Αργύρης Ξάφης – Δέσποινα Κούρτη: Τα παιδιά των σχολών μάς έχουν βάλει τα γυαλιά

Συζητώντας για όλα: για ό,τι συνέβη στην Μπερλινάλε, τις κινητοποιήσεις των παιδιών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης αλλά και για το αξέχαστο θέατρο Αμόρε και την «Αρκουδοράχη» που παρουσιάζουν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Φωτογραφίες: © Κική Παπαδοπούλου

Η «Αρκουδοράχη» του Ουαλού Εντ Τόμας είναι ένα έργο οξύ, έντονο, απελπισμένο –και πολύ όμορφο. Η ομάδα ΠΥΡ, αποτελούμενη από τον Αργύρη Ξάφη, τη Δέσποινα Κούρτη και την Ιώ Βουλγαράκη στη σκηνοθεσία, κατά κανόνα επιλέγει κείμενα ασυνήθιστα. Βρισκόμαστε με τον Αργύρη και τη Δέσποινα -ζευγάρι στη σκηνή και στη ζωή, που λένε- μετά από μία από τις τελευταίες πρόβες πριν την πρεμιέρα τους.

Ο Αργύρης έχει μόλις επιστρέψει από την Μπερλινάλε, που αποτόλμησε πάνω στο κόκκινο χαλί, αλλά και στη συνέντευξη τύπου της ταινίας όπου πρωταγωνιστούσε, μια πράξη ξεκάθαρα ακτιβιστική, η οποία έστρεψε το διεθνές ενδιαφέρον προς το πρόβλημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Μιλάμε για όλα αυτά, αλλά και για το αξέχαστο θέατρο Αμόρε, κοινή βάση όλων μας –εκείνων ως ηθοποιών και εμού ως θεατή. Περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο όπως συμβαίνει σε ανθρώπους με κοινή γλώσσα και κοινό παρελθόν.

Είναι ένα σκοτεινό έργο η «Αρκουδοράχη», μη ρεαλιστικό και πάρα πολύ ισχυρό. Πώς το είδατε όταν βρεθήκατε πρώτη φορά αντιμέτωποι με το κείμενο;

Δέσποινα Κούρτη: Την πρώτη φορά ήταν στα αγγλικά. Εμένα με έπιασε από τον λαιμό το έργο. Μολονότι τα αγγλικά μου είναι καλά, είχα και απορίες. Αλλά είπα: ναι, θέλω να το κάνουμε. Μου άρεσε πάρα πολύ η γραφή -στα αγγλικά ιδιαίτερα. Ο Αργύρης Ξάφης έχει κάνει μια πολύ καλή μετάφραση… Κρατάει το παιχνίδι -όσο μπορεί στα ελληνικά να κρατηθεί το παιχνίδι που μπορεί πολύ καλά να κάνει η αγγλική γλώσσα. Μετά πήγαμε στις πρώτες αναγνώσεις. Εγώ επιστράτευσα από πολύ νωρίς πάρα πολύ χιούμορ. Το είχα τρομερή ανάγκη για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό το έργο. Κάναμε πλάκα με την Ιώ ότι προλαβαίνουμε ακόμα να αλλάξουμε έργο, δεν θα μείνει κανένας θεατής στην αίθουσα, θα τραβάνε όλοι τα μαλλιά τους!

Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι την τεχνική της γραφής και το παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στους ηθοποιούς, το πώς πρέπει να αντιμετωπίσεις τη συνθήκη, η οποία είναι η απόλυτη καταστροφή. Είναι το τέλος που έρχεται αναπόδραστο, αλλά έτσι όπως είναι γραμμένο σε αναγκάζει να το αντιμετωπίσεις με έναν τρόπο ελαφρύ, παιχνιδιάρικο, βαθιά ανθρώπινο. Γιατί εμείς πολλές φορές πηγαίνουμε στη βαρύτητα, μη γνωρίζοντας ότι η ζωή η ίδια από μόνη της ζητάει ελαφρότητα. Στην πραγματικότητα ζητάει εγρήγορση, ζητάει την ικανότητα να μπορείς να πας παρακάτω άμα θες να είσαι ζωντανός. Και αυτό άρχισα να το αντιλαμβάνομαι πρακτικά όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε με την Κατερίνα Φώτη. Είναι πολύ καθοριστική η δουλειά της σε αυτό το έργο. Αυτή η σωματικότητα σε οδηγεί στο πώς πρέπει να εισπράττεις αυτό που συμβαίνει και να απαντάς.

