«Επιστροφή στη Σεούλ» του Νταβί Τσου: Μπορώ να είμαι κι από μόνη μου έτσι

Σε ένα σκάρτο δίωρο

Η Φρέντι πάει να κλείσει δωμάτιο σε ένα ξενώνα στη Σεούλ. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν είναι απορροφημένη από το τραγούδι που ακούει στα ακουστικά της. Η Φρέντι είναι είκοσι πέντε ετών, η κοπέλα μάλλον ακόμη μικρότερη. Η Φρέντι της ζητάει να ακούσει κι εκείνη το τραγούδι, βάζει τα ακουστικά στα αυτιά της, είναι υπέρ του να μοιράζεσαι τις εμπειρίες. Όταν δίνει την ταυτότητά της στην κοπέλα για να γράψει τα στοιχεία της, εκείνη βλέπει με έκπληξη ότι η Φρέντι είναι Γαλλίδα, παρά το εμφανώς κορεατικό παρουσιαστικό της. 

Το βράδυ σε ένα μπαρ η Φρέντι ενώνει τρεις άσχετες μεταξύ τους παρέες νεαρών ανδρών και γυναικών σε μία. Τις ενώνει χωρίς καμία προφανή αφορμή και χωρίς καμία προφανή αιτία, εκτός ίσως από την προφανέστερη όλων: είναι όλοι τους νέοι και έχουν βγει να διασκεδάσουν, γιατί να κάθονται χώρια, γιατί να μην πιουν όλοι μαζί, γιατί να μην προκύψει κι ό,τι άλλο μπορεί να προκύψει, ποιος άραγε ο λόγος να ντρέπεσαι, να φοβάσαι και να μην μοιράζεσαι;    

Η Φρέντι ήρθε στη Σεούλ, ενώ είχε πει στους γονείς της ότι θα πήγαινε στο Τόκιο. Είχαν συμφωνήσει από παλιά ότι αν ποτέ της ερχόταν η επιθυμία να ταξιδέψει στην Κορέα, θα πήγαιναν μαζί. Η Φρέντι θα ψάξει να βρει τους βιολογικούς της γονείς, υπάρχουν ειδικά κέντρα υιοθεσίας με φακέλους για κάθε υπόθεση, το φαινόμενο των διεθνών υιοθεσιών από τη Νότιο Κορέα προς τη Δύση ήταν πολύ διαδεδομένο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. 

Κι όσο κι αν η «Επιστροφή στη Σεούλ» θα κινηθεί αρκετά στην τροχιά του ζητήματος της ανεύρεσης των βιολογικών της γονιών, κατά τη γνώμη μου δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που θέλει να εστιάσει εκεί. Θέλει να εστιάσει στην ίδια τη Φρέντι, την οποία θα συναντήσουμε εκτός από την αρχική, σε τρεις ακόμη περιόδους της ζωής της, μέχρι τα τριακοστά τρίτα της γενέθλια. Νομίζω δηλαδή πως ο στόχος του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Νταβί Τσου δεν είναι να εξηγηθεί η συνολικότερη συμπεριφορά της Φρέντι με βάση τη σχέση της με τους βιολογικούς της γονείς, ή με το τι ταυτοτικές αναταράξεις μπορεί να της έχει δημιουργήσει το γεγονός ότι μεγάλωσε ως παιδί με ασιατικά χαρακτηριστικά υιοθετημένο από γονείς με ευρωπαϊκά στη Γαλλία. Αν η Φρέντι είναι μπερδεμένη, αντιφατική, σκληρή, λυπημένη, αλλόκοτη, μπορεί κάλλιστα να είναι κι από μόνη της. Ή, γιατί όχι, κι από τη σχέση της με τους θετούς της γονείς, την οποία πρακτικά δεν παρακολουθούμε παρά ελάχιστα και πλαγίως.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν κάνω λάθος ως προς την εκτίμησή μου για το κέντρο βάρους της «Επιστροφής στη Σεούλ» και τη σημασία που θέλει να δώσει ο Τσου στο ζήτημα της υιοθεσίας και των βιολογικών γονέων, φεύγοντας από την εκτίμηση των προθέσεων και πηγαίνοντας στην αποτίμηση των αποτελεσμάτων, σε μια ταινία που συνολικά μου άρεσε πολύ, προτιμώ πολύ περισσότερο τα κομμάτια της που μας δείχνουν τη Φρέντι μόνη της, χωρίς γονείς. Η ίδια ως ηρωίδα είναι ακατάτακτη και απρόβλεπτη, παρασύροντας μαζί της την ταινία που γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα σε αυτά της τα σημεία, από τα κομμάτια που επικεντρώνονται τους γονείς, τα οποία είναι πιο συμβατικά και προβλέψιμα.

