«Η “Ανθρώπινη συμπύκνωση” είναι η ανάγκη να κάνουμε αυτό που αγαπάμε»: Για το νέο Radio Play σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή από το Φεστιβάλ Αθηνών

Συζητώντας με τη συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου, την ηθοποιό Κόρα Καρβούνη και τον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή για την "Ανθρώπινη συμπύκνωση", που κάνει πρεμιέρα στις 29 Δεκεμβρίου

Φωτογραφίες: © Pinelopi Gerasimou

«Αισθάνομαι ότι έχουν ατονήσει και ατροφήσει πολλές αισθήσεις μας την εποχή της καραντίνας. Τα κάνουμε όλα με τα μάτια, συνέχεια κοιτάμε οθόνες για να ενημερωθούμε, για να δούμε άλλους ανθρώπους, ακόμη και για να φτιάξουμε μια συνταγή. Μια πολιτιστική εμπειρία που σου θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνο μάτια, ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε και να συγκινηθούμε μέσω της ακοής είναι πολύτιμη και, με έναν τρόπο, εκπαιδευτική», σημειώνει η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου με αφορμή την πρωτοβουλία Radio Plays του Φεστιβάλ Αθηνών, που μας έχει δώσει ήδη δύο άκρως ερεθιστικές προτάσεις, ανανεώνοντας την κατανόησή μας για το τι μπορεί να συνιστά ραδιοφωνικό θέατρο στις μέρες μας.

Στα Radio Plays, αστυνομική λογοτεχνία και jazz μουσική συνθέτουν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία νέων έργων ραδιοφωνικού θεάτρου από σημαντικότατους καλλιτέχνες του θεάτρου μας. Από τις 29 Δεκεμβρίου θα είναι διαθέσιμο και το ραδιοφωνικό έργο Ανθρώπινη συμπύκνωση της Αμάντας Μιχαλοπούλου σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και πρωτότυπη μουσική σύνθεση Αλέξανδρου-Δράκου Κτιστάκη. Ποιο είναι όμως το σημείο εκκίνησης του έργου;

H Δώρα. Μια ελκυστική γυναίκα, γύρω στα 45, αστυνομικός. Έχει αναλάβει πολλές υποθέσεις, αλλά ποτέ ως τώρα μια τέτοια υπόθεση. Ποτέ μια υπόθεση που να αφορά τη δολοφονία ενός ανθρώπου που γνωρίζει καλά, ενός ανθρώπου που έτυχε να καταστρέψει τη ζωή του πατέρα της, ενός ανθρώπου που, όπως λέει «είχε ζήσει και είχε πεθάνει σαν αγριογούρουνο». Ο εκδότης και διευθυντής εφημερίδας Σταύρος Παναγιωτόπουλος βρίσκεται νεκρός στο γραφείο του κι εκείνη εκκρεμεί να ξεδιαλύνει το νήμα των γεγονότων που οδήγησαν στο έγκλημα.

«Η Δώρα είναι ηρωίδα σε τρία διαφορετικά διηγήματά μου που γράφτηκαν ανάμεσα στο 2007 και το 2012. Στα πιο συμβατικά κλασικά αστυνομικά έργα αλλά και στα σύγχρονα, φανταζόμαστε πάντα έναν άντρα που κινεί τα νήματα, ενώ η γυναίκα είναι η femme fatale, η μοιραία, δεν έχει τον ρόλο του κεντρικού ντετέκτιβ, είναι συνήθως διακοσμητική. Με ενδιέφερε πολύ η ανατροπή αυτού του μοντέλου, πολύ πριν αρχίσουμε να συζητάμε για τα θέματα που συζητάμε στη δική μας δεκαετία, το κίνημα #metoo, την έμφυλη ισότητα, την ποσόστωση. Υπήρχε μια πολύ ουσιαστική ανάγκη μου να δω μια γυναίκα σε άλλους ρόλους», λέει η Αμάντα Μιχαλοπούλου.

Ταυτόχρονα, βέβαια, διαγράφεται ανάγλυφα μέσα από το διήγημα και ο κόσμος μιας εφημερίδας με τις σχέσεις εξουσίας, τα προσωπικά συμφέροντα, τις μυστικές συμμαχίες, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις των προσώπων που δουλεύουν σε αυτήν τη μικροκοινωνία. Η συγγραφέας μάς φανερώνει την πηγή του υλικού της: «Δούλευα στην Καθημερινή κοντά μια 20ετία στο ρεπορτάζ και ο χώρος της εφημερίδας μου είναι πολύ οικείος, ακόμη και η ιεραρχία του ανά όροφο. Είναι ένας χώρος πάρα πολύ μυστηριώδης».

