Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τα φαντάσματα του γραφείου του και με μια «περιέργεια που μετατρέπεται σε ανησυχία» ξεκινά την περιπλάνησή του στους δρόμους της Αθήνας. Μιας Αθήνας αφημένης στην τύχη της, με ανθρώπους- επίσης φαντάσματα, ανθρώπους-σκιές, αστέγους που κατοικούν σε στοές, πάρκα, μετρό, οντότητες των οποίων ο ιδιωτικός χώρος έχει μετατραπεί σε δημόσιο. Βλέμματα φευγαλέα, που δεν στέκονται πάνω σου, αλλά σε αναγκάζουν να σταθείς εσύ σε αυτά. Σκηνές από πορείες και διαμαρτυρίες στο κέντρο της Αθήνας, ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, ζευγάρια που ερωτοτροπούν στις σκάλες του υπόγειου. Ποιος είναι ο βέβηλος και ποιος αξίζει να βεβηλωθεί, αναρωτιέται ο αφηγητής. Όταν οι ήρωες έχουν εγκαταλείψει την πόλη, μήπως έχουν μείνει πλέον οι λάθος ήρωες; Μήπως η ελευθερία, χωρίς τη συνείδηση που μας δένει, είναι επικίνδυνη;
Πρόκειται για μια πρώτη γεύση από τον κινηματογραφικό “Φακό στο στόμα” που έδωσαν στο Exile Room πριν λίγες μέρες ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος και ο σκηνοθέτης Γιάννης Μισουρίδης. Αφετηρία για τα γυρίσματα στάθηκε το ομότιτλο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου (εκδόσεις Πόλις, 2012) που απέσπασε το βραβείο Laure-Bataillon 2013 ως το καλύτερο έργο πεζογραφίας που έχει μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα. Ο στόχος της εικοσάλεπτης προβολής στους καλεσμένους γνωστούς και φίλους ήταν να μας παρουσιάσουν τη μέχρι σήμερα δουλειά τους, εν είδει work in progress, και να ζητήσουν τα σχόλια και τις παρατηρήσεις μας. Δεν έχει κανείς συχνά την τύχη να βρίσκεται κοινωνός στη διαμόρφωση ενός καλλιτεχνικού έργου. Κι επειδή ακριβώς δεν είναι κάτι πολύ συνηθισμένο και ίσως μάλιστα προκαλεί αμηχανία, οι περισσότεροι διυλίζαμε τον κώνωπα, ψάχνοντας να βρούμε τη λεπτομέρεια της λεπτομέρειας που θα μπορούσε να βελτιώσει ή να αλλάξει κάτι, που ήδη ήταν πάρα πολύ καλό.
Η ταινία έχει στοιχεία δοκιμίου, χρονικού, ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Χτίζεται από την ίδια την πόλη και είναι σε διαρκή αναδιαπραγμάτευση, μας λένε οι δημιουργοί. Μια αληθινή περιπλάνηση που έχει διαρκέσει ήδη δύο χρόνια, σε συνθήκες που διαρκώς μεταβάλλονται και μια διαδρομή που ποτέ δεν παγιοποιείται. Λειτουργεί σαν ένα patchwork, ένα παζλ με θεματικές που επικοινωνούν μεταξύ τους, όπως η πόλη, ο έρωτας, η πολιτική και που συνδέονται όχι τόσο μέσω της λογικής, αλλά των εντυπώσεων και των συναισθημάτων.
Η περιπλάνηση δεν είναι άσκοπη. Ο συγγραφέας-ήρωας αναζητά ένα πρόσωπο της πόλης, την Αράχνη, που αφήνει τα σημάδια του εκεί που περνά. Τελικός όμως στόχος των δημιουργών είναι να καταστρατηγηθεί αυτή η εξωτερική παρατήρηση του ήρωα που αποφεύγει την συναισθηματική εμπλοκή και ταύτιση με ό,τι παρατηρεί, να διαρραγεί το όριο και να τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με συνθήκες που μπορεί να τον απειλούν.
Οι δημιουργοί γνωρίζουν καλά ότι η Αθήνα και οι πληγές της δεν είναι ένα θέμα που κινηματογραφείται για πρώτη φορά. Είναι όμως ένα στοίχημα, το πώς θα ειπωθεί μια ιστορία που παράλληλα θα μιλήσει και στο κοινό. Με μια πολύ καλή κινηματογράφηση και εξαιρετικά πλάνα, μουσική και έντονη συνειρμική αφήγηση, νομίζω ότι το στοίχημα κερδίζεται.