Ανακάλυψα την ομορφιά, την ευχαρίστηση αυτού του παιχνιδιού -και εκεί σταμάτησα τα αστεία περί του έργου, πόσο δύσκολη συνθήκη, πόσο αφόρητη, πόσο θα μας πουν οι άνθρωποι: «καλά, τι σκοτάδι είναι αυτό και γιατί τόση καταστροφή;» Τα ξέχασα όλα και είπα: να ένας καλός συγγραφέας που ξέρει πώς να συνομιλεί με την απόλυτη καταστροφή, με το επερχόμενο τέλος, με ακραίες απώλειες, με το αποκαλυπτικό σκηνικό, με ανθρώπους που είναι σαν καμένα σπίρτα στο πουθενά, με μια ανάγκη να κρατήσεις ό,τι είχες και δεν το έχεις πια. Του βγάζω το καπέλο, γιατί όταν ήρθαμε αντιμέτωποι με την ίδια τη γραφή και το τι πρέπει να κάνουμε για το έργο, εγώ άρχισα να ευχαριστιέμαι. Και αυτό είναι καλό σημάδι.

Αργύρης Ξάφης: Μαζί τα περάσαμε αυτά τα βήματα, όπως ακριβώς λέει η Δέσποινα. Ήταν κοινοί όλοι αυτοί οι τόποι, και της απόγνωσης και της χαράς. Υπάρχουν περιοχές που έχω απορία όταν θα συναντηθούν με το κοινό τι θα γεννηθεί – όπως το θέμα της γλώσσας, που επανέρχεται, και που τη συνδυάζει με ένα βιτγκενσταϊνικό τρόπο με την ίδια τη ζωή, με τη μνήμη. Γιατί υπάρχει και αυτό το επίπεδο στους Ουαλούς: στην πραγματικότητα πήγαν οι Εγγλέζοι και τους ισοπέδωσαν, σχεδόν απαγορεύτηκε η γλώσσα τους, και αυτοί που τολμάνε να τη μιλάνε ακόμα είτε θεωρούνται «βλάχοι», είτε ταξικά στον πάτο του κουβά. Επομένως υπάρχει και ένα ρεαλιστικό επίπεδο, το οποίο όμως ποτέ δεν το κατονομάζει. Είναι μια παράλληλη εσωτερική εμπόλεμη κατάσταση: ο τρόπος που μιλάω είναι και αυτό που είμαι. Η αισθητική της γλώσσας μου είναι η ηθική μου. Αυτό το έργο σίγουρα είναι βάναυσο και σκληρό, όμως ταυτόχρονα υπάρχει ένα απομεινάρι αγάπης κάπου. Αλλά είναι πολύ μακριά, σε ένα πολύ δύσβατο μέρος, απομακρυσμένο και αποκλεισμένο από τους περισσότερους ανθρώπους. Αλλά άμα ψάξεις μπορεί να βρεθείς στην Αρκουδοράχη, που εκ πρώτης δεν μοιάζει μέρος αγάπης, όμως αν τη βρεις, είναι μια τελευταία πυγολαμπίδα τρυφερότητας και αγάπης.

Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να σου πω πώς θα το δει το κοινό: αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι η Σάρα Κέιν, ο Χάινερ Μύλλερ, ο Κολτές, ο Μπέκετ…

Α. Ξ. Άμα είχαμε λίγο νιονιό θα ξέραμε ότι είναι και λαϊκοί συγγραφείς.

Λαϊκοί συγγραφείς και με τρελό χιούμορ.

Α. Ξ. Την έχω γνωρίσει τη Σάρα Κέιν!

Μόλις ζήλεψα!

