Αφιέρωμα στη Μάργκαρετ Μίτσελ, τη συγγραφέα του «Όσα παίρνει ο άνεμος» και την ηρωίδα της Σκάρλετ Ο΄ Χάρα

Σαν σήμερα, στις 16 Αυγούστου του 1949, σκοτώθηκε η Μάργκαρετ Μίτσελ, η συγγραφέας ενός από τα πιο σπουδαία βιβλία όλων των εποχών

Η Μάργκαρετ Μίτσελ έγραψε σε κάποια φανατική θαυμάστρια: «Ποτέ δεν περίμενα αυτή την αναγνώριση κι ας έβαλα την ψυχή μου ολόκληρη στις σελίδες του βιβλίου μου». “Gone with the wind”: μυθιστόρημα με έντονα ηθογραφικά στοιχεία που πρωτοεκδόθηκε τον Ιούνιο του 1936 και μέχρι τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου εξαντλήθηκαν 1 εκατομμύριο αντίτυπα μόνο στην Αμερική. Από τότε οι επανεκδόσεις του είναι αμέτρητες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και σε μερικές χώρες έγιναν πάνω από δέκα μεταφράσεις του. Η κινηματογραφική του μεταφορά αποτέλεσε επίσης μία από τις επιτυχέστερες όλων των εποχών, αφού σάρωσε τα βραβεία Όσκαρ, κερδίζοντας 8 διακρίσεις!

Εγώ διάβασα μία παλιά έκδοση του βιβλίου με απόδοση και ιστορικά σημειώματα του Γ. Κουχτσόγλου από τις εκδόσεις «Κ.Μ» αλλά σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος και από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Μάργκαρετ Μίτσελ

Το βιβλίο είναι αναντίρρητα καταπληκτικό! Η συγγραφέας το έγραψε μετά από παρακίνηση του συζύγου της, στον οποίο και το αφιέρωσε, καθώς μία πληγή στον αστράγαλό της τής αφαίρεσε την ευχέρεια να κινείται. Εφτά χρόνια εργάστηκε εντατικά, γράφοντας και σκίζοντας χαρτιά, ώσπου να δώσει στο έργο της την ιδανική μορφή. Το μυθιστόρημα, καλοδουλεμένο ως προς την πλοκή και την πλαστικότητα των χαρακτήρων, καλύπτει μία μακρά περίοδο της αμερικανικής ιστορίας, κυρίως αυτή πριν και μετά τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Η ίδια η Μίτσελ εξάλλου καταγόταν από την Ατλάντα της Γεωργίας, πολιτείας του αμερικανικού νότου, κι ήταν 10 ετών, όταν κάνοντας βόλτα με τη μητέρα της, είδε, δίπλα στα σύγχρονα κτίσματα, τα μισογκρεμισμένα σπίτια από την εποχή του πολέμου, που είχε λήξει με την ήττα των Νοτίων, την οποία η ίδια ποτέ δεν αποδέχτηκε και πάντα θεωρούσε χρέος της να γράψει κάτι για να αναστηλώσει το «πληγωμένο φρόνημα» της πατρίδας της. Ως φοιτήτρια έκανε έρευνα πολυετή, γνώρισε ακόμη και υπερήλικες επιζώντες πολεμιστές, κάποιοι από τους οποίους αποτέλεσαν τελικά χαρακτήρες του έργου της και είχε πάντα την αγωνία να αποδώσει χωρίς υποκειμενικές υπερβολές την ιστορία, της οποίας τα στοιχεία που ανακάλυπτε ήταν συχνά αντικρουόμενα, αφού άλλα ευνοούσαν το Βορρά κι άλλα το Νότο. Πιστεύω ότι η Μίτσελ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα βιβλίο που αποτελεί μία αυθεντική ιστορική πηγή, η οποία αποδίδει τον πόλεμο όπως ακριβώς είναι πάντα: καταστροφικός, άδικος, υποκινημένος από ιδιοτελή κίνητρα. «Όλα όσα συνδέονταν με τις παιδικές θύμησες της Σκάρλετ, όλα όσα επικοινωνούσαν με τα κατάβαθα του είναι της, σαν να της έλεγαν: «Αντίο, αντίο, Σκάρλετ Ο΄ Χάρα.»

