“Αnimal” της Σοφίας Εξάρχου: Αφασία

Όταν δεν έχεις εαυτό

Βρισκόμαστε σε κάποιο νησί της Ελλάδας. Είναι καλοκαίρι, ακόμη κι ας μην του φαίνεται καθόλου, ακόμη κι αν «ο καυτός ελληνικός ήλιος» που αναφέρεται στη σύνοψη του Δελτίου Τύπου για το “Αnimal” πρέπει να το έχει σκάσει για άλλο καλοκαίρι και άλλη ταινία, το “Suntan” ενδεχομένως. Μαθαίνουμε κάποια στιγμή ότι το ξενοδοχείο στο οποίο εργάζεται η Κάλια ως επικεφαλής μιας ομάδας ανιματέρ είναι το καλύτερο του νησιού. Δεν του πολυφαίνεται, αν και για να είμαστε ειλικρινείς δεν πολυφαίνεται και το ίδιο το ξενοδοχείο, παρέα με το καλοκαίρι και τον ήλιο.

Αλλά, θα πει κανείς, και γιατί να είναι αρνητικά αυτά, αν όλο το θέμα είναι να δούμε κάτι από την αντίστροφη όψη του ελληνικού τουριστικού ονείρου, αν όλο το θέμα είναι το βλέμμα μας να στραφεί στη διόλου γκλάμορους ζωή των εργαζομένων στον τουρισμό. Έστω. Ας το στρέψουμε λοιπόν. Ας δούμε πώς είναι να δουλεύουν σεζόν εκεί η Κάλια και ο Σίμος που είναι οι παλιότεροι, μαζί με τους νεοφερμένους. Ας τους δούμε να προετοιμάζουν τις υποτυπώδεις χορογραφίες τους, να φοράνε τα φτηνά κοστούμια τους, να κάνουν τα σκετς και τα χορευτικά τους, να προσπαθούν να διασκεδάσουν τους τουρίστες – ενοίκους του ξενοδοχείου, να γυρνάνε αργά το βράδυ στα φτωχικά καταλύματα που τους παραχωρούν, να κάνουν παρέα και να αναπτύσσουν σχέσεις μεταξύ τους κι ο χρόνος να περνά. 

 

 

Ας τα δούμε όλα αυτά, ώστε σιγά σιγά να μπούμε σε ένα κλίμα και να αρχίσουμε να βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα ή έστω να διαμορφώσουμε τη δική μας αίσθηση με βάση όσα παρακολουθούμε, η οποία όμως ποια μπορεί άραγε να είναι; 

Προσπαθώ να καταλάβω την Κάλια. Την βλέπω να σπάει σε πολλά μικρά κομμάτια με ένα τραγούδι και θέλω να την πάρω αγκαλιά, να της πω ξέρω, ξέρω. Αλλά δεν ξέρω. Δεν την ξέρω και δεν την μαθαίνω ποτέ. Δεν ξέρω ας πούμε τους μήνες που δεν δουλεύει σεζόν σε τι μέρος ζει και με ποιον τρόπο περνά τον χρόνο της. Ό,τι βλέπουμε ως καθημερινότητά της θεωρητικά καλύπτει ένα τμήμα του έτους, όχι ολόκληρο. Κυρίως όμως δεν ξέρω προς τι ακριβώς αυτή η συντριβή της. Της φταίνε οι εργασιακές συνθήκες; Της φταίει το σύστημα; Της φταίει ότι πρέπει να διασκεδάζει κάθε μέρα επί μήνες τουρίστες; Της φταίει ότι κουράστηκε να φοράει μια μάσκα επί χρόνια διασκεδάζοντας τους άλλους;  

Της φταίνε οι συνθήκες, ο εαυτός της, ο συνδυασμός τους; Η ταινία θέλει να μιλήσει για τις συνθήκες; Αν ναι, συγγνώμη, αλλά το “Αnimal” ούτε μας τις δείχνει, ούτε μας εξηγεί (και με εικόνες, όχι απαραίτητα με λέξεις) γιατί είναι τόσο ζοφερές. Μήπως το “Αnimal” θέλει να μας μιλήσει για μια γυναίκα στα τριάντα πέντε της, που έφυγε δεκαέξι ετών από το σπίτι της, έκανε διάφορες δουλειές και τώρα εργάζεται ως ανιματέρ στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο για εφτά χρόνια κι άλλα δύο πριν στο διπλανό εννιά, η οποία ενώ δηλώνει ικανοποιημένη, γιατί εδώ έχει δωρεάν φαγάκι, δωρεάν σπιτάκι, παίρνει λεφτάκια, ενώ της αρέσουν και τα σκετς, έχει πια κουραστεί; Μα από τι; Έχει κάποιον εαυτό η Κάλια για να μπορέσει να νιώσει ψυχική κούραση; Επί δύο ώρες ποια ακριβώς στοιχεία του χαρακτήρα τους έχουν σκιαγραφηθεί; Προσπαθώ να καταλάβω κι αυτό που κάνει στο πόδι της. Φοβάται να πει ότι χτύπησε, μήπως χάσει κανένα μεροκάματο; Τιμωρεί με έναν κομματάκι ακραίο τρόπο τον εαυτό της; Και τα δύο μαζί; Δεν βολεύεται πια στη φάση της; Κατανοητό. Έχει να κάνει όμως με τη φάση ή με την ίδια; Αν δούλευε αλλού θα ήταν πιο χαρούμενη;  