Α. Ξ. Τη γνώρισα όταν κάναμε το “Shopping and fucking”. Ήρθε εδώ μαζί με τον Μαρκ Ρέιβενχιλ, με τον οποίο υπήρξαν και συγκάτοικοι. Είχε γνωρίσει και τον Λευτέρη Βογιατζή αν θυμάμαι καλά. Όταν τη γνώρισε διάβασε τα έργα της και μας είχε προτείνει να παίξουμε με την Άννα Μάσχα στο «Καθαροί πια», αλλά εμείς είχαμε το Αμόρε τότε. Ήταν πολύ δύσκολο να την προσεγγίσεις. Για μένα ήταν φοβιστική – ήμουνα και πολύ πιτσιρικάς τότε και η γνώση μου στα περισσότερα πράγματα ήταν πιο επιφανειακή. Δεν είχα τόσες αναφορές όσες όταν διάβασα τα έργα της μεγαλώνοντας. Παρόλα αυτά αναγνώριζες αμέσως ότι πρόκειται περί ενός πολύ σημαντικού καλλιτέχνη. Ήδη εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα ότι είναι καλύτερη από τον Ρέιβενχιλ, πιο σημαντική, παρόλο που εμείς κάναμε το “Shopping…” και τον είχαμε λατρέψει.

Αλήθεια, πώς ήταν; Ήσασταν νέοι ηθοποιοί και βρεθήκατε σε ένα θέατρο το οποίο σιγά-σιγά έγινε talk of the town. Αλλά είχε και αδιάκοπη δουλειά, η μια παραγωγή διαδεχόταν την άλλη.

Δ. Κ. Ήταν πολύ ωραία γιατί υπήρχε η αίσθηση της οικογένειας. Υπήρχαν σταθερές συνεργασίες. Ένας πυρήνας ανθρώπων ήταν εκεί με έναν τρόπο συνολικό: συζητούσαν για τα έργα, είχαν ένα όραμα και ένα κοινό σκεπτικό για το θέατρο και το τι θα κάνει το θέατρο την επόμενη χρονιά σε σχέση με την πραγματικότητα, με την κοινωνία, με το τι μας προβληματίζει. Υπήρχε δηλαδή κάτι το οποίο λείπει αυτή τη στιγμή. Είμαστε πολύ πιο αποσπασματικοί και πολύ πιο μόνοι μας. Ακόμα δεν το έχω χωνέψει ότι έχει συμβεί αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που με σκουντάνε και μου λένε: ξέχνα το, πάνε αυτά. Κι εγώ λέω μέσα μου: όχι. Παρόλα αυτά πρέπει να παραδεχτώ ότι η εποχή μας είναι πολύ πιο μοναχική. Ο Νίκος Χατζόπουλος, ας πούμε, ήταν ηθοποιός και σκηνοθέτης. Ο Ακύλλας Καραζήσης επίσης. Ακόμα και ως βοηθός θα μπορούσε να είναι κάποιος σε μια παράσταση στις Δοκιμές -οι Δοκιμές ήταν μια άλλη ιστορία, από όπου έβγαιναν νέοι συγγραφείς.

Α. Ξ. Ήμουν βοηθός του Θωμά Μοσχόπουλου στο “Closer”. Ήθελα να μάθω, να καταλάβω.

Δ. Κ. Υπήρχε ένας συνολικός πυρετός σε σχέση με αυτό που λέμε θέατρο και το τι κάνουμε εμείς σε σχέση με αυτό. Δεν ήταν μια στενά επαγγελματική σχέση, ούτε καριέρα. Ήταν μια βαθιά καλλιτεχνική σχέση αυτή που είχε δημιουργήσει το Αμόρε για όσους δούλευαν εκεί. Δεν είναι τυχαίο αυτό που έγινε με το κοινό.

Α. Ξ. Το ωραίο επίσης ήταν ότι ταυτόχρονα δεν μπορούσε να κοροϊδέψει ο ένας τον άλλον. Συνεχώς προβόκαρε ο ένας στον άλλον να προχωρήσει πιο πέρα. Δεν γινόταν να κάνεις μια σκηνοθεσία αντίστοιχη με την προηγούμενη, να βρεις ένα έργο που έπιασε και να το ξανακάνεις. Κάθε φορά υπήρχε η πρόκληση εσωτερικά, χωρίς να λέγεται ποτέ αυτό. Έξυπνος ο Χουβαρδάς, κάθε χρονιά μπόλιαζε το «Αμόρε» και με καινούργιους ανθρώπους. Και αυτό ήταν αναζωογονητικό για όλους.

