“Black Stone”: Ο Σπύρος Ιακωβίδης μιλά για το βραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του που εξερευνά την Ελληνίδα μάνα

«Ήθελα να κάνω μία ταινία για την Ελληνίδα μάνα. Κανείς δεν την έχει "εξερευνήσει". Αντιμετωπίζεται ως μία καρικατούρα. Την προσεγγίζουν πολύ επιδερμικά.»

Με αφετηρία την επιθυμία του να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της Ελληνίδας μάνας ο Σπύρος Ιακωβίδης έφτιαξε το ”Black Stone”, μία έξυπνη μαύρη κωμωδία, μία «τραγικωμωδία», όπως την ονομάζει ο ίδιος. Κεντρική φιγούρα η Χαρούλα που παλεύει να βρει τον μεγάλο της γιο που έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Στο πλευρό της έχει τον άλλο της γιο που είναι ανάπηρος και έναν Ελληνοαφρικανό ταξιτζή. Και όλα αυτά με φόντο τη σύνθετη και δυσλειτουργική ελληνική πραγματικότητα.

Ακολουθώντας τον δρόμο του ψευδοντοκιμαντέρ, και όχι εκείνον μιας καθαρής ταινίας μυθοπλασίας, ώστε να εξασφαλίσει μια γερή δόση ρεαλισμού, ο Σπύρος Ιακωβίδης τολμά να πει ένα σωρό αλήθειες. Για τους οικογενειακούς ρόλους που δίνονται ή παίρνονται συνειδητά ή ασυνείδητα για να επιβιώσει η οικογένεια, για την ξενοφοβία, για τη ρήξη του παλιού με το καινούργιο σ’ έναν κόσμο που αλλάζει.

Έχοντας κάνει μία δυναμική αρχή στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε τέσσερα βραβεία, και έχοντας ήδη ξεκινήσει το φεστιβαλικό ταξίδι του στο εξωτερικό κερδίζοντας το κοινό παρά τον έντονα «ελληνικό» χαρακτήρα του, το ”Black Stone” έρχεται στα θερινά σινεμά.

Λίγο πριν οι θεατές γνωρίσουν την ιστορία της Χαρούλας, ο σκηνοθέτης μοιράζεται μαζί μας το μαγικό, όπως το χαρακτηρίζει, ταξίδι του προς το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του.

Cinobo Premiere Black Stone Iakovidis Cine Thiseion / Thalia Galanopoulou

Ποια ήταν η αρχική ιδέα πίσω από το ”Black Stone”;

Ήθελα να κάνω μία ταινία για την Ελληνίδα μάνα. Πιστεύω ότι είναι ένας πολύ σημαντικός και σύνθετος χαρακτήρας με τεράστιο αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία. Αντιμετωπίζεται όμως ως μία καρικατούρα. Την προσεγγίζουν πολύ επιδερμικά. Κανείς δεν την έχει «εξερευνήσει». Εγώ ήθελα να δείξω τι είναι πραγματικά η Ελληνίδα μάνα. Μιλώντας για εκείνη ήθελα επίσης ν’ αναφερθώ στους οικογενειακούς ρόλους.

Τι είναι λοιπόν η Ελληνίδα μάνα;

Εγώ δεν μεγάλωσα με την κλασική Ελληνίδα μάνα. Η μητέρα μου ήταν Ελληνογαλλίδα. Μεγάλωσα λοιπόν σ’ ένα «βορειοευρωπαϊκό περιβάλλον». Παρατηρούσα όμως τις μανάδες των φίλων μου, των ανθρώπων γύρω μου γενικά. Εκείνο που κατάλαβα για τις γυναίκες αυτές είναι ότι για να επιβιώσουν σε μία πατριαρχική κοινωνία αναγκάζονταν να ζήσουν μέσα από τις ζωές των άλλων, των συζύγων τους και των παιδιών τους. Μιλάω βέβαια για τις γυναίκες των προηγούμενων γενεών.

