«Αν ζούσε ο Αισχύλος σήμερα, θα έγραφε σαν τον Σίμελπφενιχ»

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μιλά για τον «Ιδομενέα» στην πρώτη της συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Η συνάντησή μου με την Κατερίνα Ευαγγελάτου είχε ορισθεί για τη Δευτέρα, τη μοναδική μέρα χωρίς πρόβα «για να μπορέσουμε να τα πούμε με την ησυχία μας». Προετοιμασία πρεμιέρας, όμως, και ησυχία είναι όροι ασύμβατοι στον κόσμο του θεάτρου και έτσι ανάγκες της τελευταίας στιγμής περιόρισαν τη συνομιλία μας στο ελάχιστο δυνατό, στερώντας μου την ευκαιρία να απολαύσω τη συνομιλία με μία καλλιτέχνιδα που φάνηκε -και κάτω από το σανίδι- πως ξέρει και τι να πει και πώς να το πει.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου εκφράζεται με μια αξιοθαύμαστη σιγουριά, όχι με τη σιγουριά της έπαρσης αλλά του ανθρώπου που διακατέχεται από συγκροτημένη σκέψη, η οποία μεταφέρεται σε αντίστοιχο λόγο. Αναμενόμενα ίσως, λόγω της παιδείας που της παρείχε το οικογενειακό της περιβάλλον, όχι όμως γι’ αυτό λιγότερο αξιοσημείωτα. Στο ίδιο περιβάλλον οφείλεται και το γεγονός πως η ενασχόλησή της με το θέατρο αποδείχθηκε μονόδρομος, έστω και αν μισολοξοδρόμησε επιχειρώντας να σπουδάσει Φιλοσοφία. Η ίδια δεν μπορεί να απομονώσει τη «μαγική» εκείνη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι το θέατρο είναι αυτό που θέλει να κάνει: «Πραγματικά, δεν ορίζεται αυτό. Πάει τόσο βαθιά και τόσο πίσω, είναι τόσο συνδεδεμένο με το ποια είμαι, που δεν μπορώ να το ξεχωρίσω και να στο δώσω. Δεν ξέρω, τι να σου πω, ότι σαράντα ημερών με πήραν οι γονείς μου περιοδεία στο Ισραήλ; Δεν έχω μια ξεκάθαρη στιγμή, κάτι συνειδητό. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πράγματα έγιναν σιγά σιγά, μέσα από κάποιες διαδικασίες· με έβαλαν πρώτα σε κάποιες άλλες σπουδές, μετά με έφεραν να σπουδάσω ηθοποιός και όσο σπούδαζα να σκεφτώ ότι με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Μετά έπαιξα δυο χρόνια ως ηθοποιός και τότε ενδυναμώθηκε η ανάγκη να σπουδάσω και σκηνοθεσία. Έτσι έγιναν τα πράγματα, με έναν τρόπο φυσικό μεν αλλά όχι παρορμητικό. Πήρα χρόνο για κάθε βήμα και υπήρχε σκέψη από πίσω. Τώρα, γιατί το έκανα… (γελάει)».


Σκηνή από την παράσταση «Ιδομενέας», σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου

Φέτος σκηνοθετεί για δεύτερη φορά έργο του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ, μετά τον «Χρυσό Δράκο», που είχε ανεβάσει στο Εθνικό Θέατρο, τον «Ιδομενέα». Μπαίνοντας στο δέκατο χρόνο της σκηνοθετικής διαδρομής της, ξέρει πια ακριβώς τι είδους δραματουργία την αφορά: «Η διαδρομή που έκανα ξεκινώντας από τον Χρυσό Δράκο και περνώντας από τις Ψευδαισθήσεις, από τον Μπρεχτ στην Αθήνα και τον Μπρεχτ στη Γερμανία, βρίσκω πια ότι δηλώνει μια συνέχεια στο πώς αντιλαμβάνομαι την έννοια “σύγχρονη δραματουργία”, ποια είναι η λειτουργία του ηθοποιού και, επίσης, ποια η λειτουργία του θεατή».

