Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα – σταθμοί: Άντον Τσέχοφ

Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό ο Τσέχοφ ευθύνεται για το πώς αντιλαμβανόμαστε το διήγημα σήμερα

Είναι ο Τσέχοφ η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία και εξέλιξη του διηγήματος; Τα στοιχεία μάλλον αυτό δείχνουν. Για πολλούς θεωρείται ο πατέρας του μοντέρνου διηγήματος, και πράγματι οι περισσότεροι διηγηματογράφοι του 20ου αιώνα (ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες) έχουν επηρεαστεί άμεσα ή έμμεσα από τον Ρώσο συγγραφέα.

Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό ο Τσέχοφ ευθύνεται για το πώς αντιλαμβανόμαστε το διήγημα σήμερα. Δηλαδή σαν μια σύντομη ιμπρεσσιονιστική αφήγηση χωρίς κάθαρση ή σαφή, αποκρυσταλλωμένη κατάληξη, χωρίς κάποια ιδιαίτερα ασυνήθιστη πλοκή, αλλά που αντίθετα επικεντρώνεται στις γνώριμες πτυχές της απλής καθημερινότητας. Στα διηγήματα του Τσέχοφ υπάρχει συνήθως κάποια αποκάλυψη, κάποιας μορφής συνειδητοποίηση από την πλευρά του κεντρικού ήρωα, η οποία όμως δεν οδηγεί απαραίτητα σε ριζικές αλλαγές στη ζωή του, ενώ η κυρίαρχη διάθεση τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην αφήγηση είναι μια μελαγχολία, ένας διακριτικός λυρισμός συνοδευόμενος από συμπόνια. Βεβαίως, μια τόσο επιγραμματική σύνοψη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιγράψει επαρκώς τα διηγήματά του και φαντάζει γενικόλογη, αποκτάει όμως νόημα αν την εφαρμόσουμε σε κάποιο συγκεκριμένο διήγημα.

Η επιλογή ενός συγκεκριμένου διηγήματος του Τσέχοφ είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, όχι μονάχα λόγω ποσότητας (έχει γράψει πάνω από διακόσια) αλλά και λόγω ποικιλίας και ποιότητας. Ουκ ολίγα αξιώνουν μια ξεχωριστή θέση στο συνολικό έργο του Τσέχοφ, και  καθένας έχει από μια διαφορετική άποψη σχετικά με το καλύτερο και αντιπροσωπευτικότερο διήγημά του. Ακόμα κι αν αποκλείσει κανείς τα πιο εκτενή διηγήματα του Τσέχοφ, όπως «Ο Θάλαμος αρ. 6», ή «Η ζωή μου», καθώς κινούνται εντός των δυσδιάκριτων ορίων της νουβέλας, και πάλι το έργο της επιλογής ενός διηγήματος είναι ιδιαίτερα δύσκολο.

«Ο καθηγητής φιλολογίας» είναι ένα τυπικό τσεχοφικό διήγημα. Αναφέρεται στην αστική επαρχιακή κοινωνία που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα, θεατρικά και πεζά, του Τσέχοφ. Η διαφοροποίηση της επαρχιακής πόλης από την Πετρούπολη ή τη Μόσχα δεν είναι τυχαία, καθώς δίνει έμφαση στους πιο αργούς ρυθμούς της καθημερινότητας και εκφράζει αντιπροσωπευτικότερα τον μέσο Ρώσο αστό. Ο Νικίτιν είναι ένας νεαρός δάσκαλος λογοτεχνίας στο τοπικό σχολείο. Είναι ερωτευμένος με τη Μάσα, την κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας και θέλει να την παντρευτεί και να φτιάξει τη ζωή του. Ο Νικίτιν ονειρευόταν να προκόψει επειδή ήταν ορφανός και είχε περάσει φτωχή παιδική ηλικία, κάτι που είχε ατσαλώσει τη θέλησή του να πετύχει. Μοιράζεται ένα μικρό διαμέρισμα με έναν άλλο δάσκαλο του σχολείου, τον καλοκάγαθο Ιπολίτ, ο οποίος αν και συμπαθητικός, είναι η προσωποποίηση των κλισέ. Λέει συνεχώς αποφθέγματα που είναι πασίγνωστα σε όλους και σχόλια που είναι προφανή. Πράγματι, η Μάσα δέχεται να παντρευτεί και εκτός από την ίδια παίρνει μια πολύ μεγάλη προίκα από τον πεθερό του και μετακομίζουν σε ένα άνετο σπίτι. Αυτή είναι και η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Συνειδητοποιεί ότι έχει όλα όσα ονειρευόταν: μια όμορφη σύζυγο, ένα σταθερό επάγγελμα, μια μεγάλη προίκα και ένα ευρύχωρο σπίτι με κήπο. Τα όνειρά του έχουν πραγματοποιηθεί. Σταδιακά όμως αρχίζει και πάλι να μελαγχολεί. Ο ξαφνικός θάνατος του Ιπολίτ ξυπνάει μια συνεχή δυσφορία μέσα του. Η ευτυχία του τελικά ίσως να είναι εντελώς επιφανειακή. Είναι οικονομικά ευκατάστατος πλέον και δεν καταλαβαίνει την αξία των χρημάτων. Δεν έχει κάνει ποτέ του μια κοπιαστική χειρωνακτική εργασία ώστε να νιώσει τον ιδρώτα της δουλειάς. Η καριέρα του ως δασκάλου είναι στάσιμη και άχρωμη. Θα ήθελε να κάνει κάτι που έχει αξία, που μετράει. Να γράψει ένα βιβλίο, να μιλήσει σε μια διάλεξη, να ζήσει έντονα. Η επιθυμία του να γνωρίσει έναν άλλο κόσμο τον κάνει να μελαγχολεί, και το διήγημα τελειώνει με τον Νικίτιν να γράφει στο ημερολόγιό του, «Πρέπει να δραπετεύσω από εδώ, πρέπει να δραπετεύσω ή θα τρελαθώ!».

