηνοθετική δυσκολία να βρεθεί ένα νήμα». Ο ίδιος πάντως περιμένει και επιζητά την κριτική, αρκεί να γίνεται με τους σωστούς όρους: «κάποιοι, θεωρώ, γίνονται υπερβολικά αυστηροί στην προσπάθειά τους να φανούν έγκυροι ή “της μόδας”. Το ζήτημα όμως είναι να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης και όχι να εμμένεις στο τι πιστεύεις ο ίδιος. Φυσικά και δεν δικαιώνονται όλοι οι σκηνοθέτες ή όλες σκηνοθετικές απόψεις, αλλά χρέος του κριτικού δεν είναι να διακρίνει τι καταθέτει ο σκηνοθέτης και να κρίνει αν αυτό δικαιώνεται ή όχι;»

Τι είναι όμως η «Καταστρούπολη», το αποκαλούμενο «εφηβικό» έργο του Φίλιπ Ρίντλεϋ, που στην πραγματικότητα απευθύνεται εξίσου σε ενήλικες; Μία αλληγορία πάνω στη δύναμη του θεάτρου να (επανα)προσδιορίσει τη ζωή και τον κόσμο γύρω μας. Σε έναν απροσδιόριστο χωροχρόνο, σε μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη πολιτεία, πέντε έφηβοι που έχουν ξεχάσει ακόμη και τα ονόματά τους, χωρίς μνήμη άρα χωρίς παρελθόν, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία νέα γλώσσα για να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους και την απωλεσθείσα πραγματικότητα. Υπό την καθοδήγηση ενός Παιδιού και μιας γριάς Μάγισσας, θα σκαρώσουν και θα παίξουν αυτοσχέδιες φανταστικές ιστορίες, συμμετέχοντας έτσι σε ένα βιωματικό ταξίδι προς την ενηλικίωση και την αυτογνωσία.

Το έργο, που παρά το συναίσθημα που δημιουργεί ο τίτλος έχει πολλές φωτεινές ρωγμές, μου θύμισε “Μπέκετ για ανηλίκους” και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που επεσήμανα στον Μανώλη Μαυροματάκη: «Χαίρομαι για αυτή τη διαπίστωση, καθώς και προσωπικά με ενδιέφερε το έργο να ακουστεί και να παιχτεί ποιητικά, κάπως μπεκετικά όπως λέτε. Προσπάθησα πολύ να εισάγω μια ποιητικότητα, καθώς ο ρεαλισμός στην τέχνη δεν μου αρέσει καθόλου, παρόλο που για μένα λένε ότι είμαι πολύ natura όταν παίζω. Εξάλλου, η ποιητικότητα στην ερμηνεία δεν έχει να κάνει απολύτως με την άρνηση του ρεαλισμού. Το πώς θα παίξεις να έχει ένα νόημα, ναι, για να μπορέσει να το οικειοποιηθεί ο θεατής, η ατμόσφαιρα όμως δημιουργεί την ποίηση. Το ίδιο προσπάθησα και με τον λόγο, να έχει μια μουσικότητα, γιατί και τα ίδια μας τα λόγια έχουν· κι όταν δεν μας βγαίνουν αυτά, κάνουμε παύσεις ή τραβάμε τις λέξεις, τα φωνήεντα».