Η επιλογή του «Ιδομενέα» φαίνεται να συμπληρώνει ιδανικά αυτή τη διαδρομή. Ο συγγραφέας δανείζεται την εκδοχή του Βιργιλίου πάνω στο ομηρικό μύθο, που θέλει τον βασιλιά της Κρήτης να πέφτει σε θύελλα κατά την επιστροφή του από την Τροία. Τότε ορκίζεται στους θεούς πως, αν τον σώσουν, θα θυσιάσει το πρώτο ζωντανό πλάσμα που θα συναντήσει μόλις πατήσει το πόδι του στην πατρίδα. Αυτός ο άνθρωπος αποδεικνύεται ο γιος του και, από εκεί και πέρα, παραδίδονται ήδη από τους αρχαίους σχολιαστές διαφορετικές εκδοχές για την τελική έκβαση. Ο Σίμελπφενιχ από την πλευρά του, εξηγεί η Ευαγγελάτου, «παίζει με τις διαφορετικές εκδοχές του μύθου, με το ποια θα μπορούσε να είναι η τροπή των πραγμάτων, όχι όμως διορθώνοντας εκδοχές, αλλά πιο πολύ ανοίγοντας διαφορετικές κατευθύνσεις, φιλοσοφικές και πολιτικές, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Κάθε εκδοχή έρχεται να πει: έστω ότι τα πράγματα είχαν γίνει έτσι, τι θα είχε γίνει τότε; Δηλαδή: ο Ιδομενέας σκοτώνει τον γιο του / δεν σκοτώνει τον γιο του / είναι ο γιος του αυτός που συναντάει / δεν είναι ο γιος του κλπ. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο συγγραφέας τοποθετεί στο έργο ένα σύνολο ανθρώπων χωρίς καθορισμένους ρόλους, οι οποίοι σκέφτονται δημοσίως μπροστά στα ζητήματα που θέτει το έργο, σχολιάζουν, τοποθετούνται υπέρ ή κατά, παίρνουν το μέρος ή όχι των ηρώων». Η συγκεκριμένη δραματουργική οπτική δεν αφορά την αφήγηση μιας ιστορίας που έχει συντελεστεί αλλά λειτουργεί «περισσότερο ως παράδειγμα για να μιλήσουμε για κάποια πράγματα, ως παράδειγμα για στοχασμό».


