26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Spotlight στον Δημήτρη Παπαϊωάννου και συζήτηση για τη σχέση ντοκιμαντέρ και τεχνητής νοημοσύνης

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σε Q&A με το κοινό και όλα όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση για το φλέγον θέμα της τεχνητής νοημοσύνης από την Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ

 

Το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίζεται με τις ταινίες του διεθνώς αναγνωρισμένου δημιουργού Δημήτρη Παπαϊωάννου και συζήτηση με θέμα «Ντοκιμαντέρ και Τεχνητή Νοημοσύνη: Μια σχέση υπό διερεύνηση».

Οι ταινίες του Δημήτρη Παπαϊωάννου, Nowhere (Director’s Cut) και Πρώτη ύλη, ολόκληρο το έργο σε δεκαεπτά λεπτά, προβλήθηκαν την Τετάρτη 13 Μαρτίου, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο του spotlight που φιλοξενεί το 26ο ΦΝΘ στον Έλληνα καλλιτέχνη.

Μετά την προβολή ακολούθησε συζήτηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ, Ορέστη Ανδρεαδάκη και Q&A με το κοινό. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υπογράφει το σχέδιο της αφίσας της φετινής διοργάνωσης και παρουσιάζει τη βίντεο εγκατάσταση Inside, καθώς και το backstage video Backside, στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών. Στο Φεστιβάλ προβλήθηκε, επίσης, το ντοκιμαντέρ Η καρδιά του ταύρου της Εύας Στεφανή, σε παραγωγή Onassis Culture ως work-in-progress, το οποίο ακολουθεί τη θεατρική παράσταση Εγκάρσιος Προσανατολισμός του Δημήτρη Παπαϊωάννου στις ευρωπαϊκές σκηνές, σε παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση.

 

 

Η ταινία Nowhere, σε σύλληψη, κινηματογράφηση και μοντάζ Δημήτρη Παπαϊωάννου, είναι μία κινηματογραφική εκδοχή της ομώνυμης θεατρικής παραγωγής, ανάθεση και παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου για τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Κεντρικής Σκηνής το 2009, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του spotlight του 26ου ΦΝΘ.

Το Primal Matter αποτελεί συμπυκνωμένη κινηματογραφική περίληψη της πρωτότυπης παραγωγής του Δημήτρη Παπαϊωάννου, Primal Matter, που παρουσιάστηκε το 2023 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Σε αυτή τη ζωντανή παράσταση, που είχε αρχική διάρκεια 1 ώρα και 15 λεπτά, συμμετείχαν οι Δημήτρης Παπαϊωάννου και Μιχάλης Θεοφάνους. Την κινηματογράφηση της παράστασης ανέλαβε ο Στέφανος Σιταράς, ενώ το μοντάζ της  δεκαεπτάλεπτης εκδοχής είναι του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Πριν ξεκινήσει η προβολή των δύο ταινιών, τον λόγο πήρε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Καλησπέρα, σας καλωσορίζουμε σε ακόμα μια προβολή που αφορά αυτόν τον σημαντικό και καταπληκτικό καλλιτέχνη. Ένα αφιέρωμα που ξεκίνησε με την αφίσα του Φεστιβάλ και σήμερα θα αποκαλύψει άλλη μια πλευρά του πολύπλευρου ταλέντου του, εκτός από την εικαστική, τη σκηνοθετική, τη χορογραφική και την κινηματογραφική. Χωρίς περισσότερα λόγια, υποδεχόμαστε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου».

Παίρνοντας τον λόγο, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ανέφερε: «Υπάρχουν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, τρεις απόπειρες να αποθησαυριστεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα ζωντανό γεγονός, ώστε να μπορέσει κανείς να το ξαναζήσει διαφορετικά. Υπάρχει το Inside, το οποίο είναι ένα ακίνητο εξάωρο μονοπλάνο. Τώρα θα δείτε το Nowhere, μια 35λεπτη παράσταση που γύρισα με μια ερασιτεχνική κάμερα, από πολλές διαφορετικές γωνίες, στη διάρκεια διαφόρων παραστάσεων. Eπέλεξα τελικά να τις συνθέσω μόνο με μακρινά πλάνα, καταργώντας πλήρως τη μετωπική αντιμετώπιση που έχει ο θεατής και επιχειρώντας μια κυβιστική προσέγγιση του χώρου.

Στη συνέχεια, θα παρακολουθήσουμε και ένα τρίτο δείγμα, το οποίο είναι από το Primal Matter, την αγαπημένη μου δουλειά. Την κινηματογράφηση έχει κάνει ο Στέφανος Σιταράς, με τη συμμετοχή του Νίκου Νικολόπουλου, ενώ το μοντάζ είναι δικό μου. Πρόκειται για μια δεκαεπτάλεπτη περίληψη της παράστασης που λειτουργεί ως συνεπτυγμένη εκδοχή. Υπάρχει και ένα τέταρτο δείγμα, δίπλα από το Inside, το Backside, όπου δεν υπάρχει η δέσμευση της αποτύπωσης ενός ζωντανού γεγονότος όπως στα άλλα τρία δείγματα. Το Βackside είναι γυρισμένο με μια κάμερα χειρός στον εξάωρο άθλο που έκαναν οι ερμηνευτές στο Inside, και εκεί βλέπει κανείς το γούστο μου στην κινηματογραφική γλώσσα».

