“Bournville” του Τζόναθαν Κόου: Γέφυρες και διχασμοί

Ο «μέσος όρος» είναι η φράση κλειδί για το μυθιστόρημα του Κόου: ένα μυθιστόρημα για τον μέσο αναγνώστη που εκτυλίσσεται στα μίντλαντς κι επιχειρεί να εξετάσει τη μέση αγγλική οικογένεια στη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα

Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα δημιουργήθηκε στη Βρετανία μία ορολογία σχετικά με το επίπεδο και τη στόχευση των έργων τέχνης και της λογοτεχνίας ειδικότερα. Οι όροι ήταν τρεις: highbrow, middlebrow και lowbrow και προέκυψαν από την (εντελώς παρωχημένη πλέον) επιστήμη της φρενολογίας, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι με μεγάλο μέτωπο (brow) ήταν πιο έξυπνοι ενώ εκείνοι με χαμηλό λιγότερο. Ουσιαστικά, αυτή η ορολογία διαχώριζε τα λογοτεχνικά έργα σε σχέση με το πόσο απαιτητικά ή δυσνόητα ήταν.

Η highbrow λογοτεχνία ήταν η λογοτεχνία για διανοούμενους, η lowbrow λογοτεχνία ήταν τα ρομαντικά μπεστ σέλερ και γενικότερα η χαμηλού αναλογικά επιπέδου λογοτεχνία που απευθυνόταν στις μάζες, ενώ το ενδιάμεσο middlebrow ήταν λογοτεχνία που ναι μεν έθιγε ουσιαστικά ζητήματα και διατηρούσε ένα αξιοπρεπές επίπεδο ύφους και γραφής, αλλά ήταν ιδιαίτερα προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό.

Κάνω αυτή την εισαγωγή, γιατί στα δικά μου μάτια ο πλέον εξέχων middlebrow συγγραφέας της βρετανικής λογοτεχνίας τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι ο Τζόναθαν Κόου. Για να μην παρεξηγηθώ να καταστήσω αμέσως σαφές πως ούτε υιοθετώ αυτή την ορολογία ούτε και ο σχολιασμός μου υπονοεί έναν αφ’ υψηλού σνομπισμό. Αντιθέτως, ένας συγγραφέας που στοχεύει σε ευρύ κοινό μπορεί να είναι κάλλιστα ένας εξαιρετικός και ιδιαίτερα επιδραστικός συγγραφέας με ουσιαστική συνεισφορά στα γράμματα της χώρας του και διεθνώς. Άλλωστε, το προηγούμενο μυθιστόρημα του Κόου, το Ο Κύριος Γουάιλντερ κι Εγώ ήταν κατά τη γνώμη μου και πολύ ενδιαφέρον όσο και ταυτόχρονα αναμφίβολα προσιτό.

Ο Κόου είναι ένας συγγραφέας ο οποίος είχε μια σαφή κοινωνική και πολιτική αντίληψη για τη ζωή και τη λογοτεχνία, όντας άλλωστε γνήσιο τέκνο της εργατικής και μικροαστικής τάξης του βιομηχανικού Μπέρμιγχαμ. Αν και ποτέ δεν πρόδωσε τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε, σταδιακά στα πιο ώριμα έργα του της νέας χιλιετίας, δείχνει να έχει βάλει νερό στο κρασί του και να έχει προσπαθήσει να γεφυρώσει τις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις κυρίως προκειμένου να εξηγήσει, να ερμηνεύσει, να κατανοήσει τις κοινωνικές δυναμικές και τις ιστορικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία.

Φανατικός φιλοευρωπαϊστής και ένθερμος πολέμιος του Brexit, ο Κόου σε αυτό το condition of England μυθιστόρημα επιχειρεί να εξετάσει μεταξύ άλλων την τεταμένη σχέση της Βρετανίας με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η δομή του βιβλίου είναι μάλλον απλή και δοκιμασμένη: η πλοκή διανύει μία μεγάλη χρονική περίοδο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πανδημία του κορωνοϊού, σχεδόν ογδόντα χρόνια. Όμως αυτά τα ογδόντα χρόνια χωρίζονται σε κομβικές στιγμές της βρετανικής ιστορίας, όπως η ενθρόνιση της Ελισάβετ, ο τελικός του Μουντιάλ του 1966, ο γάμος του Καρόλου και της Νταϊάνα κλπ. Πατώντας σε αυτές τις νησίδες διασχίζουμε τη σύγχρονη ιστορία και ο Κόου με αυτό τον τρόπο πλέκει μαζί τις σφαίρες του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Ουσιαστικά ο Κόου μας αφηγείται επεισόδια από τη ζωή διαφόρων μελών μίας ευρύτερης οικογένειας, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μυθοπλαστικοί χαρακτήρες τους οποίους έχουμε ήδη συναντήσει σε προηγούμενα μυθιστορήματα του Άγγλου συγγραφέα.

Ο Κόου προσπαθεί ποικιλοτρόπως να εκθέσει τόσο την πολυτάραχη και αμφίδρομη σχέση της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε και παγιώθηκε ο διχασμός στη βρετανική κοινωνία. Αφ’ ενός επιστρατεύει διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, από εναλλαγή τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, χρήση επιστολών, περιγραφή συνεδριάσεων επιτροπών της Ε.Ε. και άλλα.