Δ. Κ. Tο σημαντικό ήταν ότι αν κάποιος παρακολουθούσε το Αμόρε, αναγκαστικά παρακολουθούσε την πορεία καλλιτεχνών: ήξερε ότι ο Θωμάς Μοσχόπουλος πέρσι έκανε αυτό, την επόμενη σεζόν θα κάνει εκείνο. Αυτό έχει εξαφανιστεί –και είναι μεγάλος ακρωτηριασμός για την Τέχνη. Δεν μπορείς να βλέπεις ένα σκηνοθέτη που έχει κάνει έναν αριθμό παραστάσεων αποσπασματικά: αυτός ο άνθρωπος έχει μια πορεία. Το κοινό επίσης συμμετείχε σε αυτό, γιατί έρχονταν άνθρωποι σταθερά -άρα είχαν μπει ήδη σε μια ζύμωση, βλέποντας σύγχρονη αγγλική δραματουργία και μετά ξαφνικά κλασική δραματουργία, μέσα όμως από έναν άλλο τρόπο. Ο  Σαίξπηρ του Χατζόπουλου, έτσι όπως τον κάναμε μαζί στον εξώστη με έξι ηθοποιούς, ήταν αποτέλεσμα μιας πορείας.

Α. Ξ. Θυμάμαι τον Χατζόπουλο να λέει: Ωραία θα ήταν να κάνουμε στον Εξώστη ένα έργο του Σαίξπηρ που θέλει πάρα πολύ κόσμο. Και του λέει ο Χουβαρδάς: «Ωραία, κάν’το! Ποιο θες;» Και λέει ο Χατζόπουλος: τον «Βασιλιά Ιωάννη»! Δεν το ήξερε κανείς -ούτε κι ο ίδιος ο Χατζόπουλος ήξερε καλά τι γίνεται στο έργο, απλώς θυμόταν γενικά ότι είναι ένα έργο επικών διαστάσεων με κόσμο και κοσμάκη! Τη θυμάμαι τη στιγμή που είπε ο Χουβαρδάς να το κάνει. Σκέφτηκα: «Αμάν! Τώρα πρέπει να γίνει αυτό δηλαδή! Για να δούμε…»

Το καταλαβαίνω αυτό που λέτε: εκείνη την εποχή ήμουν μέλος αυτού του κοινού. Όταν σας γνώρισα, ήταν σαν να σας ήξερα ήδη. Γιατί σας έβλεπα μία και δύο φορές τον χρόνο. Το πνεύμα της ομάδας πάντως το κρατήσατε.

Α. Ξ. Η ομάδα ΠΥΡ είναι ένας τόπος, είναι η Αρκουδοράχη μας: ό, τι και να γίνει, ό,τι άλλο κι αν κάνω, είναι το μέρος όπου θέλω οπωσδήποτε να επιστρέφω, γιατί έχει κάποιες ποιότητες συνύπαρξης που δεν τις βρίσκω αλλού. Έχω αυτή την αίσθηση της οικειότητας. Κάθε χρόνο κάνω και κάτι άλλο, είμαι και κάπου αλλού. Αλλά πάντα θα επιστρέφω στην ΠΥΡ όπου αισθάνομαι καλά, να δούμε τι θα κάνουμε την επόμενη φορά. Έχουμε βάλει στοίχημα κάθε φορά να έχουμε μια δραματουργία, η οποία δεν είναι γνωστή. Κάναμε τη Μνηστηροφονία στην «Άφιξη» στην Επίδαυρο, το “Intolerance”, τους «Ληστές» του Σίλλερ, πράγματα που δεν ανεβαίνουν συχνά.

Πόσα χρόνια υφίσταται η ομάδα ΠΥΡ;

Α. Ξ. Δέκα και κάτι. Ξεκινήσαμε το 2012 με το «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας» στο Βυρσοδεψείο που ήταν και η διπλωματική της Ιούς για τη σχολή της, το GITIS. Ήταν και όλοι οι καθηγητές της από τη Μόσχα, τότε που υπήρχε ελεύθερη διακίνηση! Η Anna Fedorova που έχει κάνει το σκηνικό στην «Αρκουδοράχη», ήταν και τότε η πρώτη μας σκηνογράφος. 14 σελίδες, 55 λεπτά! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Πώς τα κατάφερες Ιώ; Δεν το πιστεύω!

Δ. Κ. Στον καιρό της πανούκλας, οκτώ χρόνια πριν την πανδημία. Ελπίζω να μην ισχύσει το ίδιο και με την «Αρκουδοράχη»!

Α. Ξ. Δοκιμάσαμε την ανθρωπότητα και αποτύχαμε.

