H έκθεση «Ρεμπέτικο» μέσα από 125 έργα εικονοποιεί μπροστά στα μάτια μας μνήμες σε ρυθμό 9/8

Μια έκθεση ωδή στο ρεμπέτικο ελληνικό τραγούδι, στους ρεμπέτες και τις ρεμπέτισσες, ανοίγοντας έναν διάλογο μεταξύ της σύγχρονης τέχνης και τη σημασία του ρεμπέτικου σήμερα

Η έκθεση «Ρεμπέτικο» αγγίζει με σεβασμό μια ολόκληρη περίοδο που αφορά στην Ελλάδα και σκοπό έχει να προσεγγίσει την ουσία της με μια σύγχρονη οπτική. Ανοίγει έναν διάλογο μεταξύ της σύγχρονης τέχνης και το ρεμπέτικο, υπό το πρίσμα των σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών. Είναι ενδιαφέρον να δούμε με τι ενσυναίσθηση ακούμπησε ο κάθε ένας καλλιτέχνης ξεχωριστά αυτό το ευαίσθητο θέμα που συνάμα μας αφορά όλους και πώς ενώθηκαν όλοι μαζί παρουσιάζοντας ένα αποτέλεσμα αξιομνημόνευτο σε τρεις χώρους: την Πινακοθήκη και το Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων, καθώς και στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας ενώ τα περισσότερα έργα αποτελούν αναθέσεις σε Έλληνες καλλιτέχνες ειδικά για την έκθεση.

Thalia Chioti | “Rebetik Rhapsody”, c-prints

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί.

Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή». Μάρκος Βαμβακάρης

Αλέξανδρος Ψυχούλης, Άγνωστος Πιανίστας, 2021, ακουαρέλα, 70×100 εκ
Irini Bachlitzanaki, Chairs, (Monoblock), 2021
Πάνος Κουτρουμπούσης, Από μπουζούκια σε μπουζούκια, 1962, film still

Σημεία της ιστορίας του ρεμπέτικου

Το ρεμπέτικο τραγούδι αποδείχθηκε το ελληνικό αστικό τραγούδι στην απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του σε τρεις περιόδους: 1922-1932 – Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης, 1932-1942, Η κλασική περίοδος, 1942-1952 και Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.

Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, της ρεμπέτικης φιλοσοφίας, είναι πολύ ενδιαφέρουσα και συγκινητική. Φαίνεται να συνδέεται με τα τραγούδια των φυλακών και η πρώτη αναφορά εντοπίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1850 ένας Γάλλος ευγενής επισκέφτηκε την Ελλάδα με σκοπό να πραγματοποιήσει μια μελέτη που αφορούσε στις φυλακές και παρεμπιπτόντως αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα τραγούδια που ακούγονταν σ’ αυτές. Αναφορές σχετικά με τα τραγούδια των φυλακών έχουν γίνει και από τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα κ.ά.

Ανδρέας Λόλης, Αχ, ρε Γιώργο!, 2021, μάρμαρο, 42x40x86 εκ., 26x22x10 εκ.

Με την ίδρυση του Νέου Ελληνικού κράτους και έως το 1880, τα ελληνικά τραγούδια της εποχής είχαν σαφείς επιρροές από το ιταλικό μελόδραμα και τις ιταλικές όπερες. Το 1871 ιδρύεται το Ωδείο Αθηνών και την ίδια χρονιά ανοίγει το πρώτο καφέ-σαντάν στην Αθήνα. Στη συνέχεια το πρώτο καφέ-σαντούρ (καφέ-αμάν). Στα 1880 η Αθήνα είχε χωριστεί στα δύο. Από τη μια μεριά βρίσκονταν οι λάτρεις της ασιατικής μουσικής και από την άλλη οι υπέρμαχοι της ελληνικής. Προς το τέλος του αιώνα παρατηρείται η παρακμή των καφέ-αμάν, η εμφάνιση του θεάτρου σκιών και της αθηναϊκής επιθεώρησης.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή αρχίζει να κυριαρχεί η οπερέτα (από το 1916 μέχρι το 1928). Τα μουσικά είδη που αναφέραμε, ρίζωναν σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Η ζωή στην Ελλάδα, κατά την περίοδο εκείνη, καθοριζόταν από παράγοντες όπως η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, ο διπλασιασμός του ελλαδικού εδάφους το 1912 και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Τα τραγούδια των προσφύγων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε συνδυασμό με τα δημοτικά, τα νησιώτικα και τα μουσικά είδη που αναφέρθηκαν πιο πάνω αποτέλεσαν το υπόστρωμα που οδήγησε στη δημιουργία των ρεμπέτικων.