Σκάρλετ Ο΄ Χάρα είναι το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου και το μεγαλύτερο -κατ΄εμέ- επίτευγμα της Μίτσελ που τόλμησε στην εποχή της να θέσει στο κέντρο της προσοχής του αναγνώστη μία γυναίκα με τόσες αδυναμίες, με τέτοια ιδιοσυγκρασία, μία γυναίκα που δε φοβάται τους άνδρες και μάλιστα θεωρεί τον εαυτό της ισάξιο ή και ανώτερό τους, που έχει απόψεις πολιτικές, περιγελά τις γυναίκες που υποτάσσονται στις κοινωνικές πιέσεις, εκείνες που κύριο σκοπό της ζωής τους έχουν το γάμο και την απόκτηση παιδιών, που δεν εργάζονται, που μένουν στα σπίτια τους κλεισμένες για να αποδείξουν τη σεμνότητά τους. Όλα αυτά για τη Σκάρλετ Ο΄ Χάρα που παντρεύτηκε τρεις φορές από ιδιοτέλεια κυρίως ή από ανάγκη, χήρεψε δύο φορές χωρίς να πενθήσει, χωρίς να λυπηθεί ουσιαστικά, είναι κωμικοτραγικά. Η Μίτσελ γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου:

«Τι άχαρη ζωή κάνει μια γυναίκα όταν παντρευτεί. Όσο για τις χήρες, αυτές πια πεθαίνουν κάθε μέρα. Κι η ελάχιστη κομψότητα αποκλειόταν για τη μαυροφορεμένη χήρα. Κι έπρεπε να κατεβαίνει ως τα γόνατα το από μαύρο κρεπ βέλο του καπέλου της. Ύστερα από τρία χρόνια μπορούσε να το ανεβάσει ως τους ώμους. Φλυαρία ή γέλιο δεν της επιτρεπόταν. Αν αναγκαζόταν καμιά φορά να γελάσει, όφειλε να γελά τραγικά ή θλιμμένα.»

Η ίδια ωστόσο η Σκάρλετ, χήρα από τον πρώτο της σύζυγο ακόμη, που τον παντρεύτηκε για να πληγώσει το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Άσλεϋ, όταν την απέρριψε για να νυμφευθεί μία γυναίκα ασφαλώς λιγότερο εντυπωσιακή ως προς το παρουσιαστικό, μα ήπια, αξιοπρεπή, καθόλα αψεγάδιαστη εσωτερικά, σκέφτεται:

«Πίστευαν όλοι στα σοβαρά πως ο γιος της θα’ ταν τώρα η μοναδική της παρηγοριά κι ο αποκλειστικός σκοπός της. Τι ανόητος που ήταν ο κόσμος! Και πίστευαν ακόμα πως ζούσε με την γλυκειά ανάμνηση του μακαρίτη. Πόσο γελιόντουσαν!».

«Ξεγελιέται» και ο αναγνώστης πολλές φορές, καθώς δεν ξέρει τι να πιστέψει για την ηρωίδα αυτή. Όμορφη όσο καμία άλλη, μεγαλωμένη από μία μητέρα τρυφερή και αληθινά ευγενική, εντούτοις «όσο κι αν ντυνόταν και χτενιζόταν σεμνά, όσο κι αν ο τρόπος που σταύρωνε τα άσπρα χεράκια της στα γόνατα φανέρωνε φρονιμάδα, πρόδινε αθέλητα τη ζωηρή ιδιοσυγκρασία της.». Η Σκάρλετ δεν είχε φίλες, έτρεχε από μικρή ολημερίς με τα αγόρια της γειτονιάς και με τα νεγράκια της φυτείας κι έμεινε ουσιαστικά αγράμματη, αν και φοίτησε δύο χρόνια στο παρθεναγωγείο του Φεγετβίλλ. «Στο χορό όμως καμιά κοπέλα δεν την παράβγαινε. Το γέλιο της είχε γλύκα, το περπάτημά της ήταν ανάλαφρο κι όλο χάρη, η ωραιοπάθειά της συγκρατημένη τάχα, η αθώα παιδικότητά της καλοβαλμένη, τεχνητά τέλεια. Όλα αυτά έκρυβαν ένα γυναικείο αισθητήριο πολύ οξύ». Από την άλλη όμως είναι εγωίστρια, ωραιοπαθής, ανταγωνιστική. Όταν ξεσπά ο πόλεμος και επιστρέφει στην Τάρα, στο μέρος όπου μεγάλωσε, στο πατρικό της σπίτι, ορκίζεται στον εαυτό της να τα φτιάξει όλα και να μην ξαναπεινάσει ποτέ:

«Ο φόβος της πείνας μου σφίγγει την καρδιά.»

Vivien Leigh

Τότε η Σκάρλετ δείχνει τον πιο σκληρό και συνάμα γοητευτικό εαυτό της, ακριβώς γιατί όλη της η σκληρότητα ξεπηδά από ένα ανώτερο ιδανικό: να σώσει το σπίτι των γονέων της, το σπίτι της, το μέρος όπου μεγάλωσε, τις αναμνήσεις της από μία ζωή πλούσια και ειρηνική:

