«Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» του Γιάννη Χουβαρδά: Ένα επιβλητικό θέαμα μεγάλης πνοής

Η μαγεία και η απάτη: Ο Γιάννης Χουβαρδάς δημιουργεί ένα επιβλητικό θέαμα μεγάλης πνοής, που όμοιό του δεν θυμάμαι πότε είδα για τελευταία φορά στο ελληνικό θέατρο

Φωτογραφίες: © Alex Kat

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει μια μακρότατη πορεία, που θα έλεγε κανείς πως περιέχει σχεδόν τα πάντα: τραγωδία σε υπόγειο γκαράζ του Εθνικού, ένα από τα πρώτα σκάνδαλα στην Επίδαυρο, τολμήματα πολλά και διάφορα. Ίδρυσε το αξέχαστο Αμόρε-Θέατρο του Νότου (τον ευχαριστούμε γι’ αυτό) όπου σκηνοθέτησε ο ίδιος, αλλά και κάλεσε γενναιόδωρα και χωρίς ίχνος μισαλλοδοξίας λαμπρούς συναδέλφους του να δημιουργήσουν. Έδωσε ευκαιρίες σε νεώτερους σκηνοθέτες, και παρουσίασε συγγραφείς για πρώτη φορά, από τον Δημήτρη Δημητριάδη ως τον Φαλκ Ρίχτερ. Υπήρξε για δύο θητείες καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, μάλλον ο πλέον επιτυχημένος της τελευταίας δεκαπενταετίας –ο νυν προφανώς εξαιρείται. Δοκίμασε πολλά και πέτυχε, δοκίμασε άλλα και απέτυχε. Δοκίμασε όμως. Κι όπως βλέπουμε, στα 72 του χρόνια εξακολουθεί να δοκιμάζει.

«Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Χουβαρδάς συγγράφει ένα έργο εξ αρχής, διασκευάζοντας την «Καταιγίδα» (για πολλούς «Τρικυμία») του Σαίξπηρ, βασιζόμενος σε μια ευφυή σκέψη: Αν ο Πρόσπερο είναι, τρόπον τινά, το πρότυπο του σκηνοθέτη, που παγιδεύοντας τους αιχμαλώτους του μέσα σε μια πλάνη, τους θέτει αντιμέτωπους με διάφορες στρεβλώσεις της πραγματικότητας, ποιος είναι το αντίστοιχο πρότυπο στη σύγχρονη εποχή του κινηματογράφου; Σίγουρα ο Όρσον Γουέλς. Μοναδικός στη διαχείριση της πλάνης, δημιουργός πραγματικοτήτων έξω από τη σφαίρα του αναμενόμενου, ιδιοφυής και ρηξικέλευθος. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως το “F for Fake” προηγήθηκε κατά περισσότερο από τριάντα χρόνια του “V for Vendetta”.

Υπάρχει κι άλλο ένα μεγάλο κοινό που συνδέει τους δύο αυτούς ήρωες: η προδοσία που τους εξόρισε από το βασίλειό τους, μετατρέποντάς τους σε παρίες. Οι ίδιοι άνθρωποι που τους δόξασαν, συνωμότησαν για να τους εκθρονίσουν. Κι οι ίδιοι, μηδέποτε αποδεχόμενοι ως οριστική αυτή την άδικη μοίρα, παλεύουν να αποκαταστήσουν το δίκιο και την τιμή τους.

Πλέκοντας τις πορείες των δύο ζωών σε μία, ο Χουβαρδάς δίνει στον καθένα από τους χαρακτήρες του σαιξπηρικού κειμένου το πρόσωπο ενός σταρ του Χόλιγουντ. Επίσης, στήνει σε κάθε σημείο του αχανούς σκηνικού χώρου της Αίθουσας Δ της Πειραιώς κι ένα μικρό πυρήνα με δράσεις, καλύπτοντας με κάμερες και ζωντανές προβολές τα τεκταινόμενα, και δημιουργώντας μια πολυπλοκότητα αντίστοιχη και αντάξια ενός Φρανκ Κάστορφ.

Δεν θα προσποιηθώ στιγμή πως δεν βλέπω τις αδυναμίες της παράστασης: στη σχεδόν τρίωρη διάρκειά της, κάποιες «κοιλιές» είναι αναπόφευκτες, η εγκεφαλικότητα της σύλληψης κάνει κάποιες σκηνές να μοιάζουν λίγο χάρτινες, και πολλές από τις αναφορές τόσο σε κινηματογραφικά είδη και ρόλους όσο και σε λεπτομέρειες των ταινιών του Όρσον Γουέλς είναι μάλλον δυσανάγνωστες για τους μη αφοσιωμένους σινεφίλ στην αίθουσα.