 

 

Μετά την προβολή των ταινιών ακολούθησε συζήτηση με το κοινό. Σε ερώτηση του Ορέστη Ανδρεαδάκη για το πώς σχετίζεται η ανθρώπινη φιγούρα με το φόντο και πώς αυτό αποτυπώθηκε στη σκηνή, αλλά και κατά πόσο επηρεάστηκε από τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Τσαρούχη, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είπε:

«Στο Εθνικό Θέατρο, που ξεκινούσε την καινούργια του εποχή, φαντάστηκα ότι χρειαζόταν ένα έργο για το ίδιο το θέατρο. Και επειδή εγώ δεν χρησιμοποιώ λόγο, αυτό που φαντάστηκα ότι είναι χρήσιμο ήταν η ίδια η μηχανή του θεάτρου, σαν ένα σύστημα καθρεφτίσματος της κοινωνίας στην σκηνή. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να προσπαθήσω να προσεγγίσω αυτό το θέμα ήταν αυτό που ονομάζουμε ανθρωπομετρία. Η ανθρωπομετρία εκφράζεται πολύ ωραία στα ιαπωνικά τετραγωνικά μέτρα, που ονομάζονται τατάμι, ένα μικρό ορθογώνιο στο οποίο χωράει μια ανθρώπινη φιγούρα. Πόσα τατάμι υπάρχουν σε ένα δωμάτιο; Προσπαθήσαμε να μετρήσουμε τον χώρο με βάση τον ανθρώπινο βηματισμό, το ξαπλωμένο ανθρώπινο σώμα, τη σχέση συσσώρευσης και απομόνωσης, την πτώση. Το θέατρο έχει μαύρο φόντο, και όταν αποφασίζεις να μη χρησιμοποιήσεις σκηνικά, όπως στο Εθνικό Θέατρο, ως σκηνικό χρησιμοποιείται η μηχανή του θεάτρου. Τα πράγματα γίνονται τότε κυριολεκτικά σκούρα, διότι τα θέατρα είναι μαύρα.

Έτσι, ανακύπτουν πολλά προβλήματα. Κινηματογραφώντας, ανακάλυψα ότι τα φώτα αντανακλούν στο πάτωμα με έναν τέτοιο τρόπο που, από άλλες γωνίες, οι σκιές και οι φιγούρες έγραφαν στην κάμερα και δημιουργούσαν μια αίσθηση που με ενδιέφερε περισσότερο. Δηλαδή, του ανώνυμου πλήθους, των μονάδων μέσα στον χώρο. Αυτό το στοιχείο συγγενεύει και με τα ζωγραφικά έργα του Ζάφου Ξαγοράρη, που ήταν ο εικαστικός μου συνεργάτης στο Nowhere».

Σχετικά με το κίνητρο που τον έκανε να αφήσει τη ζωγραφική και να προχωρήσει στο θέατρο, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε:

«Για μένα, το κίνητρο έγινε πολύ σαφές όταν ήμουν γύρω στα 18 και είχα φύγει από το σπίτι μου, ζώντας στην Αθήνα και πουλώντας τα έργα ζωγραφικής μου. Σε μια τάξη και σε μία ηλικία στην οποία δεν ανήκα, δεν είχα κανέναν τρόπο να έχω επαφή με τους συνανθρώπους μου. Τα κόμικς ήταν το πρώτο βήμα να αποκτήσω άμεση επικοινωνία με τη γενιά μου. Να κάνω, δηλαδή, μια τέχνη που από τη φύση της είναι φτηνή και να μπορέσω, εκτός από την αναζήτηση της φόρμας, να μοιραστώ και κάποιες ιστορίες.

Ήμουν τυχερός που έζησα την εποχή αυτών των περιοδικών, γιατί όταν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά οι ιστορίες μου, άρχισα να νιώθω ότι αποκτώ μια σύνδεση. Μέχρι που βρήκα το θέατρο, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό και άμεσο».

Για τη σχέση του με την κίνηση σημείωσε ότι «κατάγεται από έναν καταπιεσμένο παιδικό-εφηβικό αθλητισμό. Στα δεκαεννιά μου συνάντησα τη Μαίρη Τσούτη, τη δασκάλα χορού μου, και όλη αυτή η ανεσταλμένη σωματικότητα βρήκε μια πόρτα και ελευθερώθηκε. Δεν έγινα ποτέ χορευτής, αλλά τη βιολογική ορμή και την πτυχή της φύσης μου να εκφράζομαι μέσα από την κίνηση, τη διοχέτευσα στη δουλειά μου. Ωστόσο, η δουλειά μου δεν είναι να κάνω κίνηση, είναι να δημιουργώ αυτά τα έργα ως δραματουργίες. Είμαι απλώς ο χορογράφος της δουλειάς μου».

 

 

Σε επόμενη ερώτηση, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε σχετικά με τον τρόπο που χτίζει ένα έργο:

«Η διαδικασία της δημιουργίας είναι ένας χαοτικός αυτοσχεδιασμός μιας ομάδας ανθρώπων σε μερικές ιδέες. Η ευθύνη του σκηνοθέτη είναι να κάνει τους ανθρώπους να αισθανθούν πιο άνετα. Είμαστε, λοιπόν, μια ομάδα από τρελούς, που ασχολούμαστε με το πώς ακούγεται, για παράδειγμα, ένα χαρτάκι. Όλα αυτά τα βιντεοσκοπούμε και μαζεύουμε σιγά σιγά οτιδήποτε είναι κάπως ενδιαφέρον. Έπειτα από δύο μήνες ενός τέτοιου χαοτικού παιχνιδιού πλησιάζει η προθεσμία, και πρέπει να αποφασίσω, ως σκηνοθέτης, ότι κάτι πρέπει να φτιάξω με αυτά τα κομμάτια που έχω. Κάπως έτσι, αρχίζει για μένα η πιο δυσάρεστη διαδικασία, που έγκειται στο να προσπαθήσω να τα συνθέσω, αλλά και η ακόμα πιο δυσάρεστη διαδικασία: να αποφασίσω ότι αυτό το παιχνίδι της σύνθεσης έχει φτάσει στο τέλος του. Αυτό που είναι αληθινά δύσκολο είναι να παραδεχτώ ότι, δυστυχώς, και πάλι δεν είναι καλύτερο από αυτό που μπορώ να κάνω».

