«Η Υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ: Ένας ζογκλέρ της αφήγησης

Ένα υπέροχο μυθιστόρημα που επιδεικνύει σπάνιο αφηγηματικό έλεγχο και δεξιοτεχνία

Φαίνεται πως κάθε είκοσι περίπου χρόνια η Νότια Αφρική γεννάει και έναν σπουδαίο συγγραφέα. Είναι προφανές ότι έχει βρει έναν διάδοχο των παγκόσμιας κλάσης πεζογράφων της, της Ναντίν Γκόρτιμερ και του Τζ. Μ. Κούτσι (και οι δύο κάτοχοι του βραβείου Μπούκερ, και οι δύο βραβευμένοι με το Νόμπελ λογοτεχνίας, οι δύο αναμφίβολοι πυλώνες της νοτιοαφρικανικής λογοτεχνίας). Πλέον, ένας ακόμη συγγραφέας από τη Νότια Αφρική κατακτά το βραβείο Μπούκερ και παγιώνει τη θέση του ως ένας άρτιος μυθιστοριογράφος. Βέβαια, ο περί ου ο λόγος Ντέιμον Γκάλγκουτ, είναι γνωστός στη χώρα του εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια, έχοντας βρεθεί και στο παρελθόν υποψήφιος για το προβεβλημένο αυτό βραβείο της αγγλόφωνης λογοτεχνίας. Όμως αυτή τη φορά επιτέλους κατάφερε να το κατακτήσει, πράγμα εξαιρετικό για όλους μας, γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε μάθει το όνομά του και πιθανόν δεν θα είχαμε διαβάσει αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα. Να που παρά τα χίλια μύρια αρνητικά τους, τα λογοτεχνικά βραβεία επιτελούν και ένα θετικό έργο.

Γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι Η Υπόσχεση είναι ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα. Χωρίς εξεζητημένες υπερβολές ο Γκάλγκουτ καταφέρνει να πρωτοτυπήσει όσον αφορά στην αφηγηματική του προσέγγιση και την άψογα εκτελεσμένη χρήση της οπτικής γωνίας, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι το μυθιστόρημα, όπως και κάθε μορφή τέχνης άλλωστε, πάντα μπορεί να ανανεώνεται, παρά την εντύπωση που συχνά δίνει ότι έχει κορεστεί.

Η Υπόσχεση είναι ένα μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό θέμα του την πορεία μιας δυσλειτουργικής οικογένειας σε βάθος τριάντα ετών. Ο τίτλος προκύπτει από την υπόσχεση που η ετοιμοθάνατη μητέρα ζητάει από τον άντρα της να της δώσει, η οποία είναι να γράψει το σπιτάκι, στο οποίο διαμένει η μαύρη οικιακή τους βοηθός Σαλομέ στο όνομά της, να της το δωρίσει ως ένδειξη εκτίμησης για όλα όσα τους έχει κάνει. Είναι μια υπόσχεση που όμως εύκολα δίνεται αλλά δύσκολα τηρείται. Έτσι, από την ημέρα της κηδείας της μητέρας το 1986, σε κάθε μία από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου ο Γκάλγκουτ επισκέπτεται τα μέλη της οικογένειας κάθε περίπου δέκα χρόνια και με την ευκαιρία άλλης μια κηδείας κάποιου μέλους της οικογένειας, με φόντο μια Νότια Αφρική που αλλάζει, με το απαρτχάιντ να δίνει τη θέση του στη σύγχρονη αλλά πολύ ελαττωματική δημοκρατία, βυθισμένη στη διαφθορά και το έγκλημα.

Η γραφή του Γκάλγκουτ είναι ιμπρεσιονιστική και ρέει φυσικά και αβίαστα, με ιδιαίτερη χάρη. Όμως το μεγαλύτερο προτέρημά του είναι η δεξιοτεχνική χρήση της οπτικής γωνίας. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη ενδοδιηγητική πολλαπλής εσωτερικής εστίασης. Αυτό σημαίνει ότι ο Γκάλγκουτ μας δίνει πρόσβαση στις σκέψεις των χαρακτήρων του. Όμως συνήθως αυτή η πρόσβαση δίνεται σε ορισμένους κύριους χαρακτήρες, ενώ είθισται ένας διάλογος να φιλτράρεται από την οπτική του ενός από τους χαρακτήρες.