Ας υποθέσουμε ότι οι γονείς σου σε έδωσαν για υιοθεσία όταν ήσουν μωρό και δεν είχες οποιαδήποτε επαφή μαζί τους ως τα είκοσι πέντε σου. Αν ο ένας τους δεν θέλει να σε συναντήσει, αυτό τι αντανακλά άραγε πάνω σε σένα; Σε ξέρει, σε έμαθε, πρόλαβε να σε αντιπαθήσει σε κάτι, να ψυχρανθεί ή πικραθεί από σένα, έχει να σου καταλογίσει κάτι ή να καταλογίσεις εσύ στον εαυτό σου; Δεν θα έπρεπε κανονικά τα βασικά σου θέματά να αφορούν τη σχέση σου με τη μητέρα σου και τον πατέρα σου, ήτοι τη θετή σου μητέρα και τον θετό σου πατέρα; Δεν είναι εντελώς σαφές ότι το θέμα που έχει ο βιολογικός γονέας που είναι διστακτικός στο να σε δει, είναι όλο, μα όλο, μα όλο δικό του κι ότι αν μη τι άλλο δεν θα έπρεπε να το χρεώνεσαι μέσα σου; Να μην το εισπράττεις ως απόρριψη ή ως πληγή, αλλά μόνο ως απόδειξη ότι είτε ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι εντελώς απάλευτος παρτάκιας, είτε ίσως και το αντίθετο, πως του είναι εντελώς δυσβάσταχτο αυτό που έκανε και τώρα δεν αντέχει να το αντιμετωπίσει, πάντως είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη το ζήτημα αφορά εκείνον και μόνο;

Ή αν ο άλλος γονιός, όχι μόνο σε θέλει, αλλά τον έχουν φάει τόσο οι τύψεις που προσπαθεί να επανορθώσει και ζητά πια τα πάντα από σένα, πάλι δεν είναι εντελώς σαφές ότι οι τύψεις του και μαζί η επιθυμία του δεν αφορούν μια σχέση; Ότι αφορούν τον ίδιο και μόνο, ότι δεν αφορούν εσένα αλλά αυτό που αντιπροσωπεύεις, το μωρό που έδωσε για υιοθεσία και το συνειδησιακό βάρος που κουβαλούσε έκτοτε; Ότι εν πάση περιπτώσει σχέση που να αφορά εσένα ως εσένα και εκείνον ως εκείνον, καλή, κακή ή ανάμικτη, στην πραγματικότητα αρχίζει να δημιουργείται από τότε που συναντιέστε; 

Δεν ισχυρίζομαι ότι η φάση βιολογικοί γονείς μπορεί να είναι ποτέ ασήμαντη ή να μην σε τσιγκλάει, ακόμη και σε δομικό επίπεδο. Προφανώς και δεν μπορεί να είναι ασήμαντη, δεν λειτουργούμε έτσι οι άνθρωποι. Θα ήταν όμως διαφορετικό αν είχαμε να κάνουμε με ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει σε ιδρύματα ή διαδοχικά με διάφορες ανάδοχες οικογένειες, απ’ το να έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που μεγάλωσαν με πατέρα και μητέρα, έστω και θετούς. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση, στην περίπτωση της Φρέντι, δεν έχουμε να κάνουμε με γονεϊκό κενό, αλλά υπάρχει γονεϊκή πλήρωση, η οποία, σύμφωνοι, συνοδεύεται κι από έναν σημαντικό αστερίσκο. Άλλο όμως ο αστερίσκος κι άλλο το κενό. Να αναγνωρίσουμε βέβαια ότι εδώ υπάρχει κι η πρόσθετη παράμετρος της εξωτερικής εικόνας, της γνώσης μάλλον από την αρχή ότι εσύ είσαι διαφορετική, της συνείδησης από νωρίς ότι αλλιώς είσαι εσύ κι αλλιώς οι γονείς σου, ότι αυτό που συμβαίνει με σένα δεν συμβαίνει με τους περισσότερους συμμαθητές και φίλους σου.  