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης επισήμανε ότι τα έργα του Δημήτρη Παπαϊωάννου είναι τρομερά ανοιχτά, ρωτώντας αν είναι κάτι που το επιδιώκει. «Το έργο είναι πολύ συγκεκριμένο. Το τι σημαίνει και το τι προκαλεί στον καθένα είναι κάτι το οποίο δεν θέλω να ελέγξω. Μάλιστα, θεωρώ ότι είμαι λίγο πιο συμβολικός απ’ όσο μου αρέσει στα έργα μου. Θα ήθελα να είμαι ακόμα πιο πολυδιάστατος. Μου αρέσει να είναι πολύ συγκεκριμένο αυτό που κάνω, για να είναι ανοιχτό. Να είναι μανιωδώς καθαρό, για να μπορέσει να καθρεφτίζει μέσα του τον κάθε άνθρωπο. Δεν θέλω να σημαίνει κάτι, δεν θέλω να διδάσκει κάτι. Δεν θέλω να έχω απόψεις, θέλω να έχω γυαλίσει απόλυτα αυτό που κάνω, για να μπορέσει να λειτουργεί ως καθρέφτης».

 

 

Σχετικά με την Πίνα Μπάους και το πώς αισθάνθηκε με το έργο που έφτιαξε, απάντησε: «Δυο φορές στη ζωή μου χρειάστηκε να απαντήσω θετικά σε κάτι επειδή θα το μετάνιωνα στο νεκροκρέβατό μου. Το πρώτο είναι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και το άλλο είναι η Πίνα Μπάους. Αυτά είναι θανατικές καταδίκες. Μου μιλάτε για την Πίνα Μπάους, ενώ έχω κάνει άλλα δεκαεπτά έργα. Και όλοι οι Έλληνες μου λένε “τι ωραία τα έργα σας, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την Ολυμπιάδα”. Αυτή είναι ευλογία μεν, καταδίκη δε.

Είναι κάποια πράγματα που, όταν η μοίρα σου σε φέρνει μπροστά τους, δεν μπορείς να μην πάρεις το ρίσκο. Το έργο με την ομάδα της Πίνα Μπάους ήταν δύσκολο, ιδιαίτερα ψυχοφθόρο, αλλά στο τέλος μεταλλάχθηκε σε μια αγαπητική εμπειρία τεραστίων διαστάσεων για εμάς και την ομάδα με την οποία δουλέψαμε. Είμαστε όλοι ευγνώμονες που το κάναμε. Είναι ένα έργο που δεν τελείωσε ποτέ, παρουσιάστηκε, όμως, πολλές φορές. Non Finito!».

Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Με ρωτάτε προϋποθέτοντας ότι μου άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή καριέρα που απολαμβάνω τωρα. Σας ρωτώ: ονομάστε μου έναν από τους καλλιτέχνες που έκαναν τελετή έναρξης. Το αντίθετο μάλιστα. Το παγκόσμιο σύστημα σύγχρονης τέχνης σνομπάρει οποιονδήποτε ασχολείται με τόσο εμπορικά θέματα. Δεν μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία για να κάνω καριέρα. Δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Πριν είκοσι χρόνια που συνέβη αυτό, αλλά και πριν από είκοσι τρία χρόνια, που μου έγινε η πρόταση, δεν είχε καμία σχέση ο κόσμος της βιομηχανίας του θεάματος με το σύστημα στο οποίο εγώ δούλευα. Εκείνος ο κόσμος χρειάζεται πάντα καλλιτέχνες για να κάνουν τη δουλειά, που είναι κανονική κρατική προπαγάνδα. Κάθε κράτος πουλάει τον πολιτισμό του, είναι μια ευκαιρία να κάνει ένα διαφημιστικό σποτ για το τι θέλει να είναι στον κόσμο. Απόλυτα θεμιτό, αλλά είναι μόνο αυτό. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει μόνο καλλιτέχνης, αλλά τέχνη δεν είναι».

 

 

Για την κινηματογραφική διάσταση του έργου του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε: «Έχω γίνει ένας μανιώδης μοντέρ, προσπαθώ να δημιουργήσω μαρτυρίες της δουλειάς μου, οι οποίες να μην είναι τόσο βαρετές όσο μια απλή καταγραφή της παράστασης». 

Για τον τρόπο που η φωνή του βοήθησε τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα να αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα, ο κ. Παπαϊωάννου απάντησε: «Δεν είχα ποτέ καμία πρόθεση να αφιερώσω τη ζωή μου στο να γίνω μία ακτιβιστική προσωπικότητα. Το έσκασα από το σπίτι μου δεκαοκτώ χρονών, γιατί ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, που ήταν η φύση μου, και γιατί ήθελα να είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας, που είναι επίσης η φύση μου. Ηταν ζήτημα καθαρά προσωπικής αξιοπρέπειας. Έχω, επίσης, μια δυσκολία να με περιορίζουν. Από τη στιγμή που το έσκασα από το σπίτι μου και έγινα οικονομικά ανεξάρτητος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να βρεθώ σε κανένα περιβάλλον που να χρειάζεται να πω ψέματα για το ποιος είμαι.