Παράλληλα, χρησιμοποιεί διάφορα μοτίβα, τα οποία επανέρχονται σε διαφορετικές φάσεις της ιστορίας, με το πιο προφανές αυτών να είναι η σοκολάτα. Άλλωστε, το bournville του τίτλου αναφέρεται στην κωμόπολη που χτίστηκε στα περίχωρα του Μπέρμιγχαμ για τους εργάτες και υπαλλήλους του μεγάλου εργοστασίου της περίφημης σοκολατοποιίας Cadbury. Έχω την αίσθηση ότι ο Κόου αναφέρεται σε αυτό λόγω του ότι αποτελεί ένα παράδειγμα ανθρώπινου καπιταλισμού, ένα υπόδειγμα συνεργασίας επιχειρηματικής διοίκησης και εργατικού δυναμικού με στόχο τη δημιουργία εξαιρετικής ποιότητας εργατικών κατοικιών.

Όμως η ίδια η σοκολάτα γίνεται και σημείο τριβής ανάμεσα στη Βρετανία και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το πώς ορίζεται η σοκολάτα ανάλογα με τα συστατικά της, με αποτέλεσμα διάφορα εσωτερικά εμπάργκο κλπ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι λόγοι που η σοκολάτα δεν γίνεται δεκτή στις ευρωπαϊκές χώρες είναι ενδεικτικοί της ίδιας της συλλογικής ταυτότητας που αποτελεί τη Βρετανία. Λόγω του δελτίου και των ελλείψεων κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι βρετανικές σοκολάτες είχαν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε φυτικά λιπαρά και λιγότερη σε κακάο. Σταδιακά, οι Βρετανοί συνήθισαν και προτίμησαν αυτή τη γεύση παρά το ότι ήταν λιγότερο «αγνή» σύμφωνα με τους Ευρωπαίους. Αυτό είναι ένα ωραίο στοιχείο που λειτουργεί συμβολικά αλλά έχει και πρακτικό, ουσιαστικό ρόλο στο μυθιστόρημα.  

Η αλήθεια είναι ότι η πρόζα δεν πετάει σπίθες, άλλωστε ο Κόου σπάνια γράφει ιδιαιτέρως καλά. Ούτε όμως και οι αφηγηματικές του επιλογές αποδεικνύονται πάντοτε επιτυχημένες. Παρά τη φαινομενικά σύνθετη, περίπλοκη αφηγηματική τεχνική του και τη χρονική διάρκεια που καλύπτει η αφήγηση, ουσιαστικά το μυθιστόρημα είναι πολύ πιο απλό και προβλέψιμο απ’ ότι θα φάνταζε σε όποιον δεν το έχει διαβάσει. Οι αντιδράσεις και οι συμπεριφορές των χαρακτήρων με φόντο τα διάφορα ιστορικά γεγονότα που στιγματίζουν τα ογδόντα αυτά χρόνια δεν ρίχνουν απαραιτήτως κάποιο φως ούτε και ερμηνεύουν επιτυχώς τις κρίσιμες καμπές της κοινωνίας.

Παράλληλα, οι προσωπικές ιστορίες τους συχνά στερούνται δραματικής έντασης, ενώ άλλοτε είναι μάλλον ανιαρές. Ορισμένα στοιχεία της πλοκής δείχνουν να δένουν μεν καλά, συμμετρικά θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, αλλά αυτό γίνεται κυρίως επειδή ο Κόου χειρίζεται την πλοκή και την ιστορία των χαρακτήρων του ως απόλυτος παντογνώστης, παρεμβάλλεται σχολιάζοντας παρόν και μέλλον, κάτι που σε περιπτώσεις όπως της πανδημίας προσδίδει μια επιπλέον φόρτιση, μια φόρτιση που εν μέρει βασίζεται στο ότι ο Κόου έχασε πράγματι τη μητέρα του στο πρώτο κύμα της πανδημίας.

Νομίζω ότι ο «μέσος όρος» είναι η φράση κλειδί για το μυθιστόρημα του Κόου. Δείχνει να κινείται συνειδητά με αυτό σαν πυξίδα: ένα μυθιστόρημα για τον μέσο αναγνώστη που εκτυλίσσεται στα μίντλαντς (τα «μεσόγεια» της Αγγλίας), που επιχειρεί να εξετάσει τη μέση αγγλική οικογένεια στη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα. Καμία αντίρρηση σε όλο αυτό. Όμως φοβάμαι ότι και το αποτέλεσμα είναι τελικά μάλλον μέτριο, πέριξ του μέσου όρου. Περνάει μεν τη βάση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εντυπωσιάζει. Παρά το ότι είναι πιο φιλόδοξο από το προηγούμενο έργο του Κόου Ο Κύριος Γουάιλντερ κι Εγώ, στα μάτια μου τουλάχιστον το Bournville υστερεί κατά πολύ. Έστω κι έτσι όμως, μπορεί κάποιος να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα από την πανοραμική ανάλυση του Κόου, σίγουρα κάποια εξ’ αυτών χρήσιμα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.