Τι γίνεται όμως με την ιδιαίτερη ηλικία στην οποία πρωτίστως απευθύνεται το έργο; Οι έφηβοι, στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης, που κατά κανόνα βιάζονται να μεγαλώσουν, ενδεχομένως απορρίψουν οτιδήποτε τους φαίνεται «παιδικό». «Φυσικά, εμείς όμως με την “Καταστρούπολη” δεν δίνουμε σημασία στις βασίλισσες και τους πρίγκιπες που έρχονται στις ιστορίες. Έτσι κι αλλιώς δεν βλέπουμε τέτοιους, αλλά κάτι τύπους παράξενους να τους υποδύονται. Επιθυμία μας είναι να εισάγουμε τον έφηβο σε έναν κόσμο πιο αφαιρετικό, πιο ποιητικό. Δεν είναι ανάγκη τα παιδιά να καταλάβουν 100%, αρκεί να νιώσουν, να δουν ότι υπάρχει άλλος τρόπος να βλέπουν τα πράγματα, πιο αφαιρετικός, που δεν τους το προσφέρει η πραγματικότητα. Είναι ένα ρίσκο, ναι. Και είναι εύκολο ακόμη και το να ασκείς απλώς κριτική στην εύκολη ψυχαγωγία. Αν πιστεύεις ότι η μαζική κουλτούρα είναι κακή και θέλεις να τους αποτρέψεις από αυτή, δεν πρέπει να τους δείξεις κάτι που δεν είναι μαζική κουλτούρα; Δεν μιλάω, φυσικά, υπεράνω, αντιθέτως έχω μεγάλη έγνοια να περάσει κάτω αυτό που καταθέτω».

«Από την άλλη», συμπληρώνει, «δεν καθοδηγήθηκα από την αγωνία ότι η παράσταση πρέπει να απευθυνθεί στο εφηβικό κοινό. Με ποια κριτήρια άλλωστε; Με υπερβολές του στυλ ότι “δεν πρέπει να δείξουμε ορισμένα πράγματα, όπως η σεξουαλικότητα”; Να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας δηλαδή; Να κλείσουμε τα παιδιά σε ένα κέλυφος την ίδια ώρα που στην τηλεόραση και στο ίντερνετ βλέπουν τη σεξουαλικότητα με τον πιο χυδαίο τρόπο; Και εμείς τι θα πούμε; “είναι ντροπή, ας μην ασχοληθούμε, μη βρούμε και τον μπελά μας”. Ή “ας μιλάμε στα παιδιά μόνο για ωραία πράγματα”; Ξέρετε, ο «Τυχερός Στρατιώτης» που είχε σκηνοθέτησε ο Θωμάς [Μοσχόπουλος] δεν πήγε καλά εισπρακτικά, γιατί μιλούσε για το θάνατο! Στην πραγματικότητα, θέλουμε να προστατέψουμε τα παιδιά, γιατί δεν θέλουμε να πάρουμε την ευθύνη να τους εξηγήσουμε. Το θέατρο για εφήβους έχει αξία, γιατί μέσα από πράγματα με τα οποία μπορούν να ταυτιστούν μπορεί να τους φέρει στο θέατρο και να τους εξηγήσει πράγματα. Ειδάλλως, είναι μια ηλικία που δεν την αφορά το θέατρο. Με τόσες δραματικές αλλαγές μέσα τους και έξω τους, με τόσο τεράστια θέματα να λύσουν, το θέατρο πώς να τους καθηλώσει; Ο έφηβος θέλει να φάει τα σίδερα, να βρίσει, να φωνάξει, έχει βίαιες αντιδράσεις και συναισθήματα για όλους. Και προσπαθεί το σπίτι, το σχολείο, το θέατρο να τον κάνει να αποδεχτεί ότι, μοιραία, θα ευνουχιστεί, καθώς θα μπαίνει στην ενηλικίωση. Γεγονός αναπόφευκτο, που είναι όμως και μια διαδικασία ωρίμανσης. Αλλιώς θα τον κάνεις χρυσαυγίτη, “τα θέλω όλα και τώρα και με τη δύναμή μου” η απόλυτη έκφραση έλλειψης ενηλικίωσης. Πρέπει να τον κάνεις πολίτη σε μια κοινότητα, να του μάθεις ότι υπάρχει ο απέναντι. Η «Καταστρούπολη» δεν ωραιοποιεί τη ζωή. Ευτυχώς, γιατί οι έφηβοι σιχαίνονται την ωραιοποίηση, αφού έχουν έρθει σε επαφή με την ασχήμια γύρω τους. Γι’ αυτό και γίνονται και οι ίδιοι βίαιοι, και έτσι είναι πολύ εύκολο να τους στρατολογήσεις προς τη βία και την ασχήμια, δείτε τι κάνει η Χρυσή Αυγή. Και για να τους φέρεις προς την ομορφιά, τι; Να τους δέσεις με το ζόρι στην καρέκλα και να τους δείχνεις όμορφα πράγματα; Όχι βέβαια, αλλά να τους πεις την αλήθεια, να μην την κρύψεις».

Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται η αφήγηση ιστοριών, το storytelling, διαδικασία τόσο παγκόσμια και τόσο διαχρονική όσο υπάρχει ο άνθρωπος: «Ναι, και δεν γίνεται πια. Δεν λέμε ιστορίες. Δεν λέμε καν τι μας συνέβη, παρόλο που, όπως εύστοχα το έθεσε ένας φίλος, “καταλαβαίνω ότι ζω μια κατάσταση, όταν μπορώ να την αφηγηθώ”. Αυτό δεν κάνει και η ψυχανάλυση; Ιστορίες από τη ζωή σου αφηγείσαι, απλώς το προχωράς πιο μακριά. Εμείς δεν λέμε τι μας συνέβη, γιατί δεν μας συμβαίνουν τα πράγματα, είμαστε παρατηρητές, αμέτοχοι, μέσα σε ένα βάρβαρο σύστημα το οποίο ως τέτοιους μας χρειάζεται, ως καταναλωτές ούτε καν ως παρατηρητές. Δεν υπάρχει συμβάν στις ζωές μας, όχι μόνο στην Ελλάδα, παγκοσμίως. Τα παιδιά στο έργο αυτό μαθαίνουν, να συνδέονται αντλώντας από το συλλογικό ασυνείδητο».

Μήπως όμως γι’ αυτό δεν πηγαίνουμε στο θέατρο; Γιατί αποζητούμε να ακούμε ιστορίες από ανθρώπους που αγαπούν να τις λένε, αναρωτιέμαι. Όπως και για άλλους λόγους, βέβαια, ειδικά σήμερα. Όσο θεριεύει η κρίση, τόσο τα θέατρα γεμίζουν· λειτουργούν ως βαλβίδα αποσυμπίεσης; «Φυσικά, ο άνθρωπος σήμερα αποζητά τη σύνδεση με έναν κόσμο που θα του δώσει λίγο κουράγιο, λίγη γιατρειά. Και κάτι ακόμη, ίσως και μια απενοχοποίηση από την απόσυρση, έναν άλλο τρόπο να συμμετέχει, να ξεκολλήσει από τη μοναχικότητα της τηλεθέασης· να κάνει κάτι μαζί με κάποιους άλλους κι ας μην τους γνωρίζει. Βέβαια, υπάρχει ακόμη η γοητεία της μαζικής κουλτούρας κι ας έχει μειωθεί ως φαινόμενο. Τα υπερθεάματα δεν έχουν εκλείψει, αυτά που προς στιγμή σε εντυπωσιάζουν και μετά σε αφήνουν με ένα απίστευτο κενό μέσα σου, να αισθάνεσαι εκμηδενισμένος· δεν μπορείς να συνδεθείς με αυτά, μόνο να κοιτάζεις έκθαμβος. Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο να συνδεθεί με κάτι είναι δύσκολο. Ο εντυπωσιασμός πετυχαίνει πολύ πιο εύκολα».

Τα γεμάτα θέατρα όμως δεν διασφαλίζουν απαραίτητα και την επιβίωση, έτσι δεν είναι; Και για πόσο θα αντέχουν οι καλλιτέχνες να δουλεύουν με τόσο προσωπικό κόστος και θυσίες; «Ούτε εγώ ξέρω για πόσο. Ξέρετε, πάντως, λεφτά στην πιάτσα υπάρχουν· τα έχουν κάποιοι, αλλά τα μοιράζουν αλλού. Υπάρχουν ακόμη μεροκάματα τραγουδιστών που φτάνουν μέχρι και το ετήσιο εισόδημα ενός ηθοποιού! Εμείς για τον “Ρινόκερο” που πήγε με γεμάτο θέατρο όλη τη σεζόν πληρωθήκαμε για όσο διήρκησαν οι παραστάσεις έναν οριακά αξιοπρεπή μισθό. Με φουλ θέατρο κάθε μέρα! Φανταστείτε…».

