Ένα καθόλου φτωχό θέαμα

Η Φτωχούλα του Θεού είναι μια «πλούσια» παράσταση με μπερδεμένα αποτελέσματα

Kείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Το να έρχεσαι σε επαφή ως θεατής με ένα καινούριο, άπαιχτο ως τώρα και αδημοσίευτο, έργο έχει τη γοητεία (αλλά και το ζόρι) του, καθώς προσέρχεσαι στο θέατρο χωρίς καμία ιδέα για το τι σε περιμένει και καλείσαι χωρίς κανένα background να αποκωδικοποιήσεις έναν άγνωστο κόσμο. Σε αυτή τη συνθήκη βρεθήκαμε παρακολουθώντας το νέο έργο της Ελένης Γκασούκα Η φτωχούλα του Θεού. Μάλιστα, μην έχοντας δει καμία από τις προηγούμενες δουλειές της (Φουρκέτα, Ήρωες), πήγαμε στο θέατρο Χυτήριο ολοκληρωτικά «αθώοι» ως θεατές.

Εκεί, επί δύο ώρες, δεχτήκαμε έναν καταιγισμό εικόνων, ακουσμάτων, μηνυμάτων και στόχων, έτσι δοσμένων που κάνουν δύσκολη τη συγγραφή του παρόντος σημειώματος. Αυτή η δυσκολία δεν προκύπτει από κάποιον εγκεφαλικό «γλωσσοδέτη» που μας προκάλεσε ένα πολύπλοκο αλλά ερεθιστικό έργο, αλλά από την υπερπληθώρα των προθέσεων που έβαλε στο έργο της η Γκασούκα και που μας άφησαν τελικά με την απορία τι ήθελε να (πρωτο)πει γράφοντάς το.

Τι να πρωτοκαταθέσουμε στο χαρτί; Το μελοδραματικό νήμα του έργου που μας διηγείται την ιστορία της Δέσποινας, που μεγαλώνει μόνη της το παιδί που έκανε με τον Σήφη, γιατί αυτός την εγκατέλειψε αμέσως μετά τη γέννα όταν είδε ότι το παιδί είναι μαύρο, παρά την επιμονή της Δέσποινας ότι είναι δικό του;
Το παράλληλο επίπεδο που αναφέρεται, σατιρικά κυρίως, στην καλλιτεχνική πιάτσα, όπως εκφράζεται στον αγώνα της Δέσποινας να γίνει ηθοποιός γυρνώντας μάταια από οντισιόν σε οντισιόν και στην τύχη του ζωγράφου Σήφη, που βρίσκει τελικά πελατολόγιο για τους «ντανταϊκούς» πίνακές του σε επαρχιακό πανηγύρι;
Το μήνυμα του έργου που θέλει να εμφυσήσει την πίστη στον Άνθρωπο και στην προσωπική αλήθεια που κουβαλάει ο καθένας (ο τίτλος λειτουργεί ως φιλόδοξη αντίστοιξη με τον Φτωχούλη του Θεού, όπου ο Καζαντζάκης μιλάει για την πίστη στον Θεό) και το «αίτημα» για την αποδοχή της διαφορετικότητας που προσωποποιείται στην ξαδέρφη της Δέσποινας, την Ηλέκτρα που πριν την αλλαγή φύλου ήταν ο Ορέστης;
Την αυτοαναφορικότητα του έργου, που εντάσσει στους ήρωές του έναν βουβό ρόλο, αυτόν της Συγγραφέα, που βρίσκεται διαρκώς παρούσα επί σκηνής και μας κάνει μέτοχους στη συγγραφική διαδικασία, καθοδηγώντας τους ήρωες και παρεμβαίνοντας στη δράση;
Τον επιθωρησιακό χαρακτήρα του, με την παρεμβολή μουσικοχορευτικών σχολιασμών/ιντερμεδίων και χιουμοριστικών σχολίων από την επικαιρότητα;