Πώς όμως δόμησε την πλοκή της; Πριν ξεκινήσει να γράφει είχε προαποφασίσει την αφήγηση και τα συμβάντα; Γνώριζε …τον δολοφόνο;

«Ανήκω σε αυτήν την κατηγορία συγγραφέων που πάντα γράφω για να δω τι θα γίνει», λέει. «Γράφω όπως διαβάζουν οι αναγνώστες. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες συγγραφέων: εκείνοι που έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη ελέγχου, θέλουν να ξέρουν από την αρχή πού πάει η ιστορία τους κι αυτοί που γράφουν για τη χαρά να ανακαλύψουν, ίσως με ένα λίγο παιδικό τρόπο, τι θα γίνει. Έχω πάντα την περιέργεια να δω πού θα οδηγήσουν την κατάσταση οι χαρακτήρες που αναπτύσσονται καθώς γράφω».

Και, πράγματι, στην Ανθρώπινη συμπύκνωση ταυτόχρονα με την εξιχνίαση του εγκλήματος ξετυλίγεται και η ψυχοσύνθεση της κεντρικής ηρωίδας με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που κέντρισαν και τον νέο ανερχόμενο σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή για να διαλέξει αυτό το διήγημα. «Είχε μια ισορροπία σε όλα τα στοιχεία που έψαχνα. Έχει ενδιαφέρον και στο κομμάτι της εξιχνίασης του εγκλήματος και στον τρόπο ανάπτυξης της ιστορίας», σημειώνει.

Ένα ακόμη πολύ γοητευτικό για τον σκηνοθέτη στοιχείο και στοίχημα του εγχειρήματος ήταν και η μουσική. Πώς δούλεψε, όμως, με τον συνθέτη Αλέξανδρο-Δράκο Κτιστάκη; Είχε τη μουσική πριν ξεκινήσουν οι δοκιμές;

«Πριν ξεκινήσουμε πρόβες, κάναμε κάποιες κουβέντες με τον Δράκο για το τι όργανα θα χρησιμοποιήσουμε, για την κατεύθυνση γενικά της μουσικής, αλλά και πιο συγκεκριμένα κάποιες ιδέες-αισθήσεις για την κάθε σκηνή. Μετά ο Δράκος συνέθεσε πρωτότυπη μουσική, την οποία ακούγαμε σε μια πρώτη μορφή και τη δοκιμάζαμε στις πρόβες με τους ηθοποιούς. Στη συνέχεια, ήρθαν οι μουσικοί και όλο αυτό πήρε ζωή με ένα μαγικό τρόπο. Επιλέξαμε, επίσης, να γράψουμε πρώτα τους ηθοποιούς (με οδηγό την “ψηφιακή εκδοχή” της μουσικής) και μετά πάνω στις φωνές “ράψαμε” τη ζωντανή μουσική. Όπως κάνουν στις ταινίες. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι τη μουσική σε αυτό το project σαν τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα φώτα του θεάτρου και παράλληλα σαν την κινηματογραφική κάμερα. Η παρουσία της είναι πολύ ισχυρή σε όλη τη διάρκεια του έργου» λέει.

Ένα πολύ σημαντικό ζητούμενο είναι και η οργάνωση του χρόνου στις ηχογραφήσεις. «Είχαμε τρεις μέρες στο στούντιο. Την πρώτη μέρα ηχογραφήσαμε διαλογικές σκηνές, τη δεύτερη τις αφηγήσεις. Κάθε βράδυ άκουγα τις ηχογραφήσεις σπίτι, επέλεγα takes κι έτσι την τελευταία μέρα κάναμε πάλι μόνο ό,τι είχαμε ανάγκη», εξηγεί ο Κουτλής.

«Το έργο το είχα χωρίσει σε σκηνές, οπότε ηχογραφούσαμε κάθε σκηνή από μερικές φορές και μετά προχωρούσαμε στην επόμενη. Κάναμε μεγάλη προσπάθεια ώστε οι δραματοποιημένες σκηνές να μην ακούγονται “στουντιακές” και να πετύχουμε την αίσθηση του χώρου στην εκάστοτε σκηνή. Άλλο ήχο έχει η φωνή σε ένα καφενείο, άλλη σε ένα γραφείο, άλλη σε ένα σαλόνι σπιτιού. Οπότε τις σκηνές σχεδόν τις παίζαμε, πειραματιζόμενοι με τις αποστάσεις από τα μικρόφωνα και δοκιμάζοντας πώς η κίνηση του σώματος επηρεάζει το ηχητικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, αν ένας ήρωας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι τότε κι ο ηθοποιός στο στούντιο ξάπλωνε και τον ηχογραφούσαμε απ’ αυτή τη στάση. Η διαφορά είναι τεράστια στο αποτέλεσμα».