Τα γεμάτα θέατρα είναι σίγουρα ένας λόγος για να αισιοδοξεί κανείς και μια καλή παράσταση μπορεί να επιδράσει πολύ λυτρωτικά. Μέχρι ποιου σημείου όμως επιδρά η τέχνη στη ζωή; Μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη, καθοριστική δύναμη; «Μέχρι ενός σημείου φτάνει. Οι φίλοι μου λένε “όχι, η τέχνη μπορεί να είναι και πιο επαναστατική”. Για μένα, όμως, το θέατρο δεν έχει τέτοιο ρόλο, αιχμής. Δεν μπορεί να είναι ακριβώς πρωτοπορία για τη ζωή, γιατί έρχεται να μιλήσει για τη ζωή που υπάρχει τώρα. Παρ’ όλ’ αυτά έχει και μια συμμετοχικότητα, που χωρίς αυτή δεν γίνεται. Δεν υπάρχει καλό θέατρο, αν ένας ηθοποιός δεν συμμετέχει και απλώς εκτελεί».

Κι ας μην εννοούμε, όμως, το θέατρο ως επαναστατικό εργαλείο, ας μη συζητάμε την ανάληψη από μέρους του εμφανή πολιτικού ρόλου, αναγνωρίζουμε πάντως ότι μπορεί να επιδράσει με πολύ ευεργετικό τρόπο σε μια ομάδα ανθρώπων. Όταν αυτή η ομάδα βγει από την αίθουσα, τι κάνει, ειδικά τώρα που ζούμε σε πολύ κρίσιμες εποχές; Αυτό που έχεις βιώσει μπορεί να σε ακολουθεί για πολύ καιρό προσωπικά, γιατί όμως δεν δημιουργείται μια συλλογική έκφραση αυτής της ομορφιάς, σε όλους τομείς της ζωής; «Είναι δύσκολο να εξαπλωθεί το καλό, θέλει χρόνο», απαντάει ο Μανώλης Μαυροματάκης. «Πόσο χρόνο; Όσο θα ζει ο άνθρωπος! Δεν τελειώνει αυτή η διαδικασία. Το κακό όμως δημιουργείται ακαριαία. Συνεχώς, αν το νομίζεις, θα προσπαθείς να κάνεις κάτι ωραίο κι ας σε κατακλύζει γύρω γύρω η ασχήμια, όχι όμως με μια προτεσταντική αντίληψη “πρέπει να υπερασπιστώ την ομορφιά”, αλλά γιατί χαίρεσαι όταν τη συναντάς. Δεν είναι εύκολο να τη συναντήσεις. Θέλει κόπο για να ψάξεις στα συντρίμμια και να βρεις ένα λουλουδάκι που έχει ξεφύγει από την καταστροφή· στις μέρες μας είναι ακόμη πιο δύσκολο, αφού το γύρω είναι πολύ πιο έντονα βίαιο. Από την άλλη, τώρα πια οι στιγμές του καλού φαίνονται πιο εύκολα. Το φόντο μαυρίζει περισσότερο και μέσα στο μαύρο, αντί για το γκρι που ήταν πριν, τα φωτεινά στίγματα λάμπουν περισσότερο. Και έτσι εμείς να τα διακρίνουμε και να πηγαίνουμε προς τα εκεί. Αυτό είναι το θέμα, πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πάμε προς τα φωτεινά στίγματα, να μην αφήνουμε ευκαιρία να πάει χαμένη, να μην τα θεωρούμε αυτονόητα. Ίσως γι’ αυτό ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο· έχει ανάγκη να βρει κάτι καλό».

Info: Η «Καταστρούπολη» ανεβαίνει ξανά στο Θέατρο Πόρτα τον Οκτώβριο του 2014

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.