Εδώ όμως ο Γκάλγκουτ μας αφήνει να μπούμε στο μυαλό πολλών χαρακτήρων, όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και δευτερευόντων χαρακτήρων, ακόμη και περαστικών. Παράλληλα, κινείται συνεχώς από την οπτική του ενός σε εκείνη του άλλου, σαν ένα διαρκές ντόμινο, ακόμη και στην ίδια συχνά παράγραφο, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ φρέσκο και ζωντανό ενιαίο αφηγηματικό σύνολο. Αν ο Γκάλγκουτ είναι ο παντογνώστης αφηγητής, είναι αν μη τι άλλο πολύ δημοκρατικός. Όλοι του οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες έχουν αξία και δικαίωμα στη ζωή. Ξαφνικά αλλά αρμονικά, η οπτική γωνία αλλάζει, ο αναγνώστης νιώθει λες και αιωρείται πάνω από τους χαρακτήρες και με άνεση επισκέπτεται το μυαλό του καθ’ ενός, σχεδόν κατ’ επιλογήν. Άλλωστε κάποιες απρόβλεπτες χρήσεις του δευτέρου προσώπου από πλευράς Γκάλγκουτ προσκαλούν άμεσα και τον ίδιο τον αναγνώστη στην αφήγηση, ίσως ενοχοποιώντας τον εμμέσως ως συμμέτοχο στο γίγνεσθαι αυτής της χώρας.

Οι χαρακτήρες είναι υπέροχα αποτυπωμένοι, με προσεκτική ματιά στις λεπτομέρειες, ακόμα και οι πλέον δευτερεύοντες εξ’ αυτών μοιάζουν επαρκώς ανεξάρτητοι. Όμως είναι τα τρία παιδιά που βρίσκονται στο επίκεντρο, και τα τρία με ονόματα που αρχίζουν από άλφα: ο Άντον, η Άστριντ και η Αμόρ. Τα συναντάμε στην κηδεία της μητέρας τους όταν είναι έφηβοι, με τον Άντον να είναι ο μεγαλύτερος και η Αμόρ η μικρότερη, και τα βλέπουμε να μεγαλώνουν και να ακολουθούν διαμετρικά αντίθετες πορείες. Είναι λογικό τα τρία παιδιά να βρίσκονται στον πυρήνα του δράματος: είναι το μέλλον της χώρας. Ο Άντον και η Αμόρ αντιλαμβάνονται τη συλλογική ενοχή της οικογένειας ως σύμβολο των λευκών προνομίων και επιθυμούν να απαλλαγούν από αυτό το οικογενειακό βάρος. Αλλά ενώ ο Άντον είναι αδύναμος και αυτοκαταστροφικός, είναι η Αμόρ που πραγματικά εκπροσωπεί επάξια το όνομά της (αγάπη), αφιερώνοντας τον εαυτό της στη φροντίδα των άλλων σαν σύγχρονη αγία. Είναι αυτή που μεταξύ άλλων επιμένει για χρόνια ολόκληρα να γραφτεί το σπιτάκι στη Σαλομέ. Διότι τελικά η μη πραγματοποίηση της υπόσχεσης μετατρέπεται σε μια οικογενειακή κατάρα που σταδιακά συμπαρασέρνει όλους και η οποία αντανακλά την κατάρα του σύγχρονου κράτους της Νότιας Αφρικής.

Ανίερος και σαρκαστικός, στοργικός και ανθρώπινος, και όλα αυτά συχνά στην ίδια πρόταση, ο Γκάλγκουτ αναδεικνύεται σε μια σπουδαία λογοτεχνική φωνή. Η «Υπόσχεση» αποτελεί έναν αναντίρρητο θεματικό και μορφολογικό θρίαμβο. Ήδη θέτει ισχυρή υποψηφιότητα σαν ένα από τα μυθιστορήματα της χρονιάς.

«Η Υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.