Δεν ζούσαν τη δική τους ζωή. Δεν είχαν ποτέ φιλοδοξίες ή όνειρα. Και όλο αυτό γινόταν υποσυνείδητα για να επιβιώσουν. Ο ρόλος τους ήταν να κρατάνε το σπίτι. Οι συνθήκες δεν τους επέτρεπαν να έχουν επιλογές. Δεν μπορούσαν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως ένα από τα πιο σημαντικά θέματα της ταινίας είναι το πώς παίρνει κάποιος τη ζωή του στα χέρια του. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που έχουμε στην Ελλάδα. Η ελληνική οικογένεια δεν βοηθά τους ανθρώπους να αυτονομηθούν, να ανεξαρτητοποιηθούν, να απογαλακτιστούν. Πολλοί άνθρωποι βέβαια φοβούνται να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Το να απομακρυνθείς από τη θαλπωρή και την προστασία της οικογένειας ειδικά στη δική μας κοινωνία προξενεί φόβο.

Και για τους οικογενειακούς ρόλους τι είναι αυτό που ήθελες να πεις;

Οικογενειακοί ρόλοι δίνονται ή παίρνονται, συνειδητά ή υποσυνείδητα για να επιβιώσει η οικογένεια. Στην ταινία αυτό είναι πολύ κραυγαλέο. Ο Πάνος, ο πρωτότοκος, που είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν έχει πια μόνο τον ρόλο του γιου. Έχει αναλάβει και τον ρόλο του «συζύγου» και συντηρεί την οικογένειά του, τη χήρα μητέρα του και τον μικρότερο αδερφό του. Η ελληνική οικογένεια υποκαθιστά ένα αναποτελεσματικό και δυσλειτουργικό κράτος.

Η Χαρούλα στηρίζεται στον Πάνο. Έχει έναν άλλο γιο που είναι ανάπηρος και δεν έχει βοήθεια από πουθενά αλλού. Ήθελα στο παρελθόν να κάνω μία μικρού μήκους ταινία για ΑμεΑ και μιλώντας μαζί τους μπήκα για λίγο στον κόσμο τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αφημένοι στο έλεος. Έχει δημιουργηθεί λοιπόν ένα οικογενειακό σύστημα προκειμένου να επιβιώσουν οι άνθρωποι. Ήθελα να δω τι θα γίνει αν από αυτό το σύστημα αποχωρήσει ο γιος που συντηρεί την οικογένεια. Πώς θα επιβιώσει η Χαρούλα; Πώς θα επιβιώσει ο Λευτέρης;

Γιατί επέλεξες να κάνεις ένα ψευδοντοκιμαντέρ και όχι μία καθαρή ταινία μυθοπλασίας;

Ήθελα πολύ ν’ ασχοληθώ με το mockumentary. Στο εξωτερικό γίνονται πολλές ταινίες τέτοιου τύπου. Στην Ελλάδα έχω δει μόνο μία μικρού μήκους. Ένας λόγος για τον οποίο το προτίμησα είναι ότι προσδίδει ρεαλισμό στην ιστορία. Πρόκειται για μία ταινία μυθοπλασίας που είναι γυρισμένη σαν ένα ντοκιμαντέρ. Δημιουργείται μία πλάνη. Παρότι ο θεατής ξέρει ότι δεν βλέπει ένα ντοκιμαντέρ, όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή, ξεχνιέται και νομίζει ότι παρακολουθεί μία πραγματική ιστορία. Ένας άλλος λόγος είναι ότι βασικό στοιχείο των ψευδοντοκιμαντέρ είναι το χιούμορ, το οποίο με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Όλες οι μικρού μήκους ταινίες μου έχουν χιούμορ. Ήθελα να πω αυτή την ιστορία που είναι τραγική με χιούμορ. Η ίδια η ζωή άλλωστε είναι κωμικοτραγική.