Δ. Κ. Το σκηνικό είναι αυτό της απόλυτης καταστροφής. Σε αφήνει να καταλάβεις ότι έχει γίνει ένας πόλεμος που μπορεί να είναι και εμφύλιος. Είναι πάρα πολύ ωραίο το ότι δεν καταλαβαίνεις ακριβώς -δεν τον ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Ο ίδιος λέει: Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Αυτό που υπάρχει είναι το χάος.

Να μιλήσουμε και γι’ αυτό που συνέβη στην Μπερλινάλε;

Α. Ξ. Τι να σου πω τώρα… Κάτι όμορφο! Για αρχή να σου πω ότι αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι σε μια χώρα που το να εμφανιστεί ένας τύπος και να βγάλει ένα πανό διαμαρτυρίας σε μια στιγμή «γκλαμουριάς» το δέχεται ως πλούτο στην κουλτούρα της και όχι ως ένα λόγο για καταστολή, για διχόνοια, για τσακωμό, για εξαφάνιση αυτού του ανθρώπου. Ακόμα και στη συνέντευξη Τύπου η σκηνοθέτιδα το δέχτηκε. Όπως και να ‘χει, εγώ καταχράστηκα τη δική της συνέντευξη τύπου: μιλάγαμε για την ταινία της και εγώ έδωσα μια τελευταία πινελιά που έστρεψε τον φακό κάπου αλλού. Παρόλα αυτά, όταν τελείωσε, γύρισε η Angela Schanelec και μου είπε: Σε ευχαριστώ, Αργύρη, που τελείωσε με αυτό τον τρόπο η συνέντευξη τύπου. Άντε να συγκρατήσεις μετά τα κλάματα… Εδώ θα περίμενες να έρθει κάποιος να σου πει: Τι ήταν αυτό που έκανες; Ενώ όταν η σκηνοθέτιδα ανοίγεται και σου λέει: «η ταινία μου και η καλλιτεχνική της ύπαρξη είναι πιο πλούσια εξαιτίας αυτής σου της δήλωσης», τότε είναι συναρπαστικό. Αισθάνεσαι πραγματικά όλο αυτό που ονειρευόμαστε περί δημοκρατίας. Δεν λέω ότι η Γερμανία είναι η ιδανική δημοκρατία, καθόλου! Όμως η Μπερλινάλε είναι το πιο πολιτικοποιημένο από τα φεστιβάλ, και το διατηρεί αυτό με νύχια και με δόντια. Ακόμα και οι σεκιουριτάδες, όταν έβγαλα το πανό με προστάτευαν αντί να μου την πέσουν και να πουν: τι κάνεις εκεί; Εγώ κινήθηκα σαν τρομοκράτης από τον φόβο μου! Άμα δεις το βίντεο φαίνεται αυτό.

Αυτό με το πανό ήταν προσχεδιασμένο, προαποφασισμένο, έτσι;

Ήταν. Ήταν δύσκολο το πώς θα συμβεί πρακτικά. Είχα μιλήσει με μια φίλη μου στη Γερμανία. Της είχα πει από το Σαββατοκύριακο: «Θέλω να γίνει αυτό. Έχω το πρόγραμμα της ημέρας, πρέπει να έχω το πανό στα χέρια μου ώστε να το περάσω από εκεί, έτσι ώστε να γίνει». Η Αγγελική Παπούλια είχε τρεισήμισι με τέσσερις παρά είκοσι αυτό το δεκάλεπτο κενό: έπρεπε αυτό το δεκάλεπτο να φτάσουμε εμείς με το αμάξι για να βγει από την επιτροπή που ήταν και να μπει παράνομα στο κόκκινο χαλί για να σηκώσει και αυτή, να μην είμαι μόνος μου! Ήταν ο Θοδωρής Βράχας, η Αγγελική Παπούλια και εγώ. Ήταν λίγο «Επικίνδυνες Αποστολές»! Το πώς συνδυαστήκαμε ήθελε προετοιμασία, δεν γινόταν να το κάνεις έτσι από το πουθενά.

Με έχει συγκινήσει πάρα πολύ αυτή η κίνηση, ειδικά των παιδιών που σπουδάζουν στις σχολές: η απίστευτη σοβαρότητα, το ήθος τους και η αυτοσυγκράτησή τους.

