Η σπουδαία Αμερικανίδα πεζογράφος Katherine Anne Porter είχε σχολιάσει ότι δεν της άρεσε ο όρος νουβέλα, τον έβρισκε περιττό: «Μικρό διήγημα, μεγάλο διήγημα, μικρό μυθιστόρημα και μεγάλο μυθιστόρημα αρκούν ως όροι». Ενδεχομένως να είχε δίκιο, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η νουβέλα ως όρος υφίσταται, και συχνά χρησιμοποιείται λανθασμένα.
Αναφέρω αυτά τα ολίγα περί ορολογίας απλώς επειδή το βιβλίο των εκδόσεων Οκτάνα που περιλαμβάνει τα δύο αφηγήματα του Τόμας Μαν τιτλοφορείται Δύο νουβέλες για το φύλο, ενώ βεβαίως δεν μιλάμε για νουβέλες αλλά για διηγήματα. Όχι ότι έχει και πολύ μεγάλη σημασία αφού η ουσία δεν αλλάζει. Και η ουσία είναι ότι έχουμε να κάνουμε με δύο μάλλον άγνωστα διηγήματα από την πρώιμη περίοδο του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα, τα οποία αναμφίβολα χρήζουν προσοχής.
Το μεγαλύτερο εκ των δύο, Η Έκπτωτη, είναι ένα από τα πρώτα έργα του νεαρού τότε Τόμας Μαν, γραμμένο το 1894, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 19 ετών. Πράγματι, το διήγημα χαρακτηρίζεται από την ανωριμότητα της ηλικίας και των λιγοστών ακόμα ερεθισμάτων ενός τόσο νέου συγγραφέα. Διακρίνεται όμως η φιλοδοξία και η κομψότητα του Μαν, έστω κι αν δεν βλέπουμε τη λεπτή του ειρωνεία, την υπολογισμένη αμφισημία και την ικανότητά του στον υπαινιγμό, τα οποία χαρακτηρίζουν τα περισσότερα μετέπειτα έργα του.
Όλα αυτά τα στοιχεία όμως είναι εμφανή στο έτερο διήγημα Όταν ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ πλακώθηκαν στο ξύλο, το οποίο είναι εμφανώς πιο πλήρες παρά το ότι είναι σημαντικά πιο σύντομο. Πράγμα λογικό, αφού γράφτηκε το 1910, όταν ο Τόμας Μαν ήταν πλέον ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας με ουκ ολίγα αριστουργήματα ήδη στο βιογραφικό του. Η πλοκή αφορά το ραντεβού που έχει κλείσει για έναν καυγά ανάμεσα στους πιο σκληρούς νεαρούς μιας περιοχής. Ο αφηγητής είναι ένας δεκατετράχρονος νεαρός και όπως είναι φυσικό, πηγαίνει για να δει τη μάχη μαζί με την παρέα του. Το διήγημα σύντομα εξελίσσεται σε μια υπαινικτική σπουδή γύρω από την αρρενωπότητα, τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα του φύλου.
Στο διήγημα εμφανίζονται αρκετά από τα βασικά μοτίβα που συχνά παρατηρούνται στα έργα του Μαν: η αντίθεση ανάμεσα στον βορρά και τον νότο μέσα από τους δύο μονομάχους, τον ξανθό Γερμανό Γιάπε και τον αλαζόνα Ισπανό Ντο Εσκομπάρ (αυτή η προβληματική της πολιτισμικής σύγκρουσης βορρά νότου αποτελούσε διαρκή εμμονή του Μαν λόγω του ότι ο ίδιος αποτελούσε ένα αμάλγαμα των δύο, αφού η μητέρα του ήταν Βραζιλιάνα με πορτογαλικές ρίζες).
Αλλά και η ομοφυλοφιλική υποσυνείδητη έλξη κάνει επίσης την εμφάνισή της, σε ένα καθαρά πλατωνικό και συμβολικό επίπεδο βεβαίως, στη φιγούρα του νεαρού Άγγλου Τζόνι, ενός θηλυπρεπή αλλά χαρισματικού παιδιού που όλοι σέβονται. Ο σεβασμός τους όμως είναι παράδοξος, ιδιαίτερα στην εφηβική ηλικία που η αρρενωπότητα είναι ένα βασικό κριτήριο θαυμασμού σε μια ηλικία που όλοι οι νεαροί προσπαθούν να σφυρηλατήσουν την ταυτότητά τους με βάση τις επιταγές του φύλου τους, εξ’ ου και η πάλη ανάμεσα στα κυρίαρχα «κοκόρια» Γιάπε και Ντο Εσκομπάρ. Όμως ο Τζόνι διατηρεί ανέπαφη την αξιοπρέπειά του στα μάτια των φίλων του παρά τη φαινομενική του υστέρηση στο ζήτημα της ανδροπρέπειας, κι αυτό επειδή είναι μια εμφανώς μαγνητική προσωπικότητα που τους έλκει σε υποσυνείδητο έστω βαθμό.
Το βιβλίο είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή για τους θαυμαστές του Γερμανού συγγραφέα – και όχι μόνο – αφού μας προσφέρει στα ελληνικά δύο από τα λιγότερο γνωστά διηγήματα του Μαν.