 

 

Προσπαθώντας να καταλάβω εκ των υστέρων, διαβάζω συνεντεύξεις της δημιουργού της ταινίας Σοφίας Εξάρχου. Μιλά για τις συνειδητές επιλογές της να μην βάλει π.χ. απέναντι στην Κάλια κακούς εργοδότες ή να μην μας παρέχει πληροφορίες για τη ζωή της και το παρελθόν της. Σεβαστές επιλογές από μόνες τους μεν, καταλήγουν όμως να μας στερούν από ένα πλαίσιο νοηματοδότησης όσων βλέπουμε. Υπάρχει ένα εξαιρετικά γόνιμο θέμα για μια σπουδαία ταινία, υπάρχει σαφώς μια δυνατή σκηνοθετική ματιά που ξέρει να κοιτάει σώματα και πρόσωπα και ανθρώπους στο χώρο, υπάρχει σίγουρα μια εξαιρετική πρωταγωνίστρια. Δεν υπάρχει όμως, όχι μόνο ένα άρτιο και πλήρες σενάριο, ούτε καν μια βασική ιστορία, αλλά ακόμα περισσότερο και κυρίως δεν υπάρχει μια πλαισίωση νοήματος, ένα πρόσημο σε όσα παρακολουθούμε.

Αντ’ αυτών, βλέπουμε μια γυναίκα να ζει στην τύχη, να μην εξετάζει τι είναι αυτό που της συμβαίνει, να ζει στον αυτόματο. Μα δεν υπάρχουν στα αλήθεια άνθρωποι που ζουν έτσι; Φυσικά και υπάρχουν. Ενδεχομένως να είναι και κυρίαρχο φαινόμενο της εποχής (ή και όχι μόνο της εποχής), ενδεχομένως να είναι και η πλειοψηφία. Ενδεχομένως κάπου εδώ να υπήρχε δυνατότητα να αρθρωθεί κάτι εξαιρετικά καίριο και ταυτόχρονα επώδυνο για το τι παίζει στην κοινωνία. Δεν συμβαίνει όμως αυτό, τουλάχιστον δεν συμβαίνει στο επίπεδο κατά το οποίο οι προθέσεις της δημιουργού αντανακλώνται στο αποτέλεσμα.

Κρίνοντας από τις συνεντεύξεις, άλλο πράγμα νομίζει ότι έχει φτιάξει και άλλο -πάντα κατά τη γνώμη μου και μόνο, που μπορεί αυτονόητα να είναι η πιο άστοχη του κόσμου- παραδίδει. Και με την εμφατική επανάληψη του αστερίσκου ότι είναι μόνο η γνώμη μου και όχι κάποια αντικειμενική αλήθεια που φέρνω στο φως, αν υπάρχει ένας τρόπος να δεχτούμε ότι, ναι, η ταινία είναι καίρια, θα είναι κάτι που θα έχει συμβεί αθέλητα, θα είναι δηλαδή βάζοντας στο κάδρο της μεγάλης εικόνας και την ίδια τη δημιουργία της ταινίας.

 

 

Και για να το πάω ακόμα πιο πέρα, στο ίδιο κάδρο θα πρέπει να βάλουμε και την κριτική της αποτίμηση και τις βραβεύσεις της (εξαιρώ αυτές που αφορούν την πρωταγωνίστρια). Υπάρχει δηλαδή ένα κάδρο μεγάλης και συνολικής αφασίας, ένα κάδρο στο οποίο μια ταινία που κατ’ αποτέλεσμα μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο χωρίς εαυτό, έναν άνθρωπο σε εργασιακή, υπαρξιακή, κοινωνική αφασία, έχει φτιαχτεί με την εσφαλμένη πεποίθηση πως όσα δείχνει αρκούν για να αποτυπώσουν κάτι για τον καπιταλισμό, το ελληνικό εργασιακό καλοκαίρι, το πώς είναι να δουλεύεις σεζόν, την υποχρεωτική διασκέδαση κλπ, μια ταινία που όμως αυτή η διάσταση ανάμεσα στις προθέσεις και το αποτέλεσμα ξεπερνιέται στην κριτική της αποτίμηση σαν να μην υπάρχει, έτσι ώστε η Κάλια, η δημιουργός της κι οι βραβεύσεις της ταινίας να αποτελούν τρία διαφορετικά στάδια της ίδιας αδυναμίας να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνουμε εδώ που είμαστε.   