Και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα από όσο νόμιζα. Εκτός από λίγο bullying σε καποιες περιπτωσεις, δεν συνάντησα κανένα ουσιαστικο πρόβλημα. Εκ των υστέρων, υπάρχουν γενιές και γενιές ανθρώπων που έρχονται -και με συγκινούν βαθύτατα- και μου εξηγούν ότι βοηθήθηκαν από την ύπαρξη της εργασίας μου και της προσωπικότητάς μου ώστε να αποδεχτούν τον εαυτό τους και να φανταστούν ότι μια τέτοια ζωή μπορεί να συμβεί χωρίς ενοχή. Η δημοφιλία μου έφτασε στο απόγειό της, όταν την επόμενη της τελετής έναρξης έγινα ένα είδος εθνικού ήρωα. Αποφάσισα να τοποθετήσω την ενέργεια αυτής της, άχρηστης κατά τα άλλα, φήμης σε κάτι που θεώρησα χρησιμο: Έδωσα την πρωτη συνεντευξη στο 10%, ένα περιοδικό της ομοφυλόφιλης κοινότητας. Σκέφτηκα ότι αν ψάχνει ένα παιδί στην επαρχία κάτι να του δώσει χαρά, θα νιώσει κάτι όμορφο αν αυτός που θεωρείται τώρα σταρ πανελλήνιας εμβέλειας θυμίσει ότι είναι ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος άνδρας. Δεν ήθελα ποτέ η δουλειά μου να χαρακτηριστεί ομοφυλόφιλη εργασία. Δεν ήθελα ποτέ η τέχνη μου να θεωρηθεί queer art. Ειδικά τώρα που είναι ιδιαίτερα της μόδας.

Υπήρξα πάντοτε ανοιχτός και περήφανος ομοφυλόφιλος, δεν ήθελα όμως ποτέ να αναμείξω τον φυσικό ομοερωτισμό των έργων μου, με την παρεξήγηση ότι δουλεύω για ένα τμήμα της κοινωνίας, ενώ εγώ λαχταρώ να εργάζομαι για όλους τους συνανθρώπους μου. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του μεγάλου ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος είπε κάποτε: “Είμαι ερωτικός ποιητής και ασχολούμαι με το χωράφι του έρωτα που μου αναλογεί. Αν είμαι καλός ποιητής, η ποίηση θα το μεγαλώσει”. Αυτό τα έχει πει όλα. Σε αυτή την ηλικία που βρίσκομαι, έχω συγκινηθεί πολλές φορές από γενιές παιδιών που έρχονται και με ευχαριστούν για αυτό το πράγμα. Δεν το είχα ποτέ σκοπό. Ήθελα να ζήσω μια ζωή με αξιοπρέπεια. Εγώ έχω αφιερώσει τη ζωή μου στη δημιουργία, αλλά υπάρχει και αυτό το παράλληλο χωράφι του έρωτα, και νιώθω ευγνώμων που τα ’φερε έτσι η ζωή και προσέφερα ανακούφιση».

 

 

 

Workshop της Ένωσης Ελληνικού Ντοκιμαντέρ – Ντοκιμαντέρ και Τεχνητή Νοημοσύνη: Μια σχέση υπό διερεύνηση

 

Με αφορμή τις καταιγιστικές εξελίξεις σε σχέση με τις εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης στο χώρο της κινούμενης εικόνας, η Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, διοργάνωσε συζήτηση με θέμα «Ντοκιμαντέρ και Τεχνητή Νοημοσύνη: Μια σχέση υπό διερεύνηση» την Πέμπτη 14 Μαρτίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης.

Στη συζήτηση μίλησαν οι: Μανόλης Ανδριωτάκης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Γεωργία Κούτρικα, Διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Πληροφοριακών Συστημάτων του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά», Νικόλ Αλεξανδροπούλου, σκηνοθέτις και η Βικτώρια Βελλοπούλου, σκηνοθέτις. Τη συζήτηση συμπλήρωσαν με παρεμβάσεις τους οι: Απόστολος Καρακάσης, σκηνοθέτης, Πρόεδρος του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ, και Αργύρης Θέος, διευθυντής φωτογραφίας, εκπρόσωπος του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Εκ μέρους της ΕΕΝ τη συζήτηση συντόνισε ο σκηνοθέτης Άγγελος Κοβότσος.

Η συζήτηση ξεκίνησε με ένα στιγμιότυπο από την ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, και τον λόγο πήρε ο Άγγελος Κοβότσος:

 «Αρχικά ευχαριστούμε το Φεστιβάλ που μας παραχώρησε αυτά τα μέσα για να πραγματοποιήσουμε όπως κάθε χρόνο αυτή την εκδήλωση. Επίσης, ευχαριστούμε τους ομιλητές μας και τους δύο εκλεκτούς προσκεκλημένους, που ο καθένας και η καθεμία από την πλευρά τους θα μας μεταφέρουν την εμπειρία και την άποψή τους, μα πάνω απ’ όλα θα θέσουν τα διλήμματα σχετικά με το ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης».