«Μας απογοητεύουν πάντα οι αναμνήσεις. Μας πιέζουν θανατερά.». Ο Ρεττ Μπάτλερ, ο τρίτος της σύζυγος και ο δεύτερος κύριος χαρακτήρας του έργου, με τον οποίο καθόλη την αφήγηση διατηρεί μία εκρηκτική σχέση, χωρίς την οποία πολλά από τα βαθύτερα νοήματα του βιβλίου δε θα αποκαλύπτονταν με αυτό τον ιδιοφυή συγγραφικά τρόπο, τη ρωτά μετά τον πόλεμο: «Μια και θέλετε να ληστεύετε τους συνανθρώπους σας, Σκάρλετ, γιατί δεν κλέβετε τους πλούσιους και τους δυνατούς, παρά τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους;», για να λάβει την κυνική απάντηση μιας Σκάρλετ βαθιά πληγωμένης κι αλλοτριωμένης:

«Γιατί είναι πιο εύκολο και πιο σίγουρο ν’ αρπάζει κανείς απ’ τους φτωχούς, όπως τους λέτε».

Λίγες σειρές μετά όμως η ίδια προσθέτει: «Αν προσπαθείτε να με θυμώσετε, άδικος ο κόπος σας. Ξέρω πως δεν είμαι τόσο ευσυνείδητη, ούτε τόσο καλή, ούτε τόσο ευχάριστη όσο θα έπρεπε να είμαι. Μα μου είναι αδύνατο να κάνω διαφορετικά. […]Μπορεί τώρα να’ μαι τυχοδιώκτρια, μα δε θα’ μαι σ’ όλη μου τη ζωή, Ρεττ. Τούτα τα τελευταία χρόνια –ακόμα και σήμερα- είχα την εντύπωση πως οδηγούσα ένα βαρυφορτωμένο καράβι σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Τ’ άγρια κύματα το χτυπούσαν αλύπητα και, για να το κρατήσω στην επιφάνεια, δε δίστασα ούτε δευτερόλεπτο να πετάξω στη θάλασσα ό,τι με στενοχωρούσε και δεν το θεωρούσα απαραίτητο».

GONE WITH THE WIND, Clark Gable, Vivien Leigh, 1939.

Είναι πολλά σημαντικά που λείπουν από αυτό το άρθρο, όπως η σκιαγράφηση του Ρεττ, η εικόνα που έχουμε για τον έρωτα, ο έρωτας που στην ουσία επιζητούμε κτλ. Το σίγουρο είναι ότι όλοι στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα ανακαλύψουμε κάτι από τον εαυτό μας. Η Σκάρλετ είναι ένα παζλ με πολλά κομμάτια, μία πολυσχιδής και για αυτό τόσο γοητευτική προσωπικότητα, την οποία μόλις αντιπαθήσουμε, ακριβώς μετά θα θαυμάσουμε. Έχει όμως ένα κομμάτι αυτή η προσωπικότητα που με παρακίνησε να γράψω αυτό το αφιέρωμα: είναι μια γυναίκα μαχητική, γενναία, που τολμά να φανεί αγενής, κακής ανατροφής, για να διεκδικήσει το δικαίωμα της να υπάρξει όπως ονειρεύεται και να νιώθει ελεύθερη, ακόμη κι όταν η ζωή ανατρέπεται, ο πλούτος γίνεται εξαθλίωση, τα όμορφα ρούχα κουρέλια, η ζωή θάνατος, η αγάπη μίσος, το μίσος αγάπη, η ευτυχισμένη ζωή μία χίμαιρα. Παραθέτω:

Η Σκάρλετ ως πληγωμένη έφηβη: «Σε κανέναν δε θα πω τίποτα. Ούτε και της μαμάς. Και θα μείνω εδώ για να δώσω τη μάχη μου!»

Η Σκάρλετ όταν οι Νότιοι φαίνεται πια καθαρά ότι έχουν χάσει τον πόλεμο και οι περιουσίες τους καίγονται ή περνούν στα χέρια των Βορείων: Κι έπεφτε ήσυχα να κοιμηθεί με μυαλό θαμπό, μα με ελπίδες αναφτερωμένες. Τίποτα δε χάθηκε…ούτε θα χαθεί.

Η Σκάρλετ στο τέλος του βιβλίου λέει: «Εγώ όμως αντέχω. Όλα τα αντέχω εγώ, επειδή πολλά τράβηξα…τόσα…και τόσα υπόφερα. […]Τα μεγάλα φορτία είναι εξάλλου για γερές πλάτες.»

Ένα βιβλίο είναι σημαντικό όταν σε παρακινεί να συνειδητοποιήσεις κάτι για τον εαυτό σου,  για τη ζωή, το νόημα της. Υπάρχουν πολλές Σκάρλετ εκεί έξω που επιμένουν να ελπίζουν, να προσπαθούν, να μάχονται, να χάνουν το δρόμο και να τον ξαναβρίσκουν.

[Ας μου επιτραπεί να αφιερώσω αυτό το κείμενο σε μία που γνώρισα πρόσφατα και μου δίδαξε πολλά με τη γενναία ψυχή της:

στην Κάλλια!]

Μάργκαρετ Μίτσελ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.