Η πλοκή της ιστορίας λοιπόν είναι μινιμαλιστική. Ένας νεαρός ερωτεύεται μια κοπέλα, την παντρεύεται, είναι ευτυχισμένος, και σταδιακά μελαγχολεί και θεωρεί την ευτυχία του ρηχή. Είναι μια ιστορία απολύτως συνηθισμένη, βασισμένη στην καθημερινότητα: στα απογεύματα με τσάι στον κήπο, στις σχολικές αίθουσες και τα μαθήματα, στις βόλτες στην πόλη. Όμως είναι η ίδια η καθημερινότητα που μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο για τον Νικίτιν, και νιώθει ότι ασφυκτιά. Όπως στις «Τρεις Αδερφές» η βαρεμάρα της ευκατάστατης ζωής στην επαρχία κάνει το ταξίδι στη Μόσχα να φαίνεται σαν ένα όνειρο, έτσι και εδώ ο Νικίτιν νιώθει ότι παρά τη διαφαινόμενη ευτυχία του χαραμίζει τη ζωή του. Ο θάνατος του Ιπολίτ είναι συμβολικός για το Νικίτιν. Ο Ιπολίτ έζησε και πέθανε στη μικρή αυτή πόλη κάνοντας το ίδιο επάγγελμα με εκείνον, και ήταν σαν να μην έζησε. Δεν άφησε τίποτα πίσω του, δεν ενέπνευσε ποτέ κανέναν και οι κοινοτυπίες του τον είχαν καταστήσει γραφικό. Ο Νικίτιν νιώθει ότι θα συμβεί το ίδιο και σε αυτόν αν βυθιστεί στη δεδομένη ζωή του.

Βεβαίως, ο Τσέχοφ μέσα από τον Νικίτιν απευθύνεται σε όλους μας, απευθύνεται στη συντριβή των ονείρων πολλών ανθρώπων που ονειρεύονται κάτι σπουδαίο και συμβιβάζονται με κάτι περιορισμένο και συνηθισμένο. Όμως η συνειδητοποίηση του Νικίτιν δεν σημαίνει αυτομάτως και μια ριζική αλλαγή στη ζωή του. Το διήγημα ναι μεν τελειώνει εκεί, αλλά ο Τσέχοφ δεν μας δίνει να καταλάβουμε ότι ο Νικίτιν είναι αποφασισμένος να προβεί σε δραστικές κινήσεις. Κι αυτό επειδή όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καρλ Κρέιμερ, ο Νικίτιν είναι άνθρωπος της διάθεσης. Ανάλογα με τη διάθεσή του επηρεάζονται και οι αντιλήψεις του. Και, όπως είναι φυσικό, οι διαθέσεις αλλάζουν. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στον επίλογο του διηγήματος. Ο Τσέχοφ εισήγαγε για πρώτη φορά τον «ανοιχτό» επίλογο, όπου δηλαδή δεν παρουσιάζεται κάποιο βολικό συμπέρασμα που απαντάει σε όλες τις απορίες που ενδεχομένως να έχει ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως, η ιστορία λήγει σε ένα σημείο όπου όλα είναι πιθανά. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, σημασία δεν έχει τόσο το τι ακριβώς θα κάνει ο Νικίτιν, αλλά το ότι έφτασε σε μια συνειδητοποίηση, έστω κι αν αυτή είναι προϊόν της συγκεκριμένης διάθεσής του.

Αν ο επίλογος του διηγήματος, όντας τυπικά τσεχοφικός, είναι απολύτως ανοιχτός σε όλες τις πιθανότητες και τις ερμηνείες, η εισαγωγή της ιστορίας είναι ξαφνική και χωρίς κανένα απολύτως υπόβαθρο που να προσφέρει τις βασικές πληροφορίες για τον αναγνώστη. Η αφήγηση ξεκινάει από μια απλή περιγραφική πρόταση («ακούστηκε ο γδούπος των οπλών στο ξύλινο πάτωμα, καθώς έβγαζαν από τον στάβλο το μαύρο άλογο, τον Δούκα Νούλιν») η οποία αρχίζει να περιγράφει μια σκηνή στην οποία μια παρέα (μεταξύ των οποίων ο Νικίτιν και η Μάσα) κάνει μια βόλτα πάνω σε άλογα. Σταδιακά μόνο γνωρίζουμε τους βασικούς χαρακτήρες και μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία γι’ αυτούς. Αλλά και πάλι, ο Τσέχοφ δίνει ορισμένες από τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε έμμεσα, μέσα από νύξεις, και χωρίς να χρειαστεί να στήσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Ο αναγνώστης μεταφέρεται κατ’ ευθείαν μέσα στην ίδια την ιστορία χωρίς συμβατική εισαγωγή, και αποχωρεί από αυτήν χωρίς να υπάρξει οριστικό συμπέρασμα. Το αποτέλεσμα είναι ένα κομμάτι της καθημερινότητας, όπως ακριβώς το βιώνουμε και στη δική μας ζωή.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.