 

 

Αρχικά τον λόγο πήρε η Βικτώρια Βελλοπούλου: «Όταν μιλάμε για ντοκιμαντέρ και ξεκινάμε να πειραματιστούμε –γιατί ακόμη είναι πολύ νωρίς για να χρησιμοποιήσουμε άλλη λέξη– με την Τεχνητή Νοημοσύνη, έχουμε μια προσωπική σύμβαση με τον θεατή, ένα προφορικό συμβόλαιο που λέει ότι “αυτό που θα σας δείξω είναι αληθινό και έχει πραγματικά συμβεί ή συμβαίνει τώρα”. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί γιατί αν για κάποιο λόγο το σπάσουμε, το αθετήσουμε ή το παραβιάσουμε, χάνουμε τον θεατή. Χάνει την αξιοπιστία της η δουλειά μας και δεν είναι πια ταινία τεκμηρίωσης. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το A.I., αλλά θέλει προσοχή».

Όπως εξήγησε η σκηνοθέτις, «ασχολούμαι τον τελευταίο χρόνο αρκετά εντατικά με το A.I. καθώς έχω συνεργαστεί με θεατρικούς σκηνοθέτες κάνοντας σκηνοθεσία των βίντεο που παίζουν στην παράστασή τους. Το A.I. δίνει τη δυνατότητα της απεριόριστης φαντασίας, οπότε μεταφέρει το κοινό σε αυτούς τους κόσμους πολύ πιο γρήγορα και οικονομικά».

Στη συνέχεια, η κ. Βελλοπούλου έδειξε εικόνες και βίντεο από τη δουλειά της και πώς αυτή ενσωματώνεται σε θεατρικές παραστάσεις ως μέρος του σκηνικού. Αλλά και πως το A.I. γίνεται μέρος του ντοκιμαντέρ που δημιούργησε φέτος, το Συρράκο 1821, το οποίο αναφέρεται στο χωριό Συρράκο στα νότια Τζουμέρκα και πώς αυτό συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. «Είναι εικόνες που δημιουργήθηκαν με A.Ι. και τις χρησιμοποίησα αντί για αναπαράσταση. Το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο εντυπωσιακό από ό,τι θα μπορούσε να σηκώσει οποιοδήποτε μπάτζετ ταινίας. Ξεκίνησε ως πείραμα στην αρχή για να δω αν μπορεί να ενσωματωθεί στο ντοκιμαντέρ. Είχα αρκετές δυσκολίες, αλλά το A.I. εξελίσσεται με τρομακτική ταχύτητα και κάθε δύο μήνες έχεις καινούργιες εφαρμογές που σου λύνουν κάποια προβλήματα».

 

 

Στο ερώτημα για το τι είναι η τεχνητή νοημοσύνη, απάντησε η Γεωργία Κούτρικα. «Αν έπρεπε να περιγράψω τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής είναι μία σχέση υπό διερεύνηση. Η μηχανή κοιτάζει τον άνθρωπο και λέει “τι είναι ο άνθρωπος, θέλω να σε μιμηθώ”, ο άνθρωπος κοιτάζει τη μηχανή και λέει “εσύ τι κάνεις τώρα;”. Στο ερευνητικό κέντρο Αθηνά κάνουμε έρευνα για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το A.I. είναι ένας κλάδος των υπολογιστικών συστημάτων που προσπαθεί να αναπτύξει ευφυή υπολογιστικά συστήματα. Δηλαδή προγράμματα και μηχανές που μιμούνται την ευφυΐα του ανθρώπου. Δηλαδή, την ικανότητά μας να μαθαίνουμε, να επιλύουμε προβλήματα, να περπατάμε. Τεχνητή Νοημοσύνη είναι για παράδειγμα και η ρομποτική. Όταν λέμε μηχανική μάθηση, μιλάμε για την ικανότητα των προγραμμάτων να μάθουν να κοιτάζουν μέσα σε δεδομένα και να ανακαλύπτουν μοτίβα και συσχετίσεις, τα οποία μετά χρησιμοποιούν για να κάνουν προβλέψεις και να πάρουν αποφάσεις για μας».

Η κ. Κούτρικα χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Netflix: «Για καθέναν από μας η οθόνη που βλέπουμε όταν ανοίγουμε το Netflix είναι τελείως διαφορετική. Ο λόγος είναι ότι πίσω από το σύστημα τρέχουν πολλοί αλγόριθμοι που για κάθε κομμάτι της οθόνης που βλέπουμε προσπαθούν να δουν τι καταναλώνει ο κόσμος, με ποια σειρά βλέπει τις ταινίες κτλ. Έτσι, αποφασίζουν τι θα μας δείξουν. Ωστόσο, τις εφαρμογές που έχουν κατακλύσει τη ζωή μας σήμερα τις βρίσκουμε παντού. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα στην εκπαίδευση για να αποφασίσουν σε εισαγωγικές εξετάσεις ποιους φοιτητές θα δεχτούν. Τα χρησιμοποιούν στην υγεία και στον στρατό που χρηματοδοτεί τέτοιες έρευνες. Το 2016, είχαμε για παράδειγμα το google translate.  Στην αναγνώριση εικόνας έγιναν επιτεύγματα. Οι πιο σημαντικές εφαρμογές, ωστόσο, είναι στους τομείς της ιατρικής, που βοηθά στην πιο γρήγορη παρασκευή φαρμάκων. Στη βιομηχανία και στα αυτόνομα αυτοκίνητα. Έχουμε επίσης το Gen(erative) A.I., που είναι ο χώρος της Τεχνητής Νοημοσύνης που του δίνεις κάτι και σου βγάζει περιεχόμενο. Μπορεί να είναι κείμενο όπως το google translate ή το ChatGPT που βλέπουμε πολύ σήμερα. Μπορεί να είναι εικόνα όπως το Dall-E, αλλά και συνδυασμός βίντεο και μουσικής».