Υπάρχει φοβερή ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο. Πώς το πέτυχες αυτό;

Χαίρομαι πολύ που το λες γιατί είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις αυτό σε μία ταινία. Το ”Black Stone” δεν είναι μία straight κωμωδία. Είναι μία μαύρη κωμωδία. Εμείς το λέμε «τραγικωμωδία». Πιστεύω πως αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο οφείλεται στο σενάριο. Το σενάριο το δουλέψαμε πάρα πολύ με τον Ziad. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Είναι σαν μία ζυγαριά. Εσύ προσπαθείς να βρεις τις ισορροπίες. Μεγάλη σημασία έχουν βέβαια και οι ερμηνείες των ηθοποιών.

Πιστεύεις ότι το χιούμορ είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για να μιλήσεις ακόμα και για σοβαρά θέματα;

Πιστεύω ότι με από το χιούμορ μπορείς να μιλήσεις για όποιο θέμα θέλεις, ακόμα και για τα πιο σοβαρά και τραγικά πράγματα, χωρίς μάλιστα να υποβιβάσεις καθόλου τη βαρύτητά τους. Αντιθέτως, το χιούμορ τα κάνει πιο προσβάσιμα στους θεατές και ταυτόχρονα αφήνει και ένα ίχνος ελπίδας.

Θα ήθελα να σταθώ λίγο στον χαρακτήρα του Μιχάλη. Όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή ο ρόλος του γίνεται όλο και πιο σημαντικός. Υπήρχε εξαρχής αυτή η σκέψη; Πώς προέκυψε η απόφαση να τον υποδυθεί ο Κέβιν Ζανς Ανσόνγκ (Νέγρος του Μοριά);

Όχι, δεν υπήρχε εξαρχής αυτή η σκέψη. Όσο γράφαμε όμως το σενάριο τον αγαπήσαμε πολύ αυτόν τον χαρακτήρα και έτσι τον εξελίξαμε ώστε τελικά έγινε πολύ σημαντικό κομμάτι σε αυτήν την ιστορία. Ο Μιχάλης ως Ελληνοαφρικανός συμβολίζει τη νέα ελληνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Περπατάς στην Κυψέλη και βλέπεις μία ολόκληρη ελληνοαφρικανική κοινότητα. Θέλαμε να μιλήσουμε γι’ αυτά τα παιδιά που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα. Η Χαρούλα από την άλλη συμβολίζει τον παλιό κόσμο. Μέσα από αυτή την αντίθεση θέλαμε να μιλήσουμε για τη ρήξη του παλιού με το καινούργιο, για το πώς «μια Χαρούλα» μπορεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Ο Κέβιν ήταν καταπληκτικός ως Μιχάλης. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν πριν συνεργαστούμε. Δεν γνώριζα καν την ύπαρξή του. Όταν ψάχναμε ποιος θα κάνει αυτό τον ρόλο, είδα μία φωτογραφία του στο ίντερνετ. Φόραγε μία φανέλα και κράταγε ένα κομπολόι. Τρελάθηκα. Αυτός είναι ο Μιχάλης, σκέφτηκα. Αυτό το παιδί έχει φοβερό χάρισμα. Όχι μόνο μουσικό αλλά και μπροστά στην κάμερα. 

Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στην Ελένη Κοκκίδου. Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να την επιλέξεις για τον ρόλο της Χαρούλας;

Η Ελένη Κοκκίδου ήταν η πρώτη μου επιλογή. Ήταν μεγάλο δώρο για εμένα το ότι δουλέψαμε μαζί. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δει πολλές δουλειές της. Ενστικτωδώς όμως ήξερα ότι αυτή πρέπει να κάνει τη Χαρούλα. Έχει το χάρισμα της μεταμόρφωσης. Δεν είναι καθόλου προσκολλημένη στην εικόνα της. Δεν την ενδιαφέρει καθόλου πώς θα ντυθεί, δεν κοιτιέται στους καθρέφτες. Αυτό της επιτρέπει να γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Ερχόταν στο γύρισμα και δεν ήταν η Ελένη, ήταν η Χαρούλα. Για ενάμιση μήνα, για όσο κράτησαν δηλαδή τα γυρίσματα, έγινε η Χαρούλα. Δεν θα μπορούσε άλλη ηθοποιός να παίξει αυτόν τον ρόλο καλύτερα από εκείνη. Η ερμηνεία της ήταν συγκλονιστική.