Α. Ξ. Δεν κάνουν πλάκα αυτά τα παιδιά. Εμείς μπορούμε να συζητάμε γι’ αυτό το θέμα και να ελαφροπατούμε γιατί είμαστε και λίγο βολεμένοι πια, με το ζόρι ξεβολευόμαστε. Μη γελιόμαστε. Τα παιδιά έχουν και το πάθος και την ενέργεια και μας έχουν κινητοποιήσει όλους. Είναι πραγματικά σοβαρά άτομα: άμα πας στις σχολές τους, ο πιο αδιάβαστος έχει τελειώσει ήδη τουλάχιστον μιάμιση σχολή! Μετά το Βερολίνο υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση. Έχουν μιλήσει στη Deutsche Welle, πήγε η Le Monde τώρα και τους μίλησε, και σε κάποιους καθηγητές… Υπάρχει κινητικότητα και ενδιαφέρον από το εξωτερικό -πάρα πολύ σημαντικό- και από τους δημοσιογράφους, και από καλλιτέχνες και από πολιτικούς που γνώρισα κατά τύχη εκεί.

Δ. Κ. Θέλω να πω για τα παιδιά, πέρα από το ότι το λέει η καρδούλα τους -πραγματικά μας έχουν βάλει τα γυαλιά- ότι είναι και πολύ υψηλό το επίπεδο. Βρέθηκα σε συζήτηση. Ξέρουν από δημοκρατία, ήξεραν πώς θα οργανώσουν τη συζήτηση, ήξεραν πώς θα αντιμετωπίσουν τα παρατράγουδα. Ήταν ψύχραιμοι, συγκεκριμένοι, δεν έκαναν σόου, δεν ήταν εκεί για τον εαυτό τους. Ήταν εκεί για κάτι κοινό. Είχα καιρό να το δω αυτό. Αυτό που συνέβη στο Τσίλερ είναι πως όλα τα παιδιά ήταν το ίδιο. Δεν ήταν η σχολή του Εθνικού και κάποιες ιδιωτικές σχολές «υπό»: όχι! Υπήρξαν πολλά μαθήματα δημοκρατίας εκεί: και στον τρόπο λειτουργίας τους και στην οργάνωσή τους. Υπάρχει ένας ρομαντισμός -πράγμα πολύ συγκινητικό- και ένας ερωτισμός σε σχέση με αυτό. Είναι ερωτική η ατμόσφαιρα. Αλλά υπάρχει και μια βαθιά σκέψη. Υπάρχει μόρφωση, γνώση και ήθος. Ξέρουν τι κάνουν. Δεν τσιμπάνε, δεν έχουν καταφέρει να τους καπελώσουν. Μπράβο τους!

Α. Ξ. Από την άλλη έχουμε μια αδιάλλακτη κυβέρνηση. Πραγματικά μένεις έκπληκτος απέναντι στον τρόπο και το ήθος με το οποίο αντιμετωπίζουν τις διεκδικήσεις μας. Φαντάσου τι δείχνει γι’ αυτούς, ότι εσύ ζητάς καλύτερη εκπαίδευση και αναγνώριση του επιπέδου των σπουδών σου, κι αυτοί σου δίνουν 179 ευρώ! Καταλαβαίνεις πώς βλέπουν τον κόσμο. Λυπάσαι για αυτό: όλα για αυτούς αν τα συμπυκνώσεις καταλήγουν σε λίγα χρήματα παραπάνω. Ότι πρόκειται για ένα μισθάκο στο δημόσιο, ότι ο κόσμος είναι έτσι… Δεν είναι! Όμως η πραγματικότητα αυτή τη στιγμή μας φέρνει σε ένα αδιέξοδο. Δεν ξέρω τι θα γίνει σε αυτό το θέμα. Είμαι πιστός, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει.

Δ. Κ. Έχει επιτευχθεί νομίζω μια φοβική σχέση με την Αριστερά. Ο φόβος –να ένα θέμα τεράστιο!- ο φόβος είναι τρομερό εργαλείο. Είναι ένα από τα κύρια συστατικά μας. Λένε ότι αποτελούμαστε κυρίως από νερό. Εγώ θα πω: αποτελούμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό από φόβο. Και όποιος το παίξει αυτό καλά, έχει δύναμη.