Εμείς δεν θα φανούμε τόσο αυστηροί όσο η ίδια η συγγραφέας που, αυτοσαρκάζοντας την αγωνία της, αναρωτήθηκε μέσω της Δέσποινας: «ωραία χορεύεις, το γράψιμο τι το ήθελες;» Το έργο διαθέτει πλεονεκτήματα, με κυριότερα την αμεσότητα, το έξυπνο χιούμορ σε σημεία και το ενδοθεατρικό παιχνίδι – επίσης, διαφαίνεται η προσπάθεια της Γκασούκα «να πει κάτι», η ειλικρίνεια των προθέσεών της και μία, αφοπλιστική θα μπορούσαμε να πούμε, αγωνία για το αποτέλεσμα.

Αυτό που λείπει κυρίως, όμως, είναι η προσήλωση σε έναν συγκεκριμένο στόχο και η ικανότητα να δεθούν τα επιμέρους στοιχεία σε ένα συνεπές αποτέλεσμα. Το έργο καταπιάνεται με πολλά και καταλήγει να είναι ένα κουβάρι θεμάτων και αισθητικών μοτίβων, που αναγκάζουν τον θεατή να κάνει τη δραματουργική δουλειά που δεν έκανε η συγγραφέας: να «χτενίσει» το έργο, αφαιρώντας τα περιττά και συνδέοντας τα υπόλοιπα σε έναν άξονα. Απούσης αυτής της εργασίας, οι προθέσεις μένουν μετέωρες και, το κυριότερο, ο πυρήνας του έργου καπελώνεται και αυτό που μένει είναι μία κωμωδία επιθεωρησιακής μορφής, όπου, κάπου μεταξύ τραγουδιού, χορού και (επίκαιρης) παρωδίας, ακούμε και κάτι για μια ιστορία που μας «διδάσκει» να πιστέψουμε στον άνθρωπο.

Η ανολοκλήρωση των προθέσεων υπονομεύει τον αυτοσαρκασμό και την αγωνία της Γκασούκα, που ανοίγει το έργο με τη Συγγραφέα να «απολογείται» στο κοινό για το «φτωχό» της έργο, καλώντας τους να το δουν με επιείκεια: αν στην πορεία της παράστασης διαπιστώναμε την ύπαρξη ενός πραγματικά ευφυούς έργου, ο αυτοσαρκασμός της συγγραφέως θα αποδεικνύονταν ευρηματικά ειρωνικός. Τώρα, δυστυχώς καλούμαστε να τον ερμηνεύσουμε στην κυριολεξία του και να δούμε με επιείκεια ένα έργο καλών προθέσεων, αλλά μέτριων αποτελεσμάτων.

Ενδεχομένως, ένας άλλος σκηνοθέτης, λειτουργώντας ως «εξωτερικός» παράγοντας, να έκανε την δουλειά που χρειάζεται το έργο, να φώτιζε περισσότερο τους χαρακτήρες, να ισορροπούσε την ανισομέρεια μεταξύ της σάτιρας και της «σοβαρής» υπόθεσης και να στηριζόταν περισσότερο στο βασικό ατού του, δηλαδή στο παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας. Αναμενόμενα όμως η Γκασούκα σκηνοθετώντας το έργο της, ακολούθησε τη γραμμή που η ίδια δημιούργησε και η παράσταση αναπαράγει επακριβώς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του έργου.

Σίγουρα η παράσταση έχει την αξία της, λειτουργεί όμως περισσότερο ως διασκεδαστικό θέαμα επιθεωρησιακού τύπου. Οι καλές προθέσεις διαφαίνονται, όμως δεν ολοκληρώνονται και έτσι έχουμε μπλεγμένες επί σκηνής τις θεματικές και αισθητικές συνιστώσες του έργου, δοσμένες πάντως με αμεσότητα και ταλέντο από τους ηθοποιούς, από τους οποίους ξεχωρίζουν οι Σοφία Σεϊρλή (Θεία), Μυρτώ Αλικάκη (Δέσποινα) και Χρήστος Σαπουντζής (Σήφης).

 

H Φτωχούλα του Θεού παίζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο Χυτήριο.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.