Στη συνέχεια, η Γεωργία Κούτρικα αναφέρθηκε στην άλλη πλευρά, στο πώς ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την Τεχνητή Νοημοσύνη και αναρωτιέται για το πώς δουλεύει. «Η Τεχνητή Νοημοσύνη κλέβει ουσιαστικά την ιδέα από το πώς λειτουργούμε εμείς οι άνθρωποι. Το μυαλό μας είναι ένα σύνολο από νευρώνες, που κάθε νευρώνας είναι μια μικρή μονάδα, η οποία δέχεται κάποιο σήμα στην είσοδο και, εφόσον ενεργοποιηθεί, δίνει κάποιο σήμα στην έξοδο, το οποίο με τη σειρά του θα ενεργοποιήσει πιθανώς άλλους νευρώνες. Η ιδέα αυτή γεννήθηκε από τους επιστήμονες το 1945. Ο νευρώνας, για εμάς τους επιστήμονες, είναι μια συνάρτηση. Το ένα επίπεδο νευρώνων μαθαίνει και τροφοδοτεί το επόμενο. Για παράδειγμα, το GPT-4, που προηγήθηκε του ChatGPT, έχει 100 δισεκατομμύρια εκατομμύρια νευρώνες. Πάνω κάτω, τόσους έχουμε και εμείς.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να μαθαίνει να αναγνωρίζει πρόσωπα. Όσο για το από πού μαθαίνει ένα σύστημα, το google translate μαθαίνει από όλες τις σελίδες που υπάρχουν σε σχέση με μεταφράσεις. Όταν θέλουμε να αναγνωρίσουμε αριθμούς, δίνουμε σε ένα μοντέλο χαλασμένες εικόνες και του λέμε “μάθε να τις αναγνωρίζεις”, πρόκειται για το λεγόμενο Diffusion Models. Πολύ από εμάς έχουμε δει την ταινία Καράτε Κιντ. Ο κύριος Μιγιάγκι δεν έμαθε ποτέ καράτε στον Λαρούσο. Αντίθετα του έμαθε να πλένει το αυτοκίνητο και να βάφει τον φράχτη. Η ιδέα, λοιπόν, για το Self Supervised είναι ακριβώς αυτή. Αν μάθουμε σε ένα σύστημα να κάνει απλά πράγματα, αυτό θα μάθει και να κάνει πιο πολύπλοκα. Έπειτα, οδηγούμαστε στη τεχνολογία που λέγεται Transformers. Το τελευταίο είναι το Reinforcement Learning, που μαθαίνει από ό,τι κάνουμε, ακόμη και από το απλό παράδειγμα του πώς εκπαιδεύουμε τον σκύλο μας».

 

 

Η κουβέντα συνεχίστηκε με τη Νικόλ Αλεξανδροπούλου. Σύμφωνα με την ίδια: «Είμαι εδώ με την ταινία μου Κατ’ εικόνα του ανθρώπου. Είναι μια ταινία που μου ανατέθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και το πλαίσιο ήταν η σχέση θρησκείας και επιστημών. Της χριστιανικής πίστης, πιο συγκεκριμένα και τα θέματα που γεννιούνται σχετικά με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Το βασικό ερώτημα της ταινίας είναι ένα, αν μπορεί να δημιουργηθεί μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης η ανθρώπινη συνείδηση. Είχα δυσκολία στο να βρω έναν αφηγητή, ο οποίος θα μάζευε τα διάφορα στοιχεία για να προχωρήσει η ιστορία. Σκέφτηκα από γνωστούς ηθοποιούς όπως ο Τομ Κρούζ ή γνωστές φωνές επιστημόνων. Εκεί αποφάσισα να δημιουργήσω ένα άβαταρ, ξεκινώντας αρχικά με το ChatGPT, χωρίς να έχω αποφασίσει αν θα είναι άντρας ή γυναίκα ή τι ηλικία θα έχει. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Κάποια στιγμή, κάνω επιτέλους μια επιλογή. Έπειτα, έπρεπε να περάσω μια φωνή που να κολλάει με το πρόσωπο. Στην ουσία, έκανα κάστινγκ με άβαταρ. Στη συνέχεια, καταλήξαμε και σε ένα γραφιστικό φόντο. Εκείνο που με εκνεύρισε είναι ότι ενώ δούλευα την ιστορία δεν μπορούσα να την κινήσω. Όλη αυτή την τεχνολογία θα μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω για να γράψω ένα σενάριο, καθώς υπάρχουν τεράστιες βάσεις δεδομένων. Επίσης, με όλα αυτά τα εικονικά περιβάλλοντα μπορείς να δεις τη σκηνή σου. Μπορούν να γίνουν ένας σύμμαχος για το πώς λειτουργεί η δημιουργικότητά μας. Ένα σημαντικό στοιχείο τόσο για το post production όσο και για την προώθηση της ταινίας μας» επεσήμανε η κ. Αλεξανδροπούλου.

Ο Μανόλης Ανδριωτάκης μίλησε για τα διλήμματα και την ηθική της Τεχνητής Νοημοσύνης. «Την έννοια της συνθετικής πραγματικότητας δεν την έχω εφεύρει εγώ προφανώς, είναι ένας όρος που περιγράφει ουσιαστικά μια τεχνική διαμεσολάβηση. Τα ρομπότ δεν έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Φανταστείτε, δηλαδή, μια μηχανή, η οποία συνδέει τους πάντες και διευθετεί με κάποιο τρόπο πολλές σχέσεις της ανθρωπότητας. Ή μάλλον φανταστείτε μια μηχανή χωρίς την οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να ζούμε. Αυτή η μηχανή είναι το ίντερνετ και είμαστε μέρος της. Μέρος αυτού του γιγάντιου ρομπότ. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δουλεύει με τα δεδομένα που αντλεί από το ίντερνετ, δηλαδή από εμάς. Είμαστε αναπόσπαστα μέρη αυτής της μηχανής. Βλέπουμε μια αναπαράσταση της πραγματικότητας που δεν είναι πραγματικότητα.