Πόσο εύκολο και πόσο δύσκολο είναι να δουλεύει κανείς διαρκώς με έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιράζεται τη ζωή του;

Δ. Κ. Καταρχάς δεν δουλεύουμε διαρκώς μαζί. Κάνουμε και άλλα πράγματα, και όντως αυτό είναι μια πολύ καλή ισορροπία. Και για οικονομικούς και για καλλιτεχνικούς λόγους. Και γιατί χρειάζεται –κι εγώ το χρειάζομαι και ο Αργύρης. Δεν μπορείς να είσαι μόνο σε ένα κλειστό σύστημα. Τροφοδοτείσαι και απέξω, πρέπει κιόλας. Αλλά στην ομάδα καταρχάς υπάρχει κοινό όραμα, κοινό γούστο, κοινά ερωτηματικά, κοινά βάσανα. Υπάρχουν τόσα πολλά κοινά που συνεννοείσαι γρήγορα, έχεις κερδίσει πάρα πολλά πράγματα που χρειάζονται για μια συνεργασία: ψάχνεις τα ίδια πράγματα, αντιμετωπίζεις τα έργα θεματικά, τα κάνεις γιατί μας τρώνε τα ίδια πράγματα. Έπειτα, είναι ωραίο. Εμένα μου αρέσει. Μ’ αρέσει ο Αργύρης. Τον εκτιμώ πολύ και ως ηθοποιό και ως σκηνοθέτη. Και στα άλλα που κάνω, μου λείπει κάποια στιγμή και λέω: θα ήθελα τώρα πολύ να είμαι με τον Αργύρη και να μπορώ να το συζητήσω αυτό έτσι όπως το συζητάμε, και να το δοκιμάσω, και να μπω το βράδυ στο γραφείο του όπου είναι συνέχεια στον υπολογιστή, να χτυπήσω την πόρτα να πω: Να σου πω αυτή την ατάκα; Αυτό το κάνουμε συνέχεια και μου αρέσει. Τον θαυμάζω κιόλας. Μου αρέσει να παίζω μαζί του. Έχω ωραίο feedback, με καταλαβαίνει. Είναι πολύ μεγάλη χαρά.

Α. Ξ. Και η ατακάρα του έργου μας: (και οι δυο μαζί) Καθρεφτάκι! Καθρεφτάκι, ditto. Πώς τολμάει αυτός ο τύπος και γράφει ditto εκείνη την απειλητική στιγμή, κάτι τόσο τρυφερό; Τα ίδια δηλαδή, ακριβώς τα ίδια! Για μένα το καλό είναι ότι διαφέρουμε πάρα πολύ με τη Δέσποινα. Και στον τρόπο δουλειάς διαφέρουμε. Έχουμε κοινά αυτά που είπε, που έχουν να κάνουν με μεγαλύτερα πράγματα από τον τρόπο δουλειάς, όπως το όραμα ή την αισθητική, αλλά διαφέρουμε συνταρακτικά στο πώς δουλεύουμε και στο πώς σκεφτόμαστε πάνω στη σκηνή -και αυτό είναι πολύ καλό. Εγώ τη βοηθάω να ανοίξει και η Δέσποινα με βοηθάει να προχωρήσω. Είναι πολύ της λεπτομέρειας η Δέσποινα, Εγώ είμαι περισσότερο στο συναισθηματικό τοπίο. Κι αυτά τα δύο λειτουργούν καλά όταν συνυπάρχουμε. Με τις δυσκολίες μας βέβαια -δεν είμαστε από άλλο πλανήτη, από αυτόν είμαστε, όπως οι περισσότεροι.

Δ. Κ. Υπάρχουν και δύσκολες στιγμές επειδή τον ξέρεις τον άλλον. Μπορεί να νομίζεις πως όταν κάτι δεν πάει καλά, καταλαβαίνεις ακριβώς τι κάνει, και ό,τι φταίει -το οποίο δεν είναι καλό για τη δουλειά. Ενώ όταν κάποιον δεν τον ξέρεις, είσαι πολύ περισσότερο ανεκτικός κάποιες στιγμές. Αυτό είναι ένα δύσκολο σημείο. Αλλά τα έχουμε πάει καλά, είναι 10 χρόνια τώρα που το κάνουμε αυτό!

Α. Ξ. Είχαμε δουλέψει και πριν μαζί, στο Αμόρε.

Εκεί γνωριστήκατε;

Α. Ξ. Ναι, στο Αμόρε. Ήταν συγκάτοικοι με την Άννα Μάσχα. Είχα πάει για καφέ στην κυρία Μάσχα -που είναι και κουμπάρα μας πια- και γνωριστήκαμε. Αυτή φταίει!

Info παράστασης: 

Αρκουδοράχη | Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.