«Δάκρυα Ξυράφι» του S. A. Cosby: Όταν το κοινότοπο τέμνεται με το ουσιαστικό

Για κάθε τετριμμένη ατάκα υπάρχει και μια στιγμή γνήσιου χιούμορ, για κάθε κλισέ υπάρχει και μια διαπεραστική ματιά ενσυναίσθησης, για κάθε αφηγηματική ευκολία υπάρχει και μια ειλικρινής απόπειρα για ένα ουσιαστικό κοινωνικό σχόλιο

Είμαι από εκείνους που διατηρώ την αντιδημοφιλή άποψη ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα υποείδος, στο οποίο σπάνια κάποιος συναντάει παραδείγματα πραγματικά καλής λογοτεχνίας, παραδείγματα στα οποία ο συγγραφέας έχει υπερβεί τα πολύ στενά όρια που το ίδιο το είδος επιβάλλει σαν ζουρλομανδύα. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η άποψη ακούγεται ελιτίστικη και πραγματικά σιχαίνομαι τη δήθεν «κουλτουριάρικη» προσέγγιση στην τέχνη, όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ παρά να περιγράψω την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνομαι.

Η αστυνομική λογοτεχνία (και κάθε πιθανό υποσύνολο αυτής, το νουάρ, το μυστήριο, το παραδοσιακό whodunit) είναι εκ φύσεως τόσο στιλιζαρισμένη, που είναι πολύ δύσκολο (αλλά όχι αδύνατο) να σπάσει το καλούπι της. Η δομή της ακολουθεί εξ’ ορισμού έναν μπούσουλα που πάντοτε φλερτάρει με τα κλισέ. Ακόμα και όταν ορισμένοι συγγραφείς επιθυμούν να μπολιάσουν την πλοκή με κοινωνικούς προβληματισμούς ή να ενσωματώσουν ζητήματα της επικαιρότητας, καταφέρνουν ίσως να εμπλουτίσουν την αφήγηση αλλά πολύ σπάνια να σπάσουν τα δεσμά μιας φόρμουλας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πολλά έργα αστυνομικής λογοτεχνίας δεν μπορεί να είναι καλογραμμένα, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες όσο και ιδιαίτερα απολαυστικά.

Το Δάκρυα Ξυράφι είναι ακριβώς αυτό. Μία βίαιη νουάρ ιστορία εκδίκησης που συμπεριλαμβάνει μπόλικα σχόλια γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα της σύγχρονης Αμερικής, η οποία όμως την ίδια στιγμή προσεγγίζει επικίνδυνα κάθε είδους κλισέ και τις κουρασμένες φόρμουλες. Η βάση της πλοκής έχει ως εξής: ένα γκέι ζευγάρι δολοφονείται σε ένα δρόμο του Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Οι πατεράδες των δύο γκέι αντρών, ο Άικ, ένας μαύρος με ένα σκοτεινό παρελθόν στο έγκλημα που έχει αφήσει πίσω του και ο Μπάντι Λι, ένας λευκός αλκοολικός που πολλοί θα χαρακτήριζαν ως «χωριάτη» ή «λευκό σκουπίδι», αποφασίζουν να ερευνήσουν μαζί το έγκλημα, έστω κι αν τους χωρίζει άβυσσος. Έτσι, ξεκινούν ένα επικίνδυνο ταξίδι στον υπόκοσμο, αποφασισμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους προκειμένου να βρουν ποιος σκότωσε τους γιους τους και να τον κάνουν να πληρώσει.

 

 

Ο Κόσμπι γράφει με το μυαλό του στον κινηματογράφο, ελπίζοντας ότι όσο πιο κινηματογραφική είναι η γραφή του και όσο περισσότερο βασίσει το βιβλίο σε εύπεπτες νόρμες και φόρμουλες του Χόλιγουντ, κάποιος θα βρεθεί να αγοράσει τα δικαιώματα και να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Πράγματι, το μυθιστόρημα θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί ως ένα διανθισμένο σενάριο, και ο αναγνώστης το φαντάζεται με περισσή ευκολία σαν ταινία, και μάλιστα ενδιαφέρουσα. Όμως όλα τα κλισέ είναι εδώ: η παράδοση του buddy movie (όπου δύο αντίθετοι χαρακτήρες συνεργάζονται και στην πορεία γίνονται φίλοι), το αναμενόμενα βίαιο παρελθόν των πρωταγωνιστών που εξηγεί πόσο σκληροί είναι που τα βάζουν με στρατιές ολόκληρες από τον υπόκοσμο, μερικές ατάκες που μοιάζουν βγαλμένες από πρόγραμμα υπολογιστή, μια μάλλον συμβατική πλοκή που μοιάζει αρκετά με δεκάδες αντίστοιχες. Όμως αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος.