«Δεν ήμασταν σαν να είμαστε σε στούντιο, ήταν σαν να ήμασταν σε ένα δωμάτιο», δευτερώνει η Κόρα Καρβούνη που ερμηνεύει την κεντρική ηρωίδα, τη Δώρα. «Πειραματιστήκαμε με τις αποστάσεις, με τη σχέση μας με τον χώρο. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε πολύ μεγάλο ρεαλισμό. Αυτό που συνειδητοποίησα είναι ότι είναι πολύ διαφορετικές οι παύσεις στο ραδιόφωνο, δεν είναι εύκολη η παύση στο ραδιόφωνο, γιατί, όταν κάνει παύση η φωνή, υπάρχει κενό. Δεν μου έλειπε, δηλαδή, τόσο το σώμα όσο η έκφραση. Τα μάτια, το κοίταγμα, το βλέμμα, η έκφραση, αυτό που συμπληρώνει τη σιωπή. Κι έπρεπε να γίνει ένα μοντάζ με τη μουσική, η οποία είναι πρωταγωνίστρια».

Ποια είναι, όμως, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί σε αυτό το εγχείρημα;

«Η μεγαλύτερη πρόκληση έγκειται στο πώς θα διατηρήσεις την προσοχή του ακροατή για 50 λεπτά, μόνο μέσω ακουστικών ερεθισμάτων», διαπιστώνει ο Γιώργος Κουτλής. «Ζούμε σε μια εποχή οπτική. Αν κάτι δεν ερεθίζει τα μάτια μας, πολύ γρήγορα αποσπάται η προσοχή μας. Επίσης, δεν πρόκειται μόνο για μουσική. Στη μουσική είναι κομμάτι της εμπειρίας να ακούς και να σκέφτεσαι και δικά σου πράγματα. Εδώ χρειάζεται ο ακροατής να παρακολουθεί με διαφορετικό τρόπο, ώστε η φαντασία του να δημιουργεί τις εικόνες που αφηγούνται την ιστορία μας. Και είναι ένα στοίχημα, με όλο αυτό το εγχείρημα, να τσιγκλίσουμε τη φαντασία του θεατή με τέτοιο τρόπο, ώστε να αρχίσει να βλέπει ακούγοντας και να ταξιδέψει για 50 λεπτά. Νομίζω ότι αν τα καταφέρουμε, ο ακροατής θα νιώθει ένα αίσθημα ξεμουδιάσματος, καθώς η λειτουργία του αυτή είναι αδρανής εδώ και καιρό» συνεχίζει.

Η Κόρα Καρβούνη αναφέρεται στην ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί το τι είναι τελικά ραδιοφωνικό θέατρο σήμερα: «Είμαστε μια γενιά, που έχει συνηθίσει στην εικόνα και είμαστε και μια γενιά της ταχύτητας και δεν ήταν απλό για εμάς να επαναπροσδιορίσουμε αυτό το είδος θεάτρου στα δικά μας δεδομένα. Το ίδιο το μέσο έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί. Θέλαμε να το ξανακοιτάξουμε ως είδος, να το ξαναζωντανέψουμε και δεν ήταν απλό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο μέσο, γιατί πρέπει ο ακροατής να συγκεντρωθεί χωρίς περισπασμούς, κι εμείς να το ξαναζωντανέψουμε για ένα …αυτί του 2020».

Τι είναι η Ανθρώπινη συμπύκνωση για εσάς;

«Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα γλυπτό του ντανταϊστή ποιητή, ζωγράφου και γλύπτη Ζαν Αρπ. Η φιλοσοφία του ίδιου για την τέχνη και τη δημιουργία μιας σειράς γλυπτών με τίτλο “Ανθρώπινη συμπύκνωση” χρειάζεται ολόκληρη μελέτη για να αναλυθεί. Σε σχέση με το δικό μας έργο, απλοϊκά θα έλεγα ότι η Ανθρώπινη συμπύκνωση είναι ο πυρήνας της προσφοράς του κάθε ανθρώπου. Η ανάγκη να κάνουμε αυτό που αγαπάμε», αναφέρει ο Γιώργος Κουτλής, ενώ για την Κόρα Καρβούνη η Ανθρώπινη συμπύκνωση «είναι ο μικρόκοσμος που φτιάχνει ο καθένας μέσα στον οποίο αισθάνεται ασφαλής. Είναι ο μηχανισμός που έχει ο καθένας για να επιβιώνει».

Η Ανθρώπινη συμπύκνωση της Αμάντας Μιχαλοπούλου από την Τρίτη 29 Δεκεμβρίου, στις 17:00 στα Radio Plays του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου

Συντελεστές

Σκηνοθεσία Γιώργος Κουτλής

Με τους Κόρα Καρβούνη, Ελένη Κουτσιούμπα, Βασίλη Μαγουλιώτη, Άλκη Παναγιωτίδη, Θανάση Παπαγεωργίου, Αλέξανδρο Σιάτρα, Κωνσταντία Τάκαλου

Μουσική σύνθεση Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης

Παίζουν οι μουσικοί Δημήτρης Βερδίνογλου (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Πέτρος Κλαμπάνης (μπάσο), Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης((ντραμς), Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο)

Το διήγημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου δημοσιεύτηκε στον δεύτερο τόμο της
σειράς «Ελληνικά εγκλήματα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.