GREECE 2.0.0 + 3 = 203 Χρόνια Επιτυχίες

Τα σουξέ που μας δίδαξαν, τα σουξέ που βιώσαμε και τα σουξέ που μας έτσουξαν την ανοιχτή πληγής της εθνικής υπερηφάνειας μας ως Νεοέλληνες. Μια προσπάθεια αναντιστοιχίας της ποίησης της Επανάστασης του 1821 και της επαναστατικής ποίησης σύγχρονων Ελλήνων σε μια μετασχολική εορτή του παραλόγου

Θυμάστε τα ποιήματα που μαθαίναμε για τις σχολικές εορτές; Που πολεμούσαν οι γονείς μας σπίτι προσπαθώντας να τα απομνημονεύσουμε επαναλαμβάνοντάς τα πολλές φορές. Που άτσαλα τα αποδίδαμε συνήθως φωναχτά. Άλλα παιδιά τα λέγανε με μια ανάσα, άλλα με ξεψυχησμένη φωνή, άλλα με τη βοήθεια μιας φωνής να τους θυμίζει τα λόγια. Άλλα ανέβαιναν στη σκηνή και δεν τα λέγανε καθόλου κι άλλα που απ’ τον φόβο τους κατουριόντουσαν πάνω τους. Όλοι όμως αυτά τα παιδιά τα χειροκροτούσαν για να τα στηρίξουν ηθικά, για να τους δώσουν δύναμη να συνεχίσουν και τις βάσεις, ίσως, κι αυτά μελλοντικά να επαναστατήσουν.

Φανταστείτε τι σχολική εορτή διδακτική για όλους μας θα στήναμε, αν κοιτούσαμε κατάματα τον καθρέφτη της κοινωνίας μας. Αν πετούσαμε από πάνω μας άμφια, μάρμαρα, σημαίες, εθνικά σύμβολα και εθνικισμούς, έτσι αποδεχόμενοι την ηθική κατάπτωση που όλοι μαζί βιώνουμε κι ανεβαίναμε ένας ένας πάνω στη σκηνή για να απαγγείλουμε τον πόνο που μας προκαλεί στην ψυχή το να ζεις στην Ελλάδα του σήμερα.

Βγαίνεις στη σκηνή παιδί αθώο κραδαίνοντας τη γαλανόλευκη και ξεστομίζεις με σθένος τον Θούριο του Ρήγα Φερραίου:

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά. (…)

 

Μα ενήλικας τραγουδάς τα Μαλαματένια Λόγια του Μάνου Ελευθερίου κι ανατριχιάζεις:

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά (…)

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς

 

Σοβαρό και με βαριά φωνή αποδίδεις ως παιδί τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονύσιου Σολωμού:

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

 

 

Μ’ ένα ποτό κι ένα τσιγάρο στο χέρι παραπονιάρικα ως ενήλικας το Μάνα Μου Ελλάς του Νίκου Γκάτσου κάποια νύχτα τραγουδάς:

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.

 

Ντυμένος τσολιάς αποκαμωμένος υποδύεσαι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη τον Δήμο και το Καριοφίλι του:

Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω. (…)

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.

 

 

Κι έρχεται σε έκτακτη εμφάνιση ο παιδικός μας ήρωας ο Διονύσης ο Σαββόπουλος με την κιθάρα του και σου ψέλνει το Δημοσθένους Λέξις του:

Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θα `ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή

Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου
θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί
μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν

Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό
χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά στην πύλη θα σταθώ.

 

Ένας θίασος παιδιών τώρα στη σημαιοστολισμένη μας σκηνή να ζωντανέψει Το παραδοσιακό Της Δέσπως Μπότση:

-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;

-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.

Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.

Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».

Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

 

Μα ανοίγει ένας ενήλικας το ραδιόφωνο κι ακούγεται ανάμεσα σε παράσιτα των συχνοτήτων ο Μανώλης Ρασούλης με το Αχ Ελλάδα του:

Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
Και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
Εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
Σάμπως φταις κι εσύ καημένη
Και στην αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Και βαθιά σ’ ευχαριστώ
Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
Να πεθαίνω όπου πατώ
Και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
Πριν λαλήσεις πετεινό
Δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
Μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
Σαν το νόθο με πετάς
Μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Η πιο γλυκιά πατρίδα
Είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
Που τ’ άγια χώματα της
Πόνος και χαρά

Κάθε ένας είναι ένας
Που σύνορο πονά

Κι εγώ είμαι ένας κανένας
Που σας σεργιανά

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Και βαθιά σ’ ευχαριστώ
Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
Να πεθαίνω όπου πατώ
Και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
Πριν λαλήσεις πετεινό
Δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
Μ’ εκβιάζεις μου κολλάσ
Σαν το νόθο με πετάς
Μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.


Σβήνει απόκοσμα ο ήχος του ραδιοφώνου όπως παλιά ακουγόταν η σύνδεση του ρούτερ καθώς προσπαθούσε να συνδεθεί με το δίκτυο του ίντερνετ και στη σκηνή κατεβαίνει ένα πανί που πάνω του προβάλλεται σαν ταινία φουστανέλας το παραδοσιακό για τον Αθανάσιο Διάκο:

(…) Κι’ ο Ομέρ-Βριγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λέει:
– Διάκο, Τούρκος δε γένεσαι, πασά για να σε κάνω;
– Τι λες, μωρέ βρωμόσκυλο, τι λες, μωρέ μουρτάτη;
εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θέλα πεθάνω.