Έχεις βάλει πολλά στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας στην ταινία. Ήταν μία πρόκληση η απεικόνισή της;

Ήταν μία τεράστια πρόκληση. Η ελληνική πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη, τόσο πλούσια και τόσο δυσλειτουργική. Δεν ξέρεις από πού να την πρωτοπιάσεις. Εμείς επιλέξαμε στοιχεία της που μας ενδιέφεραν πολύ. Ένα από αυτά είναι το Δημόσιο. Ένα άλλο είναι η ξενοφοβία. Δεν πιστεύω ότι οι Έλληνες είναι ιδεολογικά ρατσιστές, όπως κάποιοι άλλοι λαοί. Πιστεύω ότι είναι ξενοφοβικοί. Φοβούνται οτιδήποτε ξένο, φοβούνται την αλλαγή. Αγγίζουμε διάφορα θέματα με τέτοιον τρόπο ώστε να αποτελούν κομμάτι της ιστορίας. Η ελληνική πραγματικότητα δεν σου αποσπά την προσοχή όσο βλέπεις την ταινία. Αντιθέτως, εμπλουτίζει την ιστορία. Προσπαθήσαμε να μην ανοίξουμε παρά πολλά θέματα. Είναι μία παγίδα το να ανοίγεις πολλά θέματα γιατί δεν προλαβαίνεις να τα κλείσεις σε μιάμιση ώρα. Νομίζω πως τα καταφέραμε. Ήταν μία μεγάλη ανησυχία που είχαμε.

Τι δυσκολίες συνάντησες κάνοντας αυτή την ταινία;

Χρειάστηκαν εφτά χρόνια για να γίνει αυτή η ταινία. Έκανα δύο χρόνια για να βρω σεναριογράφο. Ήξερα ότι το σενάριο δεν έπρεπε να το γράψω μόνος μου. Στην Ελλάδα όμως είναι πολύ δύσκολο να βρεις σεναριογράφο. Είμαι πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με τον Ziad Seeman που είναι απίστευτα ταλαντούχος. Τέσσερα χρόνια κάναμε για να γράψουμε το σενάριο. Πάνω από ένα χρόνο μας πήρε για να βρούμε παραγωγό. Μετά κάναμε αιτήσεις χρηματοδότησης. Δεν έφταναν όμως τα χρήματα που πήραμε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ. Ο ΕΚΟΜΕ ήταν αυτός που μας έσωσε. Χωρίς την στήριξή του, το ”Black Stone” δεν θα είχε γίνει.

Το να κάνεις ταινία στην Ελλάδα είναι ένας Γολγοθάς. Είναι πολλά τα στάδια και μεγάλη η αναμονή. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τους ανθρώπους που κάνουν σινεμά. Απαιτείται τρομερή δύναμη και υπομονή. Είναι μία διαδικασία πολύ δύσκολη και αγχωτική. Φαντάσου ότι μπορεί να ολοκληρώσεις την ταινία και να μην καταφέρεις να βρεις διανομή. Θα κάνεις τότε δύο προβολές στην «Έλλη» για παράδειγμα και θα δουν την ταινία σου τριακόσιοι άνθρωποι. Είναι τρομακτικό αυτό. Μόνο η γυναίκα μου ξέρει τι πέρασα αυτά τα εφτά τα χρόνια. Κοιτάζοντας τώρα πίσω το βλέπω όλο αυτό σαν ένα μαγικό ταξίδι. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Τότε όμως υπήρχαν μέρες που ήθελα να τα παρατήσω. 