Να είσαι ζευγάρι με κάποιον. Κι εκείνος να θεωρεί ότι είστε πολύ καλά μαζί. Κι ίσως να θεωρείς ακριβώς το ίδιο κι εσύ. Και να γυρνάς και να του λες στα μούτρα, στην ψύχρα, από το πουθενά ότι «Ξέρεις, βέβαια, πως ανά πάσα στιγμή μπορώ να σε σβήσω εντελώς από τη ζωή μου». Τι εκφράζεις εκείνη την ώρα, τι εξωτερικεύεις; Τον φόβο σου; Την επιθυμία σου; Απλά την αλήθεια σου; Πού λογοδοτείς δηλώνοντάς του το; Στην ελευθερία σου; Στην αυτοκαταστροφή σου; Τα βάζεις με τη σύνδεση; Τα βάζεις με τη δέσμευση; Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν σκέφτεσαι, ό,τι κι αν λαχταράς, ό,τι κι αν τρέμεις, σε τι εξυπηρετεί η τόση ισοπεδωτική σκληρότητα; Κι όταν με άλλο σου σύντροφο, σε άλλη φάση της ζωής σου, μοιράζεσαι ελεύθερα ερωτικούς παρτενέρ, ή έστω την πληροφορία ότι μοιράζεσαι άλλους ερωτικούς παρτενέρ, με τι έχουμε άραγε να κάνουμε; Με κάτι κι εδώ θλιβερό και προβληματικό; Κι αυτό το μοίρασμα αντανακλά επίσης άραγε μια έλλειψη διαθεσιμότητας για αληθινή και πλήρη σύνδεση, ή μήπως, αντίθετα, το μοίρασμα αντανακλά μια σύνδεση που δεν φοβάται την ελευθερία της επιθυμίας; 

Σκέφτομαι ότι αν είχα δει στα είκοσί μου την «Επιστροφή στη Σεούλ», ως ταινία μπορεί και τότε να μου άρεσε, την ηρωίδα της όμως θα την αντιπαθούσα όσο πιο πολύ γίνεται. Θα ήθελα να είχα τρόπο να τη ρωτήσω ευθέως γιατί φέρεται έτσι; Κι όταν δεν θα είχε να απαντήσει κάτι πειστικό, ίσως γιατί τίποτα απ΄ό,τι έλεγε δεν θα μπορούσε ποτέ να με πείσει, θα της απήγγειλα την ετυμηγορία: δεν πας καλά, έχεις πρόβλημα μεγάλο, βρες τι σου φταίει κοπέλα μου, σταμάτα να πληγώνεις και να πληγώνεσαι.

Περασμένα τα πενήντα, η Φρέντι μου φαίνεται πολύ περισσότερο κατανοητή, πολύ λιγότερο εξωτικό πουλί, είμαι πολύ περισσότερο διατεθειμένος να μην την κρίνω, να μην την θεωρήσω αξιολύπητη, να καταλάβω ότι οι επιλογές της είναι οι επιλογές της, ο τρόπος της είναι ο τρόπος της κι ότι είτε δεν έχουν τα πάντα στη ζωή μια εξήγηση, ή αν την έχουν την έχουν μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας, η οποία όμως κι αυτή κάτι θα σου δώσει ως ερμηνεία, αλλά και σε κάποια καλούπια θα προσπαθήσει να σε βάλει, τα οποία ίσως δεν ήταν ποτέ φτιαγμένα για να σε χωρέσουν.

Ο Νταβί Τσου μεγάλωσε στη Γαλλία, αλλά γεννήθηκε στην Καμπότζη. Και πρωτοεπισκέφτηκε την Καμπότζη κι αυτός σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών. Κι όταν πήγε στην Κορέα να γυρίσει προ ετών ένα ντοκιμαντέρ είχε μια φίλη Γαλλοκορεάτισσα που έψαξε τους βιολογικούς γονείς της. Άρα υπάρχει και βιωματικό υπόστρωμα, υπάρχει μια συνθήκη που του είναι πολλαπλώς οικεία, υπάρχει μια ιστορία που δεν έβγαλε ολοκληρωτικά από το μυαλό του.

Αλλά δεν είναι και το κρίσιμο αυτό – το κρίσιμο είναι ότι η ταινία του είναι γυρισμένη με ορμή, σταθερό χέρι και ταλέντο και ότι η Φρέντι είναι μια ηρωίδα που στα θραύσματα ζωής της που τη γνωρίζουμε, από τα 25 της ως τα 33 της, είναι ένας χαρακτήρας που μας ξεβολεύει. Κανείς δεν ξέρει τι πορεία θα ακολουθήσει μεγαλώνοντας κι άλλο. Κι αν δεν γυριστεί ποτέ ένα σίκουελ, ό,τι ξέρουμε για τη Φρέντι θα έχει εγκιβωτιστεί μέσα σε αυτό το σκάρτο δίωρο της «Επιστροφής στη Σεούλ». Δεν χρειάζεται όμως και περισσότερο για να μας εντυπωθεί ένας κινηματογραφικός ήρωας στο μυαλό και την καρδιά, όταν στον κόσμο της ταινίας του ζει και αναπνέει με τρόπο αληθινό. Σαν τη Φρέντι. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.