«Ένα μακρύ Σάββατο – συζητήσεις»: Ο Τζωρτζ Στάινερ δίνει απαντήσεις για το «μακρύ Σάββατο» της ανθρώπινης ύπαρξης

Προς το τέλος της ζωής του και κατά παράβαση των συνη­θειών του, ο Τζωρτζ Στάινερ δέχτηκε να παραχωρήσει μια σειρά συνεν­τεύξεων στη διακεκριμένη Γαλλίδα δημοσιογράφο Λωρ Αντλέρ

«Το μόνο που μπορώ να πω στο τέλος της ζωής μου είναι: ”Όχι, δεν έχω καταλάβει”. Αλλά οφείλουμε να συνεχίσουμε· είμαστε οι φιλοξενούμενοι της ζωής προκειμένου να συνεχίσουμε να παλεύουμε, να προσπαθούμε να βελτιώσουμε λιγάκι τα πράγματα. Να τα κάνουμε καλύτερα. Θα γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα Κυριακή; Αμφίβολο».

Προς το τέλος της ζωής του και κατά παράβαση των συνη­θειών του, ο Τζωρτζ Στάινερ δέχτηκε να παραχωρήσει μια σειρά συνεν­τεύξεων στη διακεκριμένη Γαλλίδα δημοσιογράφο Λωρ Αντλέρ.

Οι συζητήσεις τους περιέλαβαν σχεδόν όλα τα θέματα που απασχόλησαν τον Στάινερ στη μακρόχρονη πνευματική του περιπλάνηση: τη μοίρα του εβραϊσμού, τη σημασία των κλασικών κειμένων, το μυστήριο της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Συναισθηματικός, διαυγής και χωρίς κανένα φόβο πια, ο Τζωρτζ Στάινερ μιλά για τη ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, την εξορία και τις σπουδές στην Αμερική, μέχρι τη μετακόμισή του στο Πρίνστον και κατόπιν την επιστροφή του στην Ευρώπη. Ο Στάινερ δίνει απαντήσεις, ενώ δεν παύει να θέτει ερωτήματα, συχνά προκλητικά, για το «μακρύ Σάββατο» της ανθρώπινης ύπαρξης, την ατέρμονη προσμονή, τον τρόμο της ματαιότητας και την αβέβαιη λύτρωση.

Ένα βιβλίο που διαβάζεται τόσο σαν πανόραμα ενός πνευματικού σύμπαντος και εισαγωγή στη σκέψη ενός μεγάλου στοχαστή του 20ού αιώνα, όσο και σαν επίλογος μιας ζωής αφιερωμένης στις ιδέες, στα κείμενα, στα γράμματα.

«Τη ζωή μου την καθόρισε η ιδιοφυΐα της μάνας μου ― μιας Βιεννέζας αρχοντογυναίκας. Η μητέρα μου ήταν, εννοείται, πολύγλωσση. Πέρα από τα γερμανικά, μιλούσε γαλλικά, ουγγρικά, ιταλικά, αγγλικά. Είχε μια παρανοϊκή υπερηφάνεια, μόνο που την κρατούσε για τον εαυτό της, αποκλειστικά. Διέθετε επίσης μια καταπληκτική αυτοπεποίθηση. Πρέπει να ήμουν τριών ή τεσσάρων χρονών ― δεν μπορώ να το εντοπίσω χρονικά με ακρίβεια, όμως το συγκεκριμένο επεισόδιο καθόρισε τη ζωή μου. Τα πρώτα μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα γιατί το χέρι μου ήταν σχεδόν κολλημένο πάνω στο κορμί μου. Οι θεραπείες ήταν εξαιρετικά επώδυνες, πήγαινα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Και μου λέει η μάνα μου: ”Είσαι απίστευτα τυχερός! Δεν θα πας στρατό”. Αυτή η κουβέντα άλλαξε τη ζωή μου. ”Είσαι απίστευτα τυχερός!”. Τι εκπληκτική σύλληψη… Κι επιπλέον ήταν κι αλήθεια. Μπόρεσα να ξεκινήσω τις πανεπιστημιακές σπουδές μου δύο-­τρία χρόνια νωρίτερα απ’ τους συνομηλίκους μου, οι οποίοι έπρεπε πρώτα να υπηρετήσουν τη στρατωτική τους θητεία.