Το ”Black Stone” έκανε πρεμιέρα στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ήταν μία από τις ταινίες που συζητήθηκαν πολύ και απέσπασε τέσσερα βραβεία. Πώς ένιωσες; Περίμενες αυτή την υποδοχή; 

Ήταν τρομερό αυτό που έγινε στη Θεσσαλονίκη. Όταν υποβάλαμε την ταινία στο Φεστιβάλ δεν είχαμε ιδέα πώς θα πάει. Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Πράγματι έγινε ντόρος. Οι προβολές έγιναν πολύ γρήγορα sold out και κερδίσαμε τέσσερα βραβεία, δύο από τα οποία ήταν βραβεία κοινού. Ήταν φοβερό το feedback που πήραμε από το κοινό. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον με το ”Black Stone” είναι ότι αγγίζει όλες τις ηλικίες. Ήρθαν νέα παιδιά και μου είπαν ότι σε αυτήν την ταινία είδαν τη γιαγιά τους. Ήρθαν πιο μεγάλοι και μου είπαν ότι η Χαρούλα είναι η μάνα τους. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάναμε μία πάρα πολύ καλή αρχή. Αισθανθήκαμε ότι έπιασε τόπο ο κόπος μας. Η ταινία πλέον έχει πάει και σε φεστιβάλ στο εξωτερικό.

Το κοινό στο εξωτερικό πώς υποδέχτηκε το ”Black Stone”; Πρόκειται για μία πολύ «ελληνική» ταινία. 

Το ”Black Stone” έχει ταξιδέψει πολύ στο εξωτερικό. Θα προβληθεί σε είκοσι πέντε περίπου φεστιβάλ. Μέχρι τώρα έχουμε πάει στην Τεργέστη, όπου κερδίσαμε το Βραβείο Κοινού, τη Σόφια, το Βερολίνο για το Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου, την Τρανσυλβανία, την Αργεντινή, το Μεξικό, την Ουάσιγκτον, το Χιούστον, το Ρέικιαβικ. Τώρα θα πάμε στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λος Άντζελες. Θα πάμε και στην Κίνα. Όταν κάναμε αυτήν την ταινία δεν ξέραμε αν μπορεί να σταθεί εκτός Ελλάδας. Δεν είχαμε ιδέα πώς θα τη δουν στο εξωτερικό. Οι αντιδράσεις του κοινού όμως είναι φοβερές. Σίγουρα κάποια πράγματα είναι πολύ «ελληνικά» και χάνονται στη μετάφραση. Καταλάβαμε όμως ότι δεν έχει σημασία που είναι μία τόσο «ελληνική» ταινία. Αυτό που μετράει τελικά είναι η ιστορία. Και αυτή η ιστορία είναι στην ουσία ένα οικογενειακό δράμα. 

Τι ιστορίες θέλεις να πεις από εδώ και πέρα;

Ό,τι ιστορία πω θέλω να την πω σίγουρα συνδυάζοντας το κωμικό με το δραματικό στοιχείο. Μετά το ”Black Stone” κατάλαβα ότι τα θέματα που με ενδιαφέρουν πολύ είναι η ελληνική οικογένεια και η ελληνική πραγματικότητα. Ήδη γράφουμε ένα σενάριο με τον Ziad για μία νέα ταινία. Αγγίζουμε τα θέματα που αναφέρονται στο ”Black Stone”. Δεν θα είναι όμως σαν το ”Black Stone”. Θα είναι κάτι άλλο. Θα είναι μία καθαρή ταινία μυθοπλασίας, όχι ψευδοντοκιμαντέρ. Θα εστιάσουμε στο Δημόσιο. Είναι δυνατόν να μην έχει γίνει μία ταινία για το Δημόσιο; Μία μέρα αν πας στην εφορία μπορείς να μαζέψεις υλικό για να φτιάξεις μία ταινία. Γράφουμε επίσης ένα σενάριο για μία σειρά. Θα είναι μία κωμωδία που θα κινείται στις θεματικές που σου ανέφερα και θα έχει κάτι από ”Twilight Zone”. Μου έχει ανοίξει πάρα πολύ η όρεξη!

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.