Όλα αυτά προσωπικώς τα θεωρώ δευτερεύοντα: το σημαντικό είναι πως ο Χουβαρδάς δημιουργεί ένα επιβλητικό θέαμα μεγάλης πνοής, που όμοιό του δεν θυμάμαι πότε να είδα για τελευταία φορά στο ελληνικό θέατρο. Πως μέσα από τους ευφυείς χειρισμούς του η μαγεία και η απάτη –δεν είναι λίγο απάτη η Τέχνη μας; Θα αναρωτηθεί ο Πρόσπερο/Γουελς κάποια στιγμή- τελούν τους ευτυχείς γάμους τους και προσφέρουν στον θεατή τους καρπούς της ένωσής τους. Ακόμα κι όσοι αγαπούμε το μεταδραματικό θέατρο ή την αποδόμηση –θα αποφύγω με κάθε θυσία τη λέξη «μεταμοντέρνο»- δεν νομίζω πως θα αρνηθούμε ότι για να επέλθει η όποια απομάγευση, πρέπει να έχει προηγηθεί η μαγεία –τι, όχι;

Σε ευτυχή στιγμή βρέθηκαν οι περισσότεροι συνεργάτες του Γιάννη Χουβαρδά. Η Εύα Μανιδάκη μοιάζει να κατοχυρώνει την ομορφιά των μικρών παράπλευρων χώρων, όπου λαμβάνει χώρα μέρος της δράσης –κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και στον «Μπόρκμαν». Ο Παντελής Μάκκας έχει πλέον επιτύχει μια σπάνια αρτιότητα και ακρίβεια στα ζωντανά βιιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα.

Είναι κρίμα να επισημάνει κανείς διακριθέντες σε μια τόσο πλήρη και εξαιρετική ομάδα ηθοποιών. Ως προσωπικές μου αδυναμίες και μόνο θα αναφέρω τον Κάλιμπαν/Πέτερ Λόρρε του Δημήτρη Πιατά, τον Τρίνκουλο/Σταν Λόρελ του Άρη Μπαλή, και φυσικά την Γκονζάλα/Ρίτα Χαίηγουορθ της Άλκηστης Πουλοπούλου, που καταγράφει μια προσωπική επιτυχία σε ένα ρόλο όπου η παρωδία και η διακωμώδηση την περίμεναν στη γωνία στο παραμικρό στραβοπάτημα: ισορρόπησε παλικαρίσια. Ακόμα, ο Έκτορας Λυγίζος μοιάζει να διανύει περίοδο υποκριτικής άνοιξης: μετά τον Ίωνα/Λευτέρη Βογιατζή στη «Νύχτα της κουκουβάγιας», ερμηνεύει υπέροχα τον Άριελ/Διευθυντή φωτογραφίας. Ο δε Αλέξανδρος Μυλωνάς ως Πρόσπερο/Γουέλς είναι απλά εκτός συναγωνισμού.

Φτωχά τα λόγια για τον μονόλογο του Γιάννη Βογιατζή, όπως και για την παρουσία του κοντά μας για ακόμα μια φορά. Αλήθεια, το αγόρι που του χτύπησε την πόρτα και τον επανέφερε στην ενεργό δράση, μήπως άκουγε στο όνομα Γιάννης Χουβαρδάς;

Στο κείμενο του έργου, λέξεις όπως διακειμενικότητα και αυτοαναφορικότητα (αν προτιμάτε, αυτοβιογραφικές αναφορές) προκύπτουν αβίαστα. Το ίδιο και οι αναπόφευκτες αναρωτήσεις του απολογισμού: «Ποιο το νόημα;» Εύχομαι ο Γιάννης Χουβαρδάς να μη βρει πως στερείται νοήματος η συνέχιση μιας τέτοιας πορείας μετά από μια αδιαμφισβήτητα σημαντική στιγμή όπως το «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας»: όσο μπορεί να μας προσφέρει τόση ομορφιά, εξακολουθούμε να τον έχουμε ανάγκη.

Info παράστασης:

Η άλλη πλευρά της καταιγίδας | 1 – 7 Ιουνίου 2022 | Πειραιώς 260

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.