Αναλογιστείτε το λίγο: μια τόσο απλή ιδέα! Απεχθάνομαι τη σημερινή θεραπευτική κουλτούρα που αναφέρεται στους ανάπηρους χρησιμοποιώντας ευφημισμούς, αυτή την κουλτούρα που λέει: ”Θα το αντιμετωπίσουμε σαν κοινωνικό πλεονέκτημα”. Ε λοιπόν, όχι: είναι πολύ δύσκολο, πολύ βαρύ, αλλά μπορεί να αποδειχθεί και εξαιρετικά βολικό. Μεγάλωσα σε μια εποχή που στα παιδιά δεν δίνανε ούτε ασπιρίνες ούτε σοκολατάκια. Υπήρχαν ήδη από εκείνο τον καιρό παπούτσια που έκλειναν με φερμουάρ ― πάναπλα. ”Όχι” μου είπε η μάνα μου. ”Θα μάθεις να δένεις τα κορδόνια σου”. Σας το ορκίζομαι: ήταν πάρα πολύ δύσκολο! Ένας άνθρωπος που έχει δύο κανονικά χέρια δεν μπορεί ίσως να το φανταστεί, αλλά θέλει απίστευτη επιδεξιότητα για να δέσεις τα κορδόνια ενός παπουτσιού. Ούρλιαζα, έκλαιγα. Αλλά μετά από έξι-εφτά μήνες, μπορούσα κι έδενα τα κορδόνια μου μόνος μου. Τότε η μάνα μου είπε: ”Μπορείς να γράφεις με το αριστερό χέρι”. Αρνήθηκα. Πήρε λοιπόν το χέρι μου και μου το κράτησε πίσω από την πλάτη μου: ”Θα μάθεις να γράφεις με το ανάπηρο χέρι. Μπορείς!”. Και μου έμαθε. Έμαθα να ζωγραφίζω πίνακες, έμαθα να σχεδιάζω με το κακό χέρι. Ήταν μια μεταφυσική της προσπάθειας. Ήταν μια μεταφυσική της θέλησης, της πειθαρχίας και, πάνω απ’ όλα, της ευτυχίας, το να το αντιμετωπίζεις όλο αυτό σαν μέγα προνόμιο. Κι αυτό το πράγμα κράτησε όλη μου τη ζωή.

Μου επέτρεψε επίσης, νομίζω, να κατανοήσω ορισμένες κατα­στάσεις, ορισμένες αγωνίες των ασθενούντων, τις οποίες είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουν οι Απόλλωνες, οι άνθρωποι που έχουν την τύχη να διαθέτουν υπέροχο σώμα και εξαίρετη υγεία. Πώς συνδέεται ο σωματικός κι ο ψυχικός πόνος με ορισμένα διανοητικά εγχειρήματα; Ακόμα δυσκολευόμαστε να τα κατανοήσουμε αυτά τα πράγματα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο Μπετόβεν ήταν κουφός, ότι ο Νίτσε υπέφερε από φριχτούς πονοκεφάλους κι ότι ο Σωκράτης ήταν κακάσχημος! Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθείς να εντοπίσεις τι έχει καταφέρει να νικήσει ο καθένας. Όταν πρωτοσυναντώ κάποιον, πάντα θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: Τι νίκησε άραγε ο άνθρωπος αυτός; Ποια ήταν η δική του νίκη ― ή η μεγάλη του ήττα;»   – Τζωρτζ Στάινερ, Ένα μακρύ Σάββατο, σελ. 11–13

Λίγα λόγια για τον Τζωρτζ Στάινερ

Ο Τζωρτζ Στάινερ (1929–2020) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι από Αυστροεβραίους γονείς. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Χάρβαρντ. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και φιλοσοφία του πολιτισμού, μεταξύ άλλων, στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Γενεύης, της Οξφόρδης και του ­Καίμπριτζ. Πέρα από τη λαμπρή ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ο Steiner υπήρξε και σθεναρός δημόσιος διανοούμενος, γράφον­τας στον Economist, και διατηρώντας τη στήλη βιβλίου του New Yorker για πάνω από 30 χρόνια.

Ασχολήθηκε με θέματα όπως η προέλευση του λόγου, η ηθική δύναμη της λογοτεχνίας και το μέλλον της αλήθειας – και μερικές φορές άσκησε ο ίδιος κριτική. «Θα ήθελα να με θυμούνται ως έναν καλό δάσκαλο της ανάγνωσης», είχε δηλώσει στο The Paris Review το 1994. 

Αναγνωρίζεται ως ένας απ’ τους σημαν­τικότερους οικουμενικούς στοχαστές των καιρών μας. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, μεταξύ άλλων: «Ο θάνατος της τραγωδίας» (Δωδώνη, 1988)· «Αξό­δευτα πάθη» (Νεφέλη, 2001)· «Οι Αντιγόνες» (Καλέντης, 2001)· «Στον πύργο του Κυανοπώγωνα» (Scripta, 2002)· «Μετά τη Βαβέλ» (Scripta, 2004)· «Νοσταλγία του απόλυτου» (Άγρα, 2007)· «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (Αντίποδες, 2015)· «Η ιδέα της Ευρώπης» (ΔΩΜΑ, 2021).

Λίγα λόγια για την Laure Adler

H Laure Adler (1950) είναι Γαλλίδα δημοσιογράφος, επιμελήτρια εκδόσεων και συγγραφέας. Διατέλεσε διευθύντρια του ραδιοφωνικού σταθμού France Culture. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα βιβλία της: «Η καθημερινή ζωή στους οίκους ανοχής της Γαλλίας: 1830-1930» (Παπαδήμας, 2000)· «Απόψε» (Διήγηση, 2002)· «Marguerite Duras: Ζωή σαν μυθιστόρημα» (Ηλέκτρα, 2004).

Το βιβλίο «Ένα μακρύ Σάββατο – συζητήσεις» σε μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.