Ο Ακύλλας Καραζήσης στο ρόλο του Ιδομενέα

Τα ζητήματα αυτά είναι δεκάδες, πολυεπίπεδα, και η κουβέντα μπορεί να πάρει ώρα. Λέξεις όπως ζωή, θάνατος, επιλογές κυριαρχούν στα λόγια της Ευαγγελάτου, όχι χωρίς ειδικό βάρος, καθώς η ίδια βίωσε την απώλεια πολύ αγαπημένων προσώπων πολύ νωρίς. «Για μένα το έργο είναι μια μοντέρνα γραφή τραγωδίας, είναι αρχαίο δράμα στο σήμερα. Δηλαδή πιστεύω ότι, αν ζούσε ο Αισχύλος, έτσι θα έγραφε. Έχει μία βαθύτατα ποιητική γλώσσα και αγγίζει όλα τα βαθύτερα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, όχι με τη στενή έννοια της επίκαιρης στιγμής αλλά διαχρονικά. Το έργο θέτει το ερώτημα τι είναι κανείς διατεθειμένος να διαπραγματευτεί ώστε να παραμείνει στη ζωή, αλλά και από μια σκοπιά για να παραμείνει στην εξουσία. Μιλάει για την επιμονή κάποιων ανθρώπων να μην παραδίνουν τα όπλα, και αυτό έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Θετικό όσον αφορά τη δύναμη να συνεχίζεις παρά τα χτυπήματα της μοίρας, αλλά από την άλλη τίθεται και το θέμα της αλλαγής εξουσίας, της παράδοσής της στη νέα γενιά. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ένα κομμάτι του έργου που λέει: “βρισκόμαστε στο όριο μεταξύ λογικής και δεισιδαιμονίας. Μπορεί να εξηγήσει κανείς με τη λογική το βίαιο θάνατο ενός ανθρώπου; Όχι. Το να αφαιρέσεις μια ανθρώπινη ζωή ή πολλές ανθρώπινες ζωές δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τερατογένεση υπεροψίας και φόβου, απληστίας και ενοχής. Η πίστη σε μια τέτοια πράξη, το δικαίωμα να την εκτελέσεις, η δήθεν αναγκαιότητά της, ένα τίποτα, μια μανία, που παρ’ όλ’ αυτά εύκολα αφανίζει έναν άνθρωπο. Και είναι αβέβαιο αν θα περάσουμε ποτέ από την εποχή της δεισιδαιμονίας στην εποχή της λογικής”. Για μένα, αυτός είναι ένας βασικός πυρήνας του έργου, γιατί αναφέρεται σε όλα αυτά που μας κάνουν να στραφούμε ενάντια στον άλλον άνθρωπο, να φανατιστούμε ενάντιά του και να προβούμε σε πράξεις όπως είναι ο φόνος, η περιθωριοποίηση, η κακοποίηση. Αυτό δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια, δεν έχουμε καταφέρει να περάσουμε από την εποχή της δεισιδαιμονίας σε αυτή της λογικής. Δυστυχώς. Από την άλλη, το έργο τελειώνει με τις φράσεις η ζωή, τι δώρο. Είμαι ο Ιδομενέας και κρέμομαι από τη ζωή”. Και τελικά αυτό είναι το μόνο που έχουμε όλοι. Ναι μεν μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα γύρω από τι επιτρέπεται να διαπραγματευτείς και τι όχι, αλλά το ότι, πραγματικά, το μόνο που έχουμε είναι η ζωή, αυτό το θαύμα, είναι αδιαπραγμάτευτο. Είναι πολύ σημαντικό για μένα που ο συγγραφέας τελειώνει με αυτό στο έργο».

Η δραματουργία που ενδιαφέρει την Ευαγγελάτου είναι αυτή που βάζει τον ηθοποιό σε μία διαδικασία πέραν της ταύτισης με έναν ρόλο και απαιτεί, παράλληλα, την εγρήγορση του θεατή, χωρίς να αποκλείει ούτε τη θεατρικότητα ούτε τη συγκίνηση. «Το έργο είναι βαθιά θεατρικό, με την έννοια του φιλικού προς τον θεατή. Σε ενεργοποιεί με έναν τρόπο που σε βάζει σε σκέψη και σε συναίσθημα και που προσφέρει κάτι διαφορετικό στη δραματουργία. Παρόλο που το έργο έχει πολλές εκδοχές και συνεχή flash back, δεν αφήνεσαι δηλαδή σε μια ιστορία που ρέει μπροστά σου με γραμμική μορφή γι’ αυτό λέω ότι απαιτεί ενεργοποίηση από τον άνθρωπο που έχει έρθει να ακούσει και να δειπαραμένει απόλυτα θεατρικό».