Γιώργος Σικελιώτης, Λαϊκή Ορχήστρα, Τέμπερα σε χαρτί, 40 x 29.5 εκ. Συλλογή Θέμη Αλεξόπουλου

Εκείνη την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιελάμβανε κυρίως ερωτικά αλλά και «μάγκικα» τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, χασικλίδικα).

Μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι.

Ρένα Παπασπύρου, Hommage στον Γιάννη Παπαϊωάννου, 2021, λεπτομέρεια

Το μινόρε της αυγής είναι ένα από τα πιο νοσταλγικά και συναισθηματικά ρεμπέτικα τραγούδια και δημιουργήθηκε το 1936 με στίχους του Μίνωα Μάτσα και μουσική του Σπύρου Περιστέρη.

Η πρώτη εκτέλεση έγινε από τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Γιάννη Σταμούλη, ενώ έχει ερμηνευτεί και από τη Σωτηρία Μπέλλου.

Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε
κάποιο μινόρε της αυγής,
για σένανε είναι γραμμένο
από το κλάμα κάποιας ψυχής…

Μαρία Τσάγκαρη The man on the left

Στη δεκαετία του 1950 εμφανίζονται δύο πολύ μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επεκταθεί η θεματολογία του (εμφάνιση αρχοντορεμπέτικων) και να αλλάξουν οι χώροι στους οποίους ακουγόταν. Παρόλα αυτά θεωρούνταν ακόμα η μουσική του περιθωρίου.

The Callas, Bellou, 2004 – 2021

Στη δεκαετία του 1960 γίνεται η ανάκαμψη του ρεμπέτικου και αρχίζει να τοποθετείται εκεί που του αρμόζει. Γράφτηκαν άρθρα, άρχισαν να διοργανώνονται ρεμπέτικες μουσικές βραδιές όπου ο κόσμος, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει παλιούς ρεμπέτες. Το 1968 κυκλοφορεί το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα Τραγούδια».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αρχίζουν να δισκογραφούν οι περισσότεροι ρεμπέτες, εκδίδονται βιογραφίες (Βαμβακάρης 1973, Ροβερτάκης 1973, Ρούκουνας 1974, Τσιτσάνης 1979, Μουφλουζέλης 1979 κ.λ.π) και εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες. Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για τη μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Τη δεκαετία του 1980 γυρίζονται ταινίες (Ρεμπέτικο του Κ. Φέρρη με τραγούδια των οποίων η θεματολογία και η μουσική προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων.), τηλεοπτικές σειρές (Μινόρε της Αυγής), επιθεωρήσεις (Μινόρε της Αλλαγής). Το ρεμπέτικο αναγνωρίζεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας (The New Grove Dictionary of Music and Musicians, The New Oxford Companion to Music).

Η θεματολογία των ρεμπέτικων αφορά στο ερωτικό στοιχείο και τα ναρκωτικά,τη φυλακή και την παρανομία αναδεικνύοντας πολλά κοινωνικά θέματα.

In your shoes, On rooted seeds, Anestis Ioannou, 2021

Πιο συγκεκριμένα μιλούσαν για τεκέδες, τη φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. τη μητέρα), τον θάνατο, τη ξενιτιά, ήταν σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και τους καημούς των ανθρώπων.

Όπως λέει και ο Μάκης Μαλαφέκας το ρεμπέτικο είναι: «Μια τέχνη της πόλης. Των σπουργιτιών, της φάμπρικας, της δομικής ανεργίας, του φωταγωγού και του ημιυπογείου.»

Πάνος Χαραλάμπους, ΑBSTRACT ZEYBEK (video stills from | PSYCHAGOGIA I Artio Gallery, 1993

Η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι από τα λαοφιλέστερα ρεμπέτικα τραγούδια σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη. Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού έγινε το 1948 από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου, ενώ το έχουν ερμηνεύσει κι άλλοι τραγουδιστές όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια κ.ά.

Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου…

Chronis Botsoglou_Προσωπική Νέκυια (ενότητα 26 ζωγραφικών έργων) Αρ. 2 Ο Ελπήνωρ, 1993-2000, λαδοπαστέλ, σκόνες αγιογραφίας και ξηρό παστέλ

Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές και σταδιακά έσπασε τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν.

Δείγμα της αγάπης του συνθέτη για το ειδικό αυτό ελληνικό τραγούδι, ήταν οι δύο σειρές παραδοσιακών ρεμπέτικων που διασκεύασε αργότερα σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους (1965 και 1975). Το πρώτο έργο ήταν οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» και το δεύτερο «Ο σκληρός Απρίλης του ’45».

Μαρία Λουίζου, Οικογενειακό Πορτραίτο, Βίντερο Περφορμανς

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, τoλμά να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Κάτι που θεωρήθηκε γροθιά στη συνείδηση της αστικής τάξης.

Χαρακτηριστικά αναφέρει: «…Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους…

Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις… Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο…

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoυμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο».

Άσπα Στασινοπούλου, Χωρίς τίτλο
Κώστας Μπέζος, Τα ρεστα, 1938, Μελάνη, 35 x 34εκ, Συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων

[…] Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της… Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό… Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους.

Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά  κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».

Σπύρος Στάβερης, Πορτραίτο του Πάνου Γεραμάνη, 2001

Γεννήθηκα για να πονώ
και για να τυραννιέμαι
την ώρα που σε γνώρισα
βαριά την καταριέμαι

Με πλήγωσες και δεν ξεχνώ
που τόσο έχω κλάψει
να γίνει η κατάρα μου
φωτιά και να σε κάψει
Κι αν τώρα κάνω μια ζωή
που πάντα τη μισούσα
για όλα εσύ ευθύνεσαι
που τόσο αγαπούσα

Γεννήθηκα για να πονώ, Μαρίκα Νίνου, Βασίλης Τσιτσάνης

Apollon Glykas, Orbit, 2020

Ο μάγκας του Βοτανικού είναι ένα τραγούδι με μεγάλη ιστορία. Το τραγούδι γράφτηκε το 1932-1933. Η μουσική γράφτηκε από τον Σπύρο Περιστέρη και είναι βασισμένη σε διασκευή μίας παραδοσιακής μικρασιάτικης μελωδίας. Η αρχική μουσική του τραγουδιού διεκδικείται από πολλούς. Άλλοι υποστηρίζουν πως είναι παλιό τούρκικο τραγούδι, άλλοι παραδοσιακό μικρασιάτικο και άλλοι πως ανήκει στον Περιστέρη.

Η πρώτη εκτέλεση με τους αυθεντικούς στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, ανήκει στον Ζαχαρία Κασιμάτη. Ο Σπύρος Ζαγοραίος το 1975 διασκεύασε το τραγούδι βάζοντας στίχους στην αργκό, μετατρέποντάς το σε ένα καθαρά χασικλίδικο ρεμπέτικο.

Έντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ, άλα πι και φικε ξηγιέτ΄ αλελεπτίκ.
Σταρ ντε μπουζουκέν ντε καμπαρέν, άλα ντε δικό μας ο καρέν.
Άιντα λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και η αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ’ αργελέ.
Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ, λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ
κι έντρεμεν ντρε κάργα ντε μαγκέ γιατί φτιαξάρε στο μινούτο ντε δουλειέν.
Άιντα λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και η αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ’ αργελέ»

Τάσος Παυλόπουλος, Με παρέσυρε το ρέμα, 1996, Ακρυλικό σε καμβά, 200 x 280 εκ, Ισιωτική συλλογή, Αθήνα
Phoebe Giannisi_Το χασαπάκι. 2021 (λεπτομέρεια εγκατάστασης) The butcher boy

Η έκθεση «Ρεμπέτικο»

Η έκθεση «Ρεμπέτικο» έρχεται να εμπλουτίσει την εικονολογία που σχετίζεται με το ρεμπέτικο, αλλάζοντας την οπτική του πρόσληψη. Αυτή η έκθεση, αποδεικνύει ότι το ρεμπέτικο όχι μόνο ανήκει στο παρόν, αλλά ενδύεται και με νέες μορφές.