Βρισκόμαστε εντελώς μέσα σε μια εποχή όχι απλά απολιτικοποίησης, αλλά είμαστε μέλη μιας κοινωνίας που οι όροι εργασίας και οι γενικότεροι όροι του παιχνιδιού είναι σαν να μην μας αφορούν σε οποιοδήποτε επίπεδο κατανόησής τους, επιχείρησης συνδιαμόρφωσής τους, συλλογικού ή άλλου αιτήματος για αλλαγή τους. Μας αφορούν μόνο ως κάτι που υφιστάμεθα και το οποίο ενδεχομένως αν μπορούμε ατομικά να το βελτιώσουμε έχει καλώς. Ως εκεί. Κατά τα άλλα βάζουμε το κεφάλι κάτω και προχωράμε. Και αν το σηκώσουμε ψηλά δύσκολα εντοπίζουμε και κανένα άλλο πεδίο έμπνευσης ή ανήκειν. Πηγαίνουμε σκυφτά και τρομαγμένα και φυσικά ως τότε κουλ, πάρα πολύ κουλ. Και κάπως έτσι, ακόμα κι αν έρθει η στιγμή να κλατάρουμε ψυχικά πάνω σε ένα τραγούδι, θα είμαστε τόσο πολύ αποξενωμένοι από οτιδήποτε μπορεί να γειτνιάζει με το νόημα και τη συνειδητότητα, που μπορεί και να μην ξέρουμε από πού μας ήρθε. Και πιθανότατα η επόμενη μέρα μας και η επόμενη ζωή μας, δεν θα είναι η μέρα και η ζωή που θα έχει προκύψει μετά από μια λυτρωτική φώτιση, αλλά είτε κάτι πιο παραιτημένο είτε κάτι εξίσου βουτηγμένο σε αυταπάτες και απωθημένους τρόμους.

 

 

Δεν ξέρω πού έχει σκάψει η Δήμητρα Βλαγκοπούλου για να βγάλει όλα αυτά τα συναισθήματα κι όλη αυτή την ένταση, ξέρω όμως δύο πράγματα: το πρώτο, πως της αξίζουν μόνο έπαινοι, το δεύτερο, πως σε αυτό το σκέλος αξίζουν μεγάλοι έπαινοι και στη Σοφία Εξάρχου, γιατί η Βλαγκοπούλου μπορεί εκ των πραγμάτων να ξεχωρίζει, αλλά η Εξάρχου δίπλα της έχει καταφέρει να αποσπάσει και μαζί να αποτυπώσει κάτι ιδιαίτερα τρυφερό και εύθραυστο και αληθινό όχι μόνο από δεύτερους ρόλους, όπως αυτός της Φλομαρίας Παπαδάκη στον ρόλο της δεκαοκτάχρονης μετανάστριας ή του Αχιλλέα Χαρίσκου στον ρόλο του συνεργάτη της Κάλιας, αλλά ακόμα και από τον ηθοποιό που παίζει τον Αυστριακό τουρίστα. Κάτι πάρα πολύ καλό έχει κάνει εδώ η Εξάρχου, κάτι έχει δουλευτεί εξαιρετικά.

Ένα πράγμα που ο κόσμος λέει συχνά όταν του φαίνεται τραβηγμένη σε διάρκεια μια ταινία, είναι ότι θα μπορούσε να είναι π.χ. μισή ώρα μικρότερη. Εδώ η αίσθησή μου είναι άλλη, είναι ότι το “Animal” θα μπορούσε να είναι μικρού μήκους. Θα μπορούσε να κρατάει ολόκληρο είκοσι λεπτά και θα ήμασταν μια χαρά και για την ακρίβεια πάρα πολύ καλύτερα, δεν θα χρειαζόταν να τραβούσαν τόσο σε μάκρος σκηνές που ξεκινούσαν και δεν κατέληγαν απολύτως πουθενά. Γίνομαι κακός, το ξέρω. Και ίσως δεν θα γίνω πιστευτός, αλλά εκτός από κακός προτιμώ να μου γυρίσει μπούμερανγκ αυτό το κείμενο, να έχει η ταινία τέτοιο αποτύπωμα σε όσους την δουν τώρα και τέτοια διάρκεια στον χρόνο, στη μνήμη μας και στην καρδιά μας, που θα κοιτάω τι έχω γράψει και θα λέω πώς εκτέθηκα έτσι, πώς αδίκησα έτσι.  Προτιμώ να έχω δει κάτι λάθος και να έχουν δει σωστά οι ταινίες, πολύ περισσότερο οι ελληνικές. Μακάρι να είναι έτσι.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.