Η ίδια πιστεύει και εμπιστεύεται τους συγγραφείς, δεν ανήκει στο ρεύμα των νέων δημιουργών που προτιμούν να καταπιάνονται με δικές τους σκηνικές συνθέσεις, παρόλο που έτσι ξεκίνησε, σκηνοθετώντας στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού μία από τις «Δέκα Εντολές», ή αργότερα τη «Λέσχη της αυτοκτονίας», βασισμένη πάνω στη νουβέλα του Στίβενσον, όπου πρόσθεσε επιπλέον δραματουργικά στοιχεία, ποιήματα, πρωτότυπους διαλόγους κ.λπ. Η παραδοχή της δεν είναι τυχαία: «Δεν ήταν από τις καλύτερες δουλειές μου και είμαι σίγουρη ότι ένα μεγάλο μέρος είχε να κάνει με αυτό. Εμένα μου αρέσει να κάνω έργα. Μου αρέσει η δουλειά με το λόγο και κάτι που ιδιαιτέρως απολαμβάνω είναι το πώς δουλεύουμε με τους ηθοποιούς πάνω σε ένα δοσμένο πράγμα που το παίρνουμε ως προϋπόθεση και δεν το κόβουμε και το ράβουμε στα μέτρα μας. Είναι ένας βαθμός δυσκολίας που με εξιτάρει. Έπειτα, το θέατρο είναι και τέχνη του λόγου, ένα καλό έργο είναι λόγος για να κάνεις θέατρο. Νομίζω ότι είναι και θέμα καταβολών. Από μικρή διάβαζα πολλή λογοτεχνία, είναι κάτι που δεν εγκαταλείπω ποτέ, ακόμη κι όταν δεν έχω χρόνο. Το θέατρο, όπως αρέσει σε μένα, είναι το κείμενο. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα κάνω μια παράσταση για μια καρέκλα π.χ., για την ιδέα της καρέκλας. Δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι, χρειάζομαι κάτι πιο συμπαγές για να πατήσω πάνω του».


Ο Ακύλλας Καραζήσης μαζί με το υπόλοιπο καστ σε σκηνή της παράστασης

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κλείνει στα τριανταπέντε της χρόνια σχεδόν μια δεκαετία στη σκηνοθεσία. Με αφορμή και τα όσα γράφονται μέρες τώρα για τη φετινή «επέλαση» της νεολαίας στην Επίδαυρο, δεν θα μπορούσα να μην της ζητήσω να μη σχολιάσει το θέμα: «Πάντα η παλαιά γενιά κατέκρινε τη νέα, δεν είναι σημερινό φαινόμενο και μέχρι ενός σημείου είναι και αναμενόμενο. Το καινούριο φέρνει τριγμούς, είτε έχει να πει κάτι, είτε δεν έχει. Κάθε εποχή όμως οφείλει στον εαυτό της να αφήσει τη νέα γενιά να διαβάσει τα κλασικά κείμενα. Αν δεν γίνει αυτό, έχουμε πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι αν δεν ασχολούμαστε με τους μεγάλους συγγραφείς, όχι μόνο του αρχαίου δράματος, όλους. Κάθε εποχή οφείλει να αφήνει το πεδίο ανοιχτό και να καλλιεργεί τις προϋποθέσεις στους νέους να έχουν “τάση” και να έχουν την ελευθερία της δικής τους σκοπιάς. Από εκεί και πέρα, είναι εντελώς προσωπικό το ζήτημα με τι σκευή έρχεται ο καθένας να καταθέσει πάνω σε αυτά κείμενα. Γιατί δεν αρκεί μόνο να είσαι νέος. Στην Ελλάδα έχουμε από τη μία το κόμπλεξ της γεροντολαγνείας, που αν δεν φτάσεις πενήντα χρονών δεν μπορείς να αναλάβεις μία θέση ηγετική οπουδήποτε, από εταιρεία μέχρι καλλιτεχνικό οργανισμό, και από την άλλη έχουμε το άλλο: “ό,τι νέο είναι και καλό”. Και τα δύο για μένα είναι προβληματικά, γιατί και τα δύο βασίζονται σε κάτι πολύ επιφανειακό. Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ να μιλήσω ως τι; Είμαι 35 χρονών, είμαι νέα ή όχι; Κι αυτό ακόμη είναι αστείο. Είμαι πιο νέα από κάποιους αλλά πιο μεγάλη από άλλους. Φυσικά και πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, ούτως ή άλλως τα πράγματα κρίνονται στη διάρκεια, στην υποδοχή του κοινού»