Από τα διεθνούς απήχησης έργα που δημιούργησαν οι καλλιτέχνες, διακρίνει κανείς συγκλίσεις, ομοιότητες έως και κοινά μοτίβα, όπως την «καρέκλα», η οποία εμφανίζεται σε πολλά έργα.

Αυτό που είναι ενδιαφέρον σε αυτή την έκθεση είναι ο γεμάτος μαεστρία τρόπος που ακροβατεί στο παλιό και το σύγχρονο. Πρόκειται για μια μελέτη που αφορά στην ιστορία του ρεμπέτικου μέσα από σχέδια του Φασιανού, βιβλία του Πετρόπουλου και χαρακτικά του Τάσσου και φυσικά τους χορευτές του Τσαρούχη. Οι σύγχρονοι εικαστικοί έρχονται να παρέμβουν εμβόλιμα μέσα στην έκθεση με διάφορους τρόπους.

Στην έκθεση κυριαρχούν μέσα έκφρασης όπως η φωτογραφία, το βίντεο, η χαρακτική, η περφόρμανς, η ηχητική εγκατάσταση, εγκαταστάσεις, γλυπτική αλλά και ζωγραφική. Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Χριστόφορος Μαρίνος:

« Η θεματική έκθεση “Ρεμπέτικο” είναι μια έκθεση για την αγάπη, τη φυγή, το “χαροποιό πένθος” και όλες τις έννοιες, τις μνήμες και τον συμβολισμό που συνοδεύουν αυτό το μεγάλο νεοελληνικό πολιτιστικό γεγονός… στόχος της έκθεσης και της συνοδευτικής έκδοσης είναι να εικονοποιήσουν το ρεμπέτικο και τη μυθολογία του μέσα από μια σύγχρονη οπτική».

Κατερίνα Ζαχαροπούλου, Ομπουφές της Ρόζας, 2021, χαρακτικό, 25 x 70 εκ.

Η ποικιλία λειτουργεί ως παράγοντας πρόσληψης της ματιάς του επισκέπτη με στόχο την αιχμαλώτιση στη ροή της έκθεσης. Μιλάμε για μια άρτια μελετημένη έκθεση με πλούσιο υλικό και ισορροπία μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Σημεία που τραβούν την προσοχή είναι σίγουρα η εγκατάσταση της Κατερίνας Ζαχαροπούλου «Ο μπουφές της Ρόζας» που αφορά στη Ρόζα Εσκενάζυ, παρουσιάζοντας προσωπικές οικογενειακές ιστορίες και μνήμες. Διεγείρει μνημες του επισκέπτη και καθηλώνει λειτουργώντας ως συγκινησιακό στοιχείο στο σύνολο της έκθεσης.

Λάμπρος Ορφανός, Μπουζούκια, Χαλκογραφία Burin, 26.6 x 19 εκ., Συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων

Στοιχείο που σίγουρα σοκάρει είναι το βίντεο του Γιάννη Βαρελά με τίτλο Dreamer και λειτουργεί ως αλληγορία για τη διαδικασία της δημιουργίας, αποτύπωσης και ενδοσκόπησης. Πρόκειται για ένα έργο που σε ταράζει. Κρυμμένο σε ένα σημείο πίσω από ένα τοίχο στο τέλος της έκθεσης, εκεί που όλη η έκθεση χτίζει μια συνθήκη τρυφερής προσέγγισης, ηρεμίας και χαλαρότητας, ξαφνικά εμφανίζεται. Σίγουρα φαινομενικά αταίριαστο στοιχείο σε μια τέτοια αναδρομική έκθεση και στην ατμόσφαιρα που ήθελε να φτιάξει. Ή μήπως και όχι; Σε κάνει να αναρωτιέσαι και παρόλο που προσωπικά δεν μου άρεσε (σε αντίθεση με το βίντεο του Βολανάκη που λάτρεψα) γιατί δεν μου ταίριαξε σε μια έκθεση σαν αυτή, είμαστε εδώ τώρα και το συζητάμε. Άρα ίσως να πέτυχε και τον σκοπό του.

