Ένα μήνυμα που στέκεται μόνο του, αυτό της Μυρσίνης Ζορμπά

Η γενναιότητα των λίγων. Ο old boy γράφει για το τελευταίο κείμενο της Μυρσίνης Ζορμπά

Η είδηση του θανάτου μιας πολύ σημαντικής προσωπικότητας όπως η Μυρσίνη Ζορμπά, πρώην Υπουργού Πολιτισμού, Ευρωβουλευτή μιας άλλης πάστας από αυτής των τελευταίων ετών, πρώτης διευθύντριας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και με πολύ πλούσιο συνολικά βιογραφικό, συνοδεύτηκε από το τελευταίο της κείμενο, το οποίο αφού το παραθέσω, θα ήθελα να σχολιάσω εν συντομία. 

«Η λέξη που ταιριάζει σε αυτόν τον σύντομο ορίζοντά μου είναι η ανυπαρξία. Δεν περιγράφεται, γιατί είναι ένας ου τόπος, ου χρόνος. Την περασμένη εβδομάδα στη συζήτηση με τον γιατρό κατάλαβα ότι διακόπτουμε τις χημειοθεραπείες, δεν είχαν αποτέλεσμα, και ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Επομένως η ανυπαρξία είναι αυτό που εκφράζει καλύτερα, που διατυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που έρχεται.

Βέβαια όλο το διάστημα, εδώ και έναν χρόνο, μέσα από τη συμπίεση, που διαρκώς μεγαλώνει, τον χρόνο που η κλεψύδρα του αδειάζει, διογκώνεται ο φόβος, που στην αρχή είχε μερικές χαραμάδες, κάποιες ελπίδες, μερικά ίσως πιθανόν, και σιγά σιγά ο φόβος καταλαμβάνει όλον τον υπάρχοντα χρόνο και είναι τόσο απόλυτος που πια δεν φοβάσαι, γιατί δεν υπάρχει μέσα σε αυτό κάτι που να κινείται, να έχει μία ροή. Υπάρχει μόνο αυτό που ζεις και που από τη μία μεριά είναι σκοτεινό και δυσοίωνο, μια δυστοπία, από την άλλη είναι η πραγματική ζωή, αυτό το κάθε μέρα, που το επιμελείσαι, το φροντίζεις. Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ’ όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από χρόνο.

Επομένως υπάρχουν οι δύο πλευρές και η ζωή είναι αυτή που κερδίζει την καθημερινότητα, οπότε αυτός ο συμπαγής όγκος του φόβου μένει εκεί, παγωμένος και παγιωμένος και σου επιτρέπει να ζήσεις αυτό που ζεις. Πιο πέρα, σηκώνοντας το βλέμμα, η ανυπαρξία είναι το πιο ρεαλιστικό… Είναι λίγο αστείο βέβαια, καμία ανυπαρξία δεν είναι ρεαλιστική, παρά μόνο άμα τη βλέπεις απ’ έξω και εγώ τη βλέπω από πολύ κοντά πια.».

Υπάρχει κάτι εξαιρετικά ξεβολευτικό σε αυτό το μήνυμα. Για άλλους -ανάμεσα στους οποίους κι εγώ- μπορεί να είναι εντελώς γενναίο και εντελώς μη λιγόψυχο, για άλλους πάλι ενδεχομένως εντελώς απαισιόδοξο και πικρό. Από όποια οπτική γωνία όμως αν το δει κανείς, ξεβολεύει γιατί βγαίνει εκτός όλης της παρηγορητικής κλισεδιάς που επικρατεί σχεδόν πάντα, αν όχι και πάντα, τόσο στο πλησίασμα όσο και στο άγγελμα ενός θανάτου, η οποία είναι ανεξάρτητη του αν πιστεύεις στη μετά θάνατον ζωή ή όχι.

Γιατί ακόμα κι αν δεν πιστεύεις σε Αναστάσεις και παραδείσους, είναι μάλλον τεράστιος ο πειρασμός της ελπίδας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην υποκύψεις στα θέλγητρά του. Δεν χρειάζεται να την εξειδικεύσεις θρησκευτικά, δεν χρειάζεται να την εξειδικεύσεις με οποιονδήποτε τρόπο, δεν χρειάζεται καν να την ονοματίσεις κάπως, αρκεί να έχεις κάτι μέσα σου να πιαστείς, προκειμένου να μην χρειαστεί να κοιτάξεις μπροστά σου να σε περιμένει το μηδέν και το τίποτα. Γιατί ακόμα κι αν δεν ονοματίσεις το είδος της ελπίδας σου, δεν ονοματίζεις την έλλειψή της, δεν ονοματίζεις το μηδέν και το τίποτα, δεν ονοματίζεις την ανυπαρξία, ίσως στον τρόμο του πόσο μοιάζει ηχητικά με την απελπισία.  

Για αυτό και το συγκεκριμένο μήνυμα είναι τόσο διαφορετικό. Γιατί τολμά και ξεμακραίνει από κάθε είδους θρησκευτικό ή φιλοσοφικό ή ιδεολογικό μαντρί. Τολμά και στέκεται μόνο του. Έχει αρκετή παγωνιά και αρκετό σκοτάδι εκεί που στάθηκε. Δεν είναι εύκολο να πας να το συναντήσεις. Φοβάσαι. Ακόμα κι αν δεν πίστευες ποτέ, ακόμα κι αν δεν πιστεύεις πια, είναι τρομακτικό να πας σε ένα μέρος που ονοματίζεται αυτό στο οποίο όντως πιστεύεις. Δεν είναι ευχάριστο να το ακούς. Και άλλωστε αν τυχόν πήγαινες να το βρεις, τι ακριβώς θα σκόπευες να κάνεις; Να το έπιανες από το χέρι και να το παρηγορούσες; Κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον χυδαίο. Ίσως όμως ούτε καν να πήγαινες για να του κάνεις μια βαθιά υπόκλιση. Κάτι τέτοιο θα υπέκυπτε και πάλι στο αμάρτημα της γλυκερότητας. 

Είναι παντοδύναμη η τάση μας να ωραιοποιούμε. Δεν έχουμε μάθει να ζούμε έξω από τη γλυκερότητα· τουλάχιστον στο φαίνεσθαι, στην επιφάνεια, σε αυτό που μιλιέται και γράφεται και εκδηλώνεται προς τα έξω. Αλλά ίσως και σε όσα λέμε μέσα μας στον ίδιο μας τον εαυτό. Όχι μόνο στο μεταφυσικό επίπεδο, όχι μόνο στο τι υπάρχει μετά, αλλά και σε θέματα αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής, σε ηθικές μας στάσεις και συμπεριφορές, είναι πολύ πιθανό ότι πάλι μια γλυκερή, παρηγορητική και δικαιολογητική ματιά θα μας ρίξουμε. 

Το συγκεκριμένο μήνυμα επιλέγει να μην μιλήσει για ελπίδα, επιλέγει να μην αφήσει την παραμικρή χαραμάδα για το φως, επιλέγει να κοιτάξει με περιφρόνηση τη γλυκερότητα, τον εξωραϊσμό, τους ευφημισμούς, την παρηγοριά. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι το φως δεν υπάρχει προς τα μπρος, υπάρχει όμως προς τα πίσω: σε ό,τι πρόλαβε να χωρέσει και να βιωθεί ακόμα και τον τελευταίο καιρό. Επιλέγω να κοιτάζω προς το συγκεκριμένο φως, επιλέγω να πιαστώ από κάπου, το μήνυμα παραείναι γενναίο για να τολμήσω να κοιτάξω προς την κατεύθυνση στην οποία δείχνει.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.