Αν και τα δύο επίκεντρα του κοινωνικού σχολιασμού στο μυθιστόρημα είναι (εντελώς τυχαίως) αναμενόμενα εναρμονισμένα με το κύριο ρεύμα της εποχής (το φυλετικό ζήτημα και το ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας), ο τρόπος που ο Κόσμπι τα χειρίζεται είναι πειστικός. Το βασικό κίνητρο στην σταυροφορία του Άικ και του Μπάντι Λι ώστε να επιβάλλουν δικαιοσύνη, είναι οι βασανιστικές τους ενοχές για το ότι έστρεψαν την πλάτη τους στους γιους τους λόγω της σεξουαλικής τους προτίμησης.

Εδώ όμως ο Κόσμπι εκφράζει επιτυχώς το συναισθηματικό αδιέξοδο μιας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, εξηγεί με ειλικρίνεια το πόσο δύσκολο είναι για μια γενιά που έχει μεγαλώσει με συγκεκριμένα ανελαστικά πρότυπα σε δύσκολες συνθήκες να μπορέσει να επιδείξει ανοιχτό μυαλό για κάτι που όχι απλώς δεν κατανοεί επαρκώς, αλλά που αμφισβητεί την ίδια τους την ταυτότητα και κοσμοθεωρία. Ο κόσμος του Άικ και του Μπάντι Λι δεν είναι ο κόσμος μιας σχετικής άνεσης, μόρφωσης και κοσμοπολιτισμού που θα επέτρεπε την αναμενόμενη ανεκτικότητα και ενσυναίσθηση. Αν και ο τρόπος που οι δυο τους αντιμετωπίζουν τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους δεν είναι ο ίδιος, είναι σε κάθε περίπτωση αρκετά προβληματικός. Έτσι, η οργή που βιώνουν μετά τη δολοφονία των παιδιών τους στρέφεται και προς τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς έστω και ερευνώντας τη δολοφονία, έστω και καθυστερημένα, αρχίζουν να κατανοούν καλύτερα τα εμπόδια που τα ίδια τους τα παιδιά βίωσαν, τον πόνο της άρνησης από την ίδια τους την οικογένεια.

Όσον αφορά στο φυλετικό ζήτημα, ο Κόσμπι, (ένας μαύρος συγγραφέας), δείχνει μια σχετική ικανότητα να κοιτάξει με ενδιαφέρον έξω από τα στεγανά του προσωπικού του βιώματος. Αν και η αφήγηση αναμενόμενα φιλτράρεται περισσότερο μέσα από την οπτική γωνία του Άικ, ο Κόσμπι εστιάζει επαρκώς στον Μπάντι Λι, ώστε να καταδείξει το προφανές που αγνόησε ηλιθιωδώς η woke γενιά προκαλώντας την άνοδο του Τραμπ και του λαϊκισμού: το να είσαι λευκός δεν συνεπάγεται απαραιτήτως μια προνομιακή ζωή. Ο πόνος που προκύπτει από την περιθωριοποίηση δεν ανήκει αποκλειστικά στους μαύρους, αλλά και σε πολλούς λευκούς αφού σχετίζεται με κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά.

Ένας λόγος που οι δύο άντρες τελικά μαθαίνουν να συνεννοούνται είναι και το ότι μαθαίνουν ο ένας τον άλλο, αντιλαμβάνονται πώς είναι να φοράει ο ένας τα παπούτσια του άλλου. Αυτό λογικά πρέπει να είναι και το μοναδικό μονοπάτι προς ένα βιώσιμο μέλλον στην αμερικάνικη κοινωνία, ιδιαίτερα αυτή του νότου. Μόνο αν κατανοήσει ο ένας τον άλλον μπορεί να υπάρξει μια αρμονική σύνθεση με βάση την εκτίμηση και όχι την καχυποψία. Ευχολόγιο, θα μου πει κάποιος…

Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημα του Κόσμπι χαρακτηρίζεται από όλα τα μειονεκτήματα και τους περιορισμούς του είδους στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Όμως, χαρακτηρίζεται και από αναμφίβολα προτερήματα. Για κάθε τετριμμένη ατάκα υπάρχει και μια στιγμή γνήσιου χιούμορ, για κάθε κλισέ υπάρχει και μια διαπεραστική ματιά ενσυναίσθησης, για κάθε αφηγηματική ευκολία υπάρχει και μια ειλικρινής απόπειρα για ένα ουσιαστικό κοινωνικό σχόλιο. Εν τέλει το αποτέλεσμα είναι άνισο αλλά όχι ασήμαντο. Το πόσο θα σας αρέσει έχει να κάνει με το αν είστε διατεθειμένοι να αγνοήσετε τα προβλήματα και να αφεθείτε.  

«Δάκρυα Ξυράφι» του S. A. Cosby από τις εκδόσεις Gutenberg

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.