Η βασική διαφορά μεταξύ των τεχνολογιών του παρελθόντος που χρησιμοποιούμε όλοι ως ντοκιμαντερίστες είναι ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει περιορισμό. Είναι μια τεχνολογία γενικού σκοπού που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Θέτει, όμως, πολλά ζητήματα όπως φιλοσοφικά και περιβαλλοντολογικά. Με απασχολεί και το πολιτικό ζήτημα. Είναι μια υπερ-μηχανή, στην οποία θα αναθέτουμε όλο και περισσότερες αποφάσεις της ζωής μας. Θα αποφασίζει ποιος θα προσληφθεί και ποιος όχι, ποιος θα πάρει επίδομα, ποιος σκηνοθέτης θα πάρει τη μεγαλύτερη επιχορήγηση κτλ. Το θέμα της ηθικής νοημοσύνης μάς αφορά όλους, ακόμη και οι ίδιοι οι προγραμματιστές ενδέχεται να μη γνωρίζουν πού καταλήγουν τα βαθιά νευρωνικά δίκτυα που είδαμε. Η ιδιωτικότητα είναι, επίσης, μεγάλο ζήτημα. Δεν θα υπάρξει ποτέ κάποια Τεχνητή Νοημοσύνη πλήρως αμερόληπτη, όπως δεν μπορεί να υπάρξει πλήρως αμερόληπτος άνθρωπος. Κάποια στιγμή οι μηχανές θα αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών. Είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία για κάτι τέτοιο;

Πρόσφατα ψηφίστηκε και ένας πολύ καλός νόμος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το A.I. Act, που προτεραιοποιεί κάποιους κινδύνους. Αν για παράδειγμα είσαι στον δρόμο και μια κάμερα σε αναγνωρίσει, απαγορεύεται να σε ταυτοποιήσει παρά μόνο με εισαγγελική παρέμβαση. Θα πρέπει να υπάρξουν και κάποιοι κανόνες δεοντολογίας. Για να γίνουν αξιόπιστα αυτά τα μέσα πρέπει να έχουμε όλοι γνώση για αυτά. Αυτές οι γνώσεις πρέπει να είναι προσιτές στα παιδιά από το Δημοτικό. Να μάθουμε ότι αυτό που έχουμε στις τσέπες μας είναι ένα υπερόπλο που στερεί την αυτονομία μας. Έχουμε μια ψευδαίσθηση ελεύθερης βούλησης. Θα μπορούσε ακόμα και το ντοκιμαντέρ να λειτουργήσει ως έξοδος κινδύνου. Δεν έχουμε δικλείδα ασφαλείας. Όπως είπε ο Ισαάκ Ασίμοφ “Καλύτερα να δημιουργήσεις ένα καλό μέλλον παρά να προβλέψεις ένα κακό μέλλον”».

Ακολούθησε η παρέμβαση του Απόστολου Καρακάση: «Κατά βάση δεν θα έπρεπε να μιλάω γιατί δεν έχω ιδέα για το θέμα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα φλέγον θέμα σε κάθε επαγγελματική και επιστημονική συνάντηση τον τελευταίο καιρό. Στην κινηματογραφική εκπαίδευση, αυτό που μας απασχολεί είναι το τι από όλα αυτά που διδάσκουμε σήμερα θα είναι χρήσιμο τα επόμενα πέντε ή είκοσι χρόνια. Γιατί σε κάθε καλλιτεχνική ειδικότητα του κινηματογράφου τα δεδομένα αλλάζουν. Ένας νέος φοιτητής πρέπει να κατανοήσει τις δυνατότητες που ανοίγονται. Να αποκτήσει τεχνικές δεξιότητες σε ένα περιβάλλον που αλλάζει από μέρα σε μέρα, και στη συνέχεια να τις εφαρμόσει στο ερευνητικό έργο που παράγει. Και να αναπτύξει την κριτική σκέψη για τις επιπτώσεις αυτής της τεχνολογίας. Πρόκειται για ένα μέλλον που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Πιστεύω ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη στα οπτικοακουστικά είναι μια επανάσταση που θα είναι εφάμιλλη με την ψηφιακή επανάσταση πριν τριάντα χρόνια.

Αρχικά, θα πρέπει να εκπαιδευτούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτές. Πρέπει να υπάρχουν κονδύλια σε κάθε επιστημονικό πεδίο γι’ αυτόν τον σκοπό. Στις σπουδές θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε αυτή τη μοναδικότητα που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στο δημιούργημά του. Η αποστολή της τέχνης είναι να εκπλήσσει.  Ένας κόσμος που παράγει αυτά τα θεάματα μέσω αλγορίθμων είναι ένας κόσμος λίγο βαρετός. Η ιστορία της τέχνης είναι μια ιστορία διαδοχικών επαναστάσεων, ανατροπής των εκάστοτε κανόνων. Στο πεδίο του ντοκιμαντέρ συμφωνώ για το θέμα της διαφάνειας, ότι πρέπει να γυρίσουμε στις αρχές της δεοντολογίας και να φτιάξουμε ξανά μανιφέστα σαν αυτό που είχε φτιάξει ο Τρίερ με το Δόγμα, όπου ο σκηνοθέτης δηλώνει με σαφήνεια τις προθέσεις του. Κατά κάποιο τρόπο, το ChatGPT μπορεί να σου δώσει tips, πχ με ένα workshop για το πώς να κάνεις ένα καλό pitch. Οι  επαγγελματικές επιπτώσεις θα είναι μεγάλες».

