Ο Μίλαν πάσχει από αλαλία, μία διαταραχή στους εγκεφαλικούς νευρώνες που τον εμποδίζει από το να μπορεί να διαβάζει και να γράφει, κάτι που με ευφυή τεχνάσματα κατάφερνε να κρύβει από τον κόσμο. Έτσι, όταν μια μέρα στον δρόμο ένα κορίτσι στο πίσω κάθισμα του διπλανού του αυτοκινήτου κολλάει μια σελίδα χαρτί με ένα σημείωμα στο τζάμι, εκείνος δεν μπορεί να το διαβάσει αλλά διαισθάνεται την αγωνία της και αποφασίζει να την ακολουθήσει και μαζί με την αινιγματική του φιλενάδα Λεάντρα θα επιχειρήσουν να διαλευκάνουν το μυστήριο. Αυτή του η απόφαση σηματοδοτεί μια αναζήτηση που θα τον οδηγήσει σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας σχετικά με το παρελθόν του, παρελθόν που αποδεικνύεται αρκετά διαφορετικό από ότι πίστευε.
Αυτή είναι μονάχα η αρχή του τελευταίου μυθιστορήματος του Γερμανού Sebastian Fitzek. Ο Fitzek, το γερμανικό αντίβαρο στον Jo Nesbo, εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι ο βασιλιάς των ευπώλητων ψυχολογικών θρίλερ στη Γερμανία και ο άνθρωπος που μόλις με το πρώτο του μυθιστόρημα Η Θεραπεία (2006) αποκαθήλωσε τον Κώδικα Ντα Βίντσι από την πρώτη θέση της λίστας πωλήσεων στη χώρα του. Στα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν έκτοτε, ο Γερμανός κατάφερε να δημιουργήσει ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό, (μεταξύ άλλων και στη χώρα μας), που έμαθε να αναγνωρίζει και να εκτιμά τα υφολογικά του χαρακτηριστικά.
Ο Fitzek ακολουθεί την ίδια επιτυχημένη συνταγή και στον Αναλφάβητο: μέσα από σύντομα κεφάλαια που φιλτράρονται από την τριτοπρόσωπη εξωτερική εστίαση διαφορετικών χαρακτήρων συνθέτει σταδιακά το μωσαϊκό της πλοκής.
Παραμένει ένας μετρ των ανατροπών: οι διπλές και τριπλές ανατροπές εκθέτουν τις προβλέψεις του αναγνώστη, αποπροσανατολίζοντάς τον με τρόπο που να διατηρείται αναλλοίωτη η αίσθηση του σασπένς. Ο Φίτζεκ παίζει με τις προσδοκίες του αναγνώστη σαν ταυρομάχος, χρησιμοποιεί έντεχνα τις εντυπώσεις που ο ίδιος καλλιεργεί προκειμένου να τις υπονομεύσει στο αμέσως επόμενο βήμα.
Χαρακτηριστικό του είναι επίσης η παιχνιδιάρικη διαχείριση του χρόνου, με τον Γερμανό να επιλέγει πότε μια γραμμική αφηγηματική αλληλουχία και πότε χρονικά άλματα, είτε στο μέλλον είτε στο παρελθόν, με τη μορφή των φλας μπακ. Έτσι, ο ίδιος διατηρεί τον έλεγχο της αφήγησης και ο αναγνώστης προσπαθεί να ταιριάξει τα διάσπαρτα κομμάτια ενός παζλ. Μόνο που το παζλ ολόκληρο το έχει δει μονάχα ο δημιουργός του.
Οι πινελιές βίας, ψυχολογικού τρόμου αλλά και χιούμορ ολοκληρώνουν το ύφος του Fitzek, που καταφέρνει για μία ακόμη φορά να μην απογοητεύσει τους φαν του είδους. Η ικανότητά του στο να φιλοτεχνήσει μια καλοστημένη πλοκή βασίζεται και στην επιμελή έρευνα στην οποία είναι προφανές ότι προχωράει πριν από κάθε έργο του. Η αξιοποίηση των πληροφοριών που ο ίδιος έχει συλλέξει πριν την συγγραφή του βιβλίου (στην προκειμένη περίπτωση γύρω από τις εμπειρίες των εκατομμυρίων λειτουργικά αναλφάβητων ανθρώπων που ζουν μονάχα στη Γερμανία) τον βοηθάει στο να προσδώσει μια γεύση αληθοφάνειας στην περιπετειώδη πλοκή του. Το αποτέλεσμα είναι η ανάγνωση να κυλάει γρήγορα και αβίαστα, με τον συγγραφέα να παραμένει πάντα ένα βήμα μπροστά από τις προβλέψεις του αναγνώστη, πράγμα διόλου εύκολο σε μια κυνική εποχή.