Η κουβέντα περνάει για λίγο και στην εμπειρία της από το εξωτερικό, καθώς τη σεζόν που πέρασε σκηνοθέτησε στη γενέτειρα του Μπρεχτ τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν». Η Ευαγγελάτου δεν καταφεύγει σε εύκολες, γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στις δύο χώρες,  είναι όμως χαρακτηριστική η φροντίδα της να εστιάσει στους ηθοποιούς, γιατί «αυτοί είναι η ουσία»: «Στη Γερμανία, οι ηθοποιοί δουλεύουν πολλές ώρες, το ωράριό τους είναι οχτάωρο, οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες, ειδικά στα κρατικά θέατρα, παίζουν σε διαφορετική παράσταση κάθε βράδυ, το πρωί έχουν άλλη πρόβα, και επιτρέπει ο νόμος να δουλεύουν μέχρι και είκοσι μέρες χωρίς ρεπό. Από την άλλη, η αφοσίωση και η φαντασία του Έλληνα ηθοποιού, θεωρώ, είναι σε υψηλότερο επίπεδο. Οικονομικές δυσκολίες υπάρχουν παντού. Ο Γερμανός πληρώνεται πολύ καλύτερα, βέβαια δουλεύει περισσότερες ώρες. Ο Έλληνας ηθοποιός πληρώνεται πραγματικά ντροπιαστικά. Γι’ αυτό και εκτιμώ την αφοσίωση που έχουν, το δόσιμό τους, τις τεράστιες θυσίες να κάνουν δυο και τρεις δουλειές. Οι Γερμανοί δεν μπορούν να το διανοηθούν αυτό, ότι θα πάει ο άλλος να δουλέψει σε μπαρ το βράδυ για να μπορέσει να κάνει θέατρο. Είναι ντροπή και είναι ανεπίτρεπτο. Και φυσικά με όλα αυτά αναρωτιέμαι αν θα προλάβω ποτέ όσο ζω να δω ένα σοβαρό κρατικό σχεδιασμό για τον πολιτισμό. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη, φοβάμαι πως όχι. Αυτό δεν θα γίνει, αν δεν μπουν σε ηγετικές θέσεις άνθρωποι που έχουν σχέση με τα πράγματα, που ξέρουν τις ανάγκες. Δεν είναι δυνατόν να μπαίνουν άσχετοι για να βγάλουμε υποχρεώσεις από έναν νομό. Έχει χρόνια να μπει άνθρωπος στο Υπουργείο Πολιτισμού που να είναι καλλιτέχνης ή να μην είναι καλλιτέχνης αλλά να ξέρει τα πράγματα από μέσα. Πώς είναι δυνατόν στο Υπουργείο να βάζεις ιχθυοκαλλιεργητή, όταν έχουμε δει τη σημασία της προσωπικότητας από τους επιμέρους θεσμούς ή θέατρα;»

Με αυτά τα λόγια, η Κατερίνα Ευαγγελάτου με αποχαιρέτησε βιαστικά, για να συνδράμει τους τεχνικούς που καταγίνονταν με το σκηνικό της παράστασης, και εγώ έφυγα από την Πειραιώς με ένα χαμόγελο στα χείλη. Στην περίπτωσή της αρκετά είχαν ειπωθεί περί «οικογενειοκρατίας». Εγώ πάλι λέω, σε μια χώρα που μαστίζεται από την οικογενειοκρατία, μακάρι να ήταν έτσι το τυπικό δείγμα της.

«Ιδομενέας» του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ | 20.07.2014 έως 22.07.2014 | Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2014

Κεντρική φωτογραφία άρθρου: Κατερίνα Ευαγγελάτου με ρούχα της Ιωάννας Κουρμπέλα ©Κική Παπαδοπούλου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.