Τότε τον βάλαν στο σουγλί και παν να τόνε ψήσουν,
κι’ ο Διάκος ετραγούδαγε της άνοιξης τραγούδι:

– Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα το Μάη, την άνοιξη, π’ ανοίγουν τα λουλούδια!

 

Τα παιδιά αυτά πηδάνε αγριεμένα με τις ορμόνες της εφηβείας απ’ το πανί κάνοντας ένα άλμα στον χωροχρόνο τραγουδούν θυμωμένα με συναυλιακό πάθος τους στίχους του Γιάννη Αγγελάκα:

Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω
και πως ο κόσμος είν’ ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.

Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω
και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.

Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι
και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ’ ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.

Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.

Μα εγώ μ’ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ

Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

 

Η σουρεαλιστική αυτή σχολική εορτή έρχεται στο τέλος της με το ομώνυμο ποίημα 25η Μαρτίου κι όλα εμάς τα παιδιά επί σκηνής σαν μια φωνή σε απόλυτο συγχρονισμό χαμογελαστά ν’ απαγγέλουμε:

Πατρίδα μου τρισένδοξη, μάνα λεβεντογέννα,
σήμερα που γιορτάζουμε ως κάθε σου μεριά,
θυμίζεις σε όλα τα παιδιά τ’ άφθαστο εικοσιένα,
την Άγια Λαύρα, τον ραγιά, τον γέρο του Μωριά.

Σαν σήμερα πατρίδα μας, πήρες το καριοφύλλι
κι η λευτεριά στο χώμα σου θρονιάστηκε ξανά,
οι εχθροί με μιας ετρόμαξαν, σε θαύμασαν οι φίλοι
και με το φως σου έλαμψαν θάλασσες και βουνά!

Οι θάλασσες σου έγιναν καινούρια Σαλαμίνα
και Θερμοπύλες έγινεν η κάθε σου στεριά,
μα απ’ την ηρώων τα κορμιά, στα χρόνια σου εκείνα
ξεπρόβαλε πανέμορφη ξανά η Λευτεριά.

Και έμεινες αδούλωτη κι αθάνατη μας χώρα,
πιστή μπρος στην πανάρχαια βαριά κληρονομιά,
και χαίρεσαι τα τέκνα σου και βασιλεύεις τώρα
κι είν’ υπερήφανη για σε η νέα σου γενιά!

 

 

Είχε όμως πετυχεσιά η εορτή, όρθιοι όλοι να καταχειροκροτούν με δάκρυα στα μάτια. Πρέπει να κάνουμε ανκόρ της εθνικής αυτής επετείου σε μια Ελλάδα που πεθαίνει ως χώρα λόγω υπογεννητικότητας, υποεκπαιδευτικότητας, υποδικαιοσύνης και όλα γενικά να λειτουργούν στο υπό, στο παρά, στο από τύχη. Ακριβώς σαν το Ζάρι που κυλιέται και εξάρες δεν φέρνει για όλους εμάς που ευχόμαστε άλλο πόνο μην μας φέρει μακάρι το να είσαι Έλληνας αυτόχθονας ιθαγενής. Επέλεξα με τόλμη να πάρω την ευθύνη και να κλείσω το ανκόρ αυτό με κίνδυνο να λιντσαριστώ με τους στίχους της Kangela Tromokratisch απ’ το Αι μωρή!:

Σε ενοχλεί που ‘μαι πουστάρα; Ξεφτιλισμένη αδερφάρα;
Παλιοματσίλα, βαρβατίλα! Σεξίσταρε μες τη σαπίλα!
Που θες να καλιαρντέψεις, που τα παιδιά σου θα παντρέψεις!
Ετεροκανονικούλα! Κακομοίρη νοικοκυρούλα!

Είμαι η Καγγέλα, και σας γλείφω τη μασέλα
Σας κολλάω σαλμονάλλα, και με θέλετε με τρέλα!

Που θα μου πεις πόσο θα φάω, και τα κιλά μου να μετράω!
Είμαι χοντρέλα και μ’ αρέσει! Εσένανε ποιος θα σε χέσει;
Που θα μου πεις τι θα φορέσω, χέστηκα κι άμα δε σ’ αρέσω!
Κοίτα τα χάλια σου Κατίνα! Κλειδώσου μέσα στην κουζίνα!

Είμαι η Καγγέλα……

Που θέλεις η Μακεδονία να είναι μονο Ελληνική!
Παλιοφασίστα τσοκαρία! Βρε αστοδιόολο μωρή!
Που μας σκοτώνεις κάθε μέρα, ενώ κυλιέσαι μεστη λέρα!
Τα κουήρια ήρθανε να μείνουν! Τα κουήρια πήρανε αέρα!

Είμαστε Καγγέλα! Και σας φτύνουμε με τρέλα!
Με τακούνια και καούκες, θα σας βγάλουμε μπιέλα!

Είμαστε Καγγέλα!


Το κοινό άδειασε την αίθουσα, μουδιασμένο μένουν άδειες οι καρέκλες και μια σκηνή γιομάτη σημαίες. Οι γονείς πήρανε τα παιδιά να τα πάνε να δούνε την παρέλαση, κατόπιν να φάνε τον μπακαλιάρο τους και τη σκορδαλιά τους. Οι Έλληνες εορτάσανε ξανά, παρελάσανε με υψηλό εθνικό φρόνημα ίσαμε την επόμενη Εθνική Τραγωδία που θα τους βρει. Γιατί στην Ελλάδα κάθε μέρα φαντάζει σαν εθνική εορτή.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.