Τον λόγο πήρε στη συνέχεια ο Αργύρης Θέος, λέγοντας: «Ο Ντάγκλας Άνταμς είναι ένας βρετανός συγγραφέας, ο οποίος έχει μια σειρά βιβλίων με τίτλο Γυρίστε τον γαλαξία με ωτοστόπ. Πρόκειται για μια αστεία περιπέτεια που ανήκει στον χώρο της φαντασίας, η αφορμή της οποίας είναι η κατεδάφιση του πλανήτη Γη για να περάσει μια υπερ-διαστημική λεωφόρος. Στην πορεία του βιβλίου μαθαίνουμε ότι κάποια προηγμένη φυλή, κάπου εκεί έξω στο σύμπαν, είχε φτιάξει κάποτε έναν πανίσχυρο υπολογιστή, που σκοπός του ήταν να δώσει την απάντηση στο απόλυτο ερώτημα για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Στη συνέχεια, αυτή η υπερ-αναπτυγμένη φυλή δημιούργησε ένα καινούριο υπολογιστή που ήταν ο πλανήτης Γη, και στόχος του ήταν να διατυπώσει το ερώτημα, του οποίου η απάντηση είναι 42.

Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι ενώ οι άνθρωποι ήταν κομμάτι αυτού του υπολογιστή, η φυλή που τον κατασκεύασε ήταν τα ποντίκια. Το ηθικό δίλημμα που μπαίνει είναι τελικά πού αρχίζει και πού τελειώνει η νοημοσύνη, πότε το ρομπότ ξεκινά να διαθέτει αυτογνωσία, πότε παύει να ακολουθεί κανόνες και πότε αρχίζει να δημιουργεί δικούς του κανόνες. Η Συνθήκη της Βέρνης, ο χάρτης της πνευματικής ιδιοκτησίας, λέει πως αν είναι κάτι πρωτότυπο, είναι τέχνη. Με τον ρυθμό που καλπάζει η τεχνολογία δεν ξέρουμε πότε θα έρθει η στιγμή που θα πάψουμε να χρησιμοποιούμε την Τεχνητή Νοημοσύνη ως εργαλείο γιατί θα μας επιβληθεί. Μπαίνουν πολλά πρακτικά ζητήματα ουσίας, όπως τα συνδικαλιστικά και συντεχνιακά ζητήματα που είναι τεράστια, καθώς πολύ άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους. Υπάρχει και το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας των προϋπαρχόντων έργων. Το ρομπότ από κάπου παίρνει μια πληροφορία. Ποιος του την δίνει αυτή την πληροφορία; Με ποιο δικαίωμα το κάνει; Όταν η Getty Images υπέβαλε μήνυση στην Stability AI -γιατί τα ρομπότ της παρήγαγαν εικόνες που είχαν το λογότυπο της Getty- η Getty στράφηκε κατά της Stability αλλά όχι κατά της εταιρείας, η οποία διαχειρίζεται την βάση δεδομένων που διδάσκει την Stability. Τη διαστροφική σκέψη τού αφού σου τα δίνω δωρεάν δεν χρειάζεται να πληρώσω δικαιώματα, πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ευθύς αμέσως. Γιατί το A.I. θα πάρει μια ταινία που θα την τροφοδοτήσει στο ρομπότ, που θα διδαχθεί με τη σειρά του πώς να κάνει ταινίες. Και αυτό ήδη συμβαίνει, με πρωταγωνιστή το Netflix. Και όλο αυτό δεν αποζημιώνεται».

«Η κοινότητα του ντοκιμαντέρ πρέπει να ξεκινήσει η ίδια τον διάλογο για το τι θα γίνει με τα πνευματικά δικαιώματα. Εμείς οι επιστήμονες παλεύουμε για να κάνουμε τους αλγορίθμους να μην είναι τόσο τυχαίοι, να έχουν μέσα κάποιο αίσθημα δικαιοσύνης. Και ότι θα υπάρχουν μηχανές και αλγόριθμοι που θα λειτουργούν πάντα με την καθοδήγηση του ανθρώπου. Ταυτόχρονα υπάρχουν οι εταιρείες που καθοδηγούνται από το κέρδος. Πριν έναν χρόνο, οι μεγάλοι παίκτες του χώρου, ανάμεσά τους και ο Ίλον Μασκ, υπέγραψαν ένα γράμμα που ζητούσαν από όλα τα εργαστήρια Τεχνητής Νοημοσύνης στον κόσμο να πάψουν για έξι μήνες οποιαδήποτε έρευνα πάνω σε αυτή, για να δώσουν στην ανθρωπότητα τον χρόνο να θέσει τις βάσεις για τη σωστή εκμετάλλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Βέβαια, κανείς δεν σταμάτησε την έρευνα και αυτό λέει πολλά» απάντησε η Γεωργία Κούτρικα σε ερώτηση του κοινού για  το αν υπάρχει διάλογος σχετικά με την Τεχνητή Νοημοσύνη.

 

©Άγγελος Ζυμάρας, Κώστας Τσακαλίδης

 

«Το φεστιβάλ θέλει ενέργεια»: Μείνετε συντονισμένοι στο ελculture για όλα τα νέα του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.