Adonis Volanakis, A greek dance after Matisse, 2022

Και οι δυο μας σε μια βάρκα
αν θέλεις αν θέλεις ναζιάρα μου
αν θέλεις και οι δυο μας σε μια βάρκα
αν θέλεις αν θέλεις τσαχπίνα μου
αν θέλεις μες στην θάλασσα με το φεγγάρι
αν θέλεις κουκλάρα μου
αν θέλεις ναζιάρα μου αν θέλεις
μες στην θάλασσα με το φεγγάρι
αν θέλεις τσαχπίνα μου
αν θέλεις κουκλίτσα μου
αν θέλεις
Αχ απόψε αν θέλεις όλα θα γίνουνε !

Ρόζα Εσκενάζυ, Απόψε αν θέλεις

Νίκος Παπαδόπουλος, Του βοτανικού ο Μάγκας, 2021, μεταλλικές κλωστές σε μαύρο φύλλο αλουμινίου, 33,1×60εκ. Cοurtesy Crux Galerie, Athens

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η συνεύρεση της Μαρίας Κάλλας με τη Σωτηρία Μπέλλου όταν στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Ολύμπια, παράλληλα με την έκθεση με φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα της Μαρίας Κάλλας, παρουσιάζεται μια προθήκη με δίσκους και προσωπικά αντικείμενα της Σωτηρίας Μπέλλου. Αυτός ο διάλογος αποδεικνύει τη μεγαλειότητα και την αξία όλων των ειδών μουσικής.

Πρόκειται για μια έκθεση ωδή στο ρεμπέτικο τραγούδι, στους ρεμπέτες και τις ρεμπέτισσες. Ωδή σε κάθε τι περιθωριοποιημένο, σε κάθε τι που η κοινωνία κάνει στην άκρη με σκληρότητα και απαξίωση. Μιλάει για μια περίοδο της Ελλάδας που δεν απέχει καθόλου από την περίοδο που διανύουμε σήμερα απλά έχουν αλλάξει οι συντελεστές που καθορίζουν το αύριο μας. Μια έκθεση καθόλα απολαυστική, μελετημένη, γεμάτη μεράκι και ψυχή.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΠΑΣΙΜΑΤΑ, 2016, ακρυλικό σε καμβά, 50x100cm

Γιατί τι είναι τελικά το ρεμπέτικο; «Η πολυτέλεια του ελάχιστου ως ένα ιδιόμορφο υπαρξιακό, μουσικό χειρουργείο», όπως λέει και ο Δημήτρης Μεράτζας  ή «…είναι ο τρόπος να κατοικείς τον κόσμο, να τον ανασαίνεις. Λιτότητα, κράτημα και συνήθως μια απεύθυνση….Μπροστά σε αυτή την άβυσσο κάποιοι – όπως κάποτε ο Τσαρούχης – βγάζουν, δημοσίως, φτερά και χορεύουν ζεϊμπέκικο», όπως λέει η Νίκη Γιάνναρη;

Το ρεμπέτικο είναι, όπως αναφέρει υπέροχα και ο Γιώργος Κόντης: «Ένα ξέσπασμα, μουσικό, σχεδόν σαν κραυγή που στέκεται ή μάλλον ακροβατεί πάνω σε μια τομή ιστορικά, στον χώρο και τον χρόνο». Μια κραυγή λοιπόν στο σήμερα και στο αύριο που νοτίζει από υπερπληροφόρηση. Για να μας θυμίσει την απλότητα του παρελθόντος που αναζητά μια θέση στο αύριο.

Μια ανάγκη για παύση και ανάσα, εκεί που αρχίζει και τελειώνει ο γαλήνιος ήχος από αυτό το μπουζουκάκι. Αυτό που αγγίζει τις χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Όπως ακριβώς αναφέρει και ο Ηλίας Παπαηλιάκης: «Κάθε φορά που ακούω ένα ρεμπέτικο τραγούδι, μεγαλώνει ο κόσμος.»

Αγγελος Παπαδημητρίου, Η φωνή της Ρίτας Αραμπατζή

Info έκθεσης:

